Κωνσταντίνος
Καβάφης «Συμεών»
Τα ξέρω, ναι, τα νέα ποιήματά του·
ενθουσιάσθηκεν η Βηρυτός μ’ αυτά.
Μιαν άλλη μέρα θα τα μελετήσω.
Σήμερα δεν μπορώ γιατ’ είμαι κάπως
ταραγμένος.
Απ’ τον Λιβάνιο πιο ελληνομαθής είναι
βεβαίως.
Όμως καλύτερος κι απ’ τον Μελέαγρο; Δεν
πιστεύω.
A, Μέβη, τι Λιβάνιος! και τι βιβλία!
και τι μικρότητες!..... Μέβη, ήμουν
χθες—
η τύχη το ’φερε— κάτω απ’ του Συμεών
τον στύλο.
Χώθηκα ανάμεσα στους Χριστιανούς
που σιωπηλοί προσεύχονταν κ’ ελάτρευαν,
και προσκυνούσαν· πλην μη όντας
Χριστιανός
την ψυχική γαλήνη των δεν είχα—
κ’ έτρεμα ολόκληρος και υπόφερνα·
κ’ έφριττα, και ταράττομουν, και
παθαινόμουν.
A μη χαμογελάς· τριάντα πέντε χρόνια,
σκέψου—
χειμώνα, καλοκαίρι, νύχτα, μέρα,
τριάντα πέντε
χρόνια επάνω σ’ έναν στύλο ζει και μαρτυρεί.
Πριν γεννηθούμ’ εμείς —εγώ είμαι είκοσι
εννιά ετών,
εσύ θαρρώ είσαι νεότερός μου—
πριν γεννηθούμ’ εμείς, φαντάσου το,
ανέβηκεν ο Συμεών στον στύλο
κ’ έκτοτε μένει αυτού εμπρός εις τον
Θεό.
Δεν έχω σήμερα κεφάλι για δουλειά.—
Πλην τούτο, Μέβη, κάλλιο να το πεις
που ό,τι κι αν λεν οι άλλοι σοφισταί,
εγώ τον παραδέχομαι τον Λάμονα
για πρώτο της Συρίας ποιητή.
Συμεών: ο Άγιος Συμεών «Στυλίτης» ο
Πρεσβύτερος (π. 389-459) γεννήθηκε στα σύνορα Συρίας και Κιλικίας και πέθανε
κοντά στην Αντιόχεια. Έφηβος (π. 405) επήγε στην Αντιόχεια, όπου εμόνασε στα
περίχωρα. Η άκρα εγκράτειά του έγινε αμφισβητούμενο αντικείμενο μιμήσεως. Περί
το 415 έκτισε έναν στύλο, αρχικώς χαμηλόν, του οποίου το ύψος βαθμηδόν έφθασε
τα 16 μέτρα. Εκεί επέρασε την υπόλοιπη ζωή του αφιερωμένος στην προσευχή και
στο θείο κήρυγμα. Ο πρωτότυπος αυτός τρόπος αποχής από τα κοσμικά, προκάλεσε
συνεχή ροή παντοδαπών προσκυνητών και έγινε παράδειγμα προς μίμηση.
Το ποίημα Συμεών συντέθηκε το 1917,
ουσιώδης, ωστόσο, ένδειξη για την πρώιμη προετοιμασία του Καβάφη για το ποίημα
αποτελεί το εξής σχόλιό του (γραμμένο περίπου 1896-1899) σε όσα γράφει ο Gibbon για τον Συμεών (πρωτοδημοσιεύτηκε το
1963 στο Περίδης, Πεζά, 70-74):
«This great, this wonderful saint is surely an object to be singled out
in ecclesiastical history for admiration and study. He had been, perhaps, the
only man who has dared to be really alone.
There is no exaggeration in the words “Simeon was repeatedly saved from
pious suicide”. To make the sense clearer the word unintentional should be
added. St. Blasius once saved Simeon when he was on the point of expiring from
suffering.
The height of the column is correctly given by Gibbon. There is an
extant passage of Evagrius in which it is stated that Simeon Stylites built a
small house, or rather a small room on the top of the column. But a modern
German savant, Gregorovius, is of opinion that Simeon must have used the room
only during the first years till he got used to the vertiginous height, and
must afterwards have pulled it down.
The glory of Simeon filled and astounded the earth. Innumerable pilgrims
crowded round his column. People came from the farthest West and from the
farthest East, from Britain and from India, to gaze at the unique sight – on
this candle of faith (such is the magnificent language of the historian
Theodoret) set up and lit on o lofty chandelier.
