Linda Woods
Κωνσταντίνος
Καβάφης «Πρόσθεσις»
Αν ευτυχής ή δυστυχής είμαι δεν
εξετάζω.
Πλην ένα πράγμα με χαράν στον νου μου
πάντα βάζω —
που στην μεγάλη πρόσθεσι (την πρόσθεσί
των που μισώ)
που έχει τόσους αριθμούς, δεν είμ’ εγώ
εκεί
απ’ τες πολλές μονάδες μια. Μες στ’
ολικό ποσό
δεν αριθμήθηκα. Κι αυτή η χαρά μ’
αρκεί.
Το «Πρόσθεσις» ανήκει στα κρυμμένα
-ανέκδοτα- ποιήματα του Κωνσταντίνου Καβάφη και παρά το γεγονός πως ο ίδιος ο
ποιητής δεν το δημοσίευσε, εκφράζει με εξαίρετο τρόπο την ιδιαίτερη ψυχοσύνθεση
και νοοτροπία του. Η χαρά που αντλεί ο ποιητής από το γεγονός ότι δεν
αριθμήθηκε στη μισητή πρόσθεση «εκείνων», υποδηλώνει το πόσο συνειδητή υπήρξε η
-σχεδόν ως προς όλα- αυτόνομη πορεία του. Θα πρέπει, άλλωστε, να ληφθεί υπόψη
πως πέρα από τη διαφορετικότητα των ερωτικών του προτιμήσεων, ο Καβάφης υπήρξε
καινοτόμος στον τρόπο προσέγγισης της ποιητικής δημιουργίας, σε τέτοιο βαθμό
μάλιστα, ώστε οι περισσότεροι μεταγενέστεροι εκείνου ποιητές να έχουν
επηρεαστεί από το δικό του ποιητικό όραμα. Ο Καβάφης, αδιαφορώντας προφανώς για
τις αντιδράσεις που προκαλούσαν οι αντιποιητικές του συνθέσεις, έδωσε έμφαση
στο νοηματικό βάρος των ποιημάτων και αφαίρεσε όλα εκείνα τα λυρικά στοιχεία
της παραδοσιακής ποίησης που περιόριζαν την ελεύθερη ποιητική έκφραση. Έτσι,
στα ποιήματά του δεν θα βρει κανείς αυστηρούς κανόνες μετρικής ή στροφικής
δόμησης, ούτε συχνή παρουσία ομοιοκαταληξίας· θα βρει, όμως, άρτια
επεξεργασμένους στίχους, κύριος στόχος των οποίων είναι η μετάδοση ενός καίριου
στοχασμού, κι όχι κάποιας λυρικής συγκίνησης που στερείται ουσιαστικού
νοήματος.
«Αν ευτυχής ή δυστυχής είμαι δεν
εξετάζω.»
Το τίμημα της αυτόνομης πορείας και της
με κάθε κόστος κατίσχυσης της προσωπικής επιλογής δεν είναι μικρό ή αμελητέο. Ο
ποιητής δεν θα μπορούσε πιθανώς να θεωρήσει τον εαυτό του ευτυχισμένο με την
έννοια και το βάθος που θα λάμβανε αυτή η ευτυχία, αν δεν επικρινόταν ή δεν
ένιωθε συνεχώς καταπιεσμένος τόσο για τις επιλογές του όσο και για το ιδιαίτερο
της προσωπικότητάς του. Ωστόσο, εκείνο που τον απασχολεί δεν είναι το αν μπόρεσε
να ζήσει τη χαρά της αποδοχής και του αμέριστου σεβασμού των επιλογών του, αλλά
το κατά πόσο εν τέλει άξιζε η επιλογή να παραμείνει αληθινός και να σεβαστεί ο
ίδιος τον εαυτό του.
«Πλην ένα πράγμα με χαράν στον νου μου
πάντα βάζω —
που στην μεγάλη πρόσθεσι (την πρόσθεσί
των που μισώ)
που έχει τόσους αριθμούς, δεν είμ’ εγώ
εκεί
απ’ τες πολλές μονάδες μια.»
Εκείνη η σκέψη, λοιπόν, που πάντοτε
προφέρει χαρά στον ποιητή είναι πως κατόρθωσε στη ζωή του να μη συγκαταλεχθεί
στην σαρωτική πρόσθεση εκείνων, στην εξομοιωτική πρόσθεση της κυρίαρχης
κοινωνικής νόρμας και νοοτροπίας που δεν αποδέχεται και δεν εκτιμά τις
παρεκκλίσεις. Όσο κι αν του κόστισε, όσο κι αν υπέφερε, τουλάχιστον δεν ενέδωσε
ποτέ στις έξωθεν επιβεβλημένες πιέσεις που αναγκάζουν τους ανθρώπους να είναι ή
να υποκρίνονται πως είναι ίδιοι με τους άλλους, πως ακολουθούν την ίδια
κοινωνικώς εγκεκριμένη πορεία.
Η πρόσθεση που τόσο μισεί ο ποιητής,
δεν είναι παρά η γεμάτη φόβο για το διαφορετικό και το καινοφανές προσπάθεια
των περισσότερων κοινωνιών να οδηγούν τους πολίτες σε μια προκαθορισμένη και
όσο γίνεται εξομοιωμένη θέαση των πραγμάτων. Μια πρόσθεση ανθρώπων που
εντάχθηκαν επιτυχώς στη λίστα εκείνων που ουδέποτε διατάραξαν τα λιμνάζοντα
νερά της κοινωνικής «αρμονίας», καθώς ποτέ δεν προσπάθησαν να χαράξουν το δικό
τους δρόμο, απορρίπτοντας τα πρότυπα και τις αξίες της εποχής.
«Μες στ’ ολικό ποσό
δεν αριθμήθηκα. Κι αυτή η χαρά μ’
αρκεί.»
Ο Καβάφης, ωστόσο, ακόμη κι αν
χρειάστηκε να ζήσει τον πόνο της απόρριψης και της συνεχούς επίκρισης,
κατόρθωσε να αντισταθεί στο δέλεαρ της κοινωνικής αποδοχής, που θα τον οδηγούσε
πιθανώς σε μια αρμονική προσαρμογή, αλλά θα του κόστιζε μια ζωή υποκρισίας και
συμβιβασμών. Βάδισε μόνος του, μένοντας συνεπής σε όσα ο ίδιος θεωρούσε άξια θυσιών
και κόπου, επιτυγχάνοντας, όχι μια συμβατική ευτυχία, αλλά μια αναντικατάστατα
αξιοπρεπή ύπαρξη, αφού δεν υπέκυψε ποτέ σε ό,τι απαιτούσαν οι άλλοι, οι πολλοί.
Κι είναι αυτή ακριβώς η χαρά που δικαιώνει τη ζωή του, καθώς γνωρίζει πως αν
δεν κέρδισε την έγκριση των άλλων, τουλάχιστον διατήρησε ακέραιο τον
αυτοσεβασμό του.