I have met with only one poem on Simeon Stylites, but it is in no way
worthy of the subject.
The poem of Tennyson, though it contains some well-made verses, fails in
tone. Its great defect lies in its form of a monologue. The complaints of
Simeon, his eagerness for the “meed of saints, the white robe and the palm”,
his dubious humility, his latent vanity, are not objectionable in themselves
and maybe were necessary to the poem, but they have been handled in a common,
almost vulgar manner. It was a very difficult task -a task reserved perhaps,
for some mighty king of art- to find fitting language for so great a saint, so
wonderful a man.»
Λιβάνιος: Ελληνοσύρος ρήτωρ (314-393), που
δίδαξε ρητορική στον Ιουλιανό και στους μετέπειτα Ιεράρχες Βασίλειο και Ιωάννη
Χρυσόστομο.
Μελέαγρος: Ελληνοσύρος ελάσσων ποιητής
ελεγειακών συνθέσεων με αντικείμενο τον έρωτα και τον θάνατο, και συμπιλητής
ανθολογίας επιγραμμάτων με τίτλο Στέφανος. Άκμασε περί το 100 π.Χ.
Μέβης: πιθανότατα φανταστικό πρόσωπο, όπως
και ο ανώνυμος ομιλητής του δραματικού μονολόγου. Ο Καβάφης χρησιμοποίησε το
ίδιο όνομα και στο ποίημα «Σοφιστής απερχόμενος εκ Συρίας» (1926), αλλά για
άσχετο πρόσωπο.
Λάμων: ο ποιητής Λάμων, που αποτελεί το
έναυσμα του μονολόγου, είναι πιθανότατα φανταστικό πρόσωπο. Ο στ. 28 δείχνει
πως ο Καβάφης είχε κατά νου την παροιμιακή φράση: «Εν τυφλών πόλει (γ)λάμων [=
ο τσιμπλιάρης] βασιλεύει».
[Γ. Π. Σαββίδης, Φιλολογική επιμέλεια
Κρυμμένων Ποιημάτων του Κ. Καβάφη]
Τα ξέρω, ναι, τα νέα ποιήματά του∙
ενθουσιάσθηκεν η Βηρυτός μ’ αυτά.
Μιαν άλλη μέρα θα τα μελετήσω.
Σήμερα δεν μπορώ γιατ’ είμαι κάπως
ταραγμένος.
Το ποίημα του Καβάφη, που έχει τη μορφή
δραματικού μονολόγου, ξεκινά με αφορμή τα νέα ποιήματα του Λάμονα, για τα οποία
το ποιητικό υποκείμενο, σαν να απαντά σε κάποια σχετική αναφορά του φίλου του
Μέβη, σχολιάζει πως τα έχει σαφώς υπόψη του (το ότι πρόκειται για ποιήματα του
Λάμονα γίνεται πάντως αντιληπτό μόλις στην καταληκτική στροφή).
Το ποιητικό υποκείμενο, αν και δηλώνει
πως γνωρίζει τα νέα αυτά ποιήματα, τονίζει εντούτοις πως δεν είναι προς το
παρόν διατεθειμένος να τα μελετήσει προσεκτικά, κι ιδίως σήμερα δεν μπορεί,
γιατί, όπως αναφέρει, είναι κάπως ταραγμένος.
Απ’ τον Λιβάνιο πιο ελληνομαθής είναι
βεβαίως.
Όμως καλύτερος κι απ’ τον Μελέαγρο; Δεν
πιστεύω.
Τα λόγια αυτά που θα ταίριαζαν
περισσότερο στον Μέβη, αλλά κάτι τέτοιο δεν δικαιολογείται από κάποια
τυπογραφική ένδειξη, αποτελούν μια πρόχειρη αποτίμηση του ποιητικού υποκειμένου
για τον Λάμονα, το περιεχόμενο της οποίας θα αναιρεθεί ωστόσο στη συνέχεια.
Ο ήρωας, ταραγμένος όπως είναι,
παρασύρεται για λίγο ν’ ασχοληθεί με το θέμα του Λάμονα, έστω κι αν η σκέψη του
είναι προφανώς αλλού. Σχολιάζει, έτσι, πως σαφώς ο Λάμονας είναι πιο
ελληνομαθής από τον Λιβάνιο, αλλά δεν είναι σίγουρος πως θα τον χαρακτήριζε
καλύτερο κι απ’ τον Μελέαγρο.
Το γιατί η αξιολογική κατάταξη του -μη
υπαρκτού- Λάμονα έχει σημασία θα φανεί στο τέλος του ποιήματος.
A, Μέβη, τι Λιβάνιος! και τι βιβλία!
και τι μικρότητες!..... Μέβη, ήμουν
χθες—
η τύχη το ’φερε— κάτω απ’ του Συμεών
τον στύλο.
Ο ήρωας πολύ γρήγορα όμως απορρίπτει
αυτό το θέμα συζήτησης, αγανακτώντας με τον εαυτό του που παρασύρθηκε. Με μια
αποστροφή στον φίλο του τον Μέβη, του δηλώνει πως τόσο ο Λιβάνιος και τα
βιβλία, όσο και γενικότερα οι μικρότητες του λογοτεχνικού κόσμου για το ποιος
είναι καλύτερος, είναι θέματα που δεν αξίζουν την προσοχή του.
Με τα αποσιωπητικά υποδηλώνεται πως ο
ήρωας κάνει μια μικρή παύση, κι αμέσως μετά αποκαλύπτει στον Μέβη το λόγο της
αναστάτωσής του. Χθες, τυχαία, βρέθηκε κάτω από τον στύλο του Συμεών, γεγονός
που του προκάλεσε μεγάλο θαυμασμό για τον απόλυτο ασκητισμό του. Προσέχουμε τη
φράση «η τύχη το ‘φερε» που δηλώνει πως ο ανώνυμος ήρωας δεν ανήκει σ’ εκείνους
τους πιστούς που συνέρρεαν για να τιμήσουν τον Συμεών, αφού, όπως θα τονίσει
στη συνέχεια, ο ίδιος δεν είναι Χριστιανός.
Χώθηκα ανάμεσα στους Χριστιανούς
που σιωπηλοί προσεύχονταν κ’ ελάτρευαν,
και προσκυνούσαν∙ πλην μη όντας
Χριστιανός
την ψυχική γαλήνη των δεν είχα—
κ’ έτρεμα ολόκληρος και υπόφερνα∙
κ’ έφριττα, και ταράττομουν, και
παθαινόμουν.
Η εντύπωση που προκαλεί το θέαμα του
ασκητή πάνω στον ψηλό στύλο είναι εκπληκτική. Ο ανώνυμος ήρωας, που έχει χωθεί
ανάμεσα στους Χριστιανούς για να δει από κοντά αυτή την πρωτόφαντη
αποφασιστικότητα αποχής από τα εγκόσμια, συγκλονίζεται. Τρέμει ολόκληρος και
υποφέρει, μη μπορώντας να διανοηθεί το πώς θα μπορούσε ποτέ ένας άνθρωπος να
ζήσει για ένα τόσο μεγάλο διάστημα σε πλήρη απομόνωση και με πλήρη στέρηση κάθε
πιθανής άνεσης. Του είναι αδύνατο να αντιληφθεί το γιατί κάποιος θα υπέβαλε τον
εαυτό του σε αυτή την απόλυτη κακουχία, γι’ αυτό και φρίττει και ταράζεται. Σε
αντίθεση με τους Χριστιανούς που κατανοούν τη βαθιά ανάγκη αφοσίωσης στον Θεό
που εύλογα ωθεί έναν πιστό στο ν’ απαρνηθεί κάθε εγκόσμια ευκολία ή απόλαυση,
εκείνος που προφανώς έχει ταυτίσει τη ζωή με την επιδίωξη της ευδαιμονίας,
βιώνει έντονη ψυχική αναστάτωση από το θέαμα του μοναχού. Έτσι, την ίδια στιγμή
που οι Χριστιανοί προσκυνούν τον Συμεών και προσεύχονται σιωπηλοί, αντλώντας
από το παράδειγμά του την ευλογία της ψυχικής γαλήνης, ο ήρωας υποφέρει, αφού
βρίσκεται μπροστά σ’ έναν τρόπο σκέψης και μια αντίληψη τελείως διαφορετική από
τη δική του.
Ο ανώνυμος ήρωας, που είναι συγκαιρινός
του Συμεών, δηλώνει πως δεν είναι Χριστιανός, δικαιολογώντας έτσι την αδυναμία
του να κατανοήσει την απόφαση του ασκητή να υποβληθεί σε μια τόσο μαρτυρική
αποχώρηση από τα εγκόσμια. Προσέχουμε, ωστόσο, πως παρά τον εμφανή μηχανισμό
αποστασιοποίησης, πίσω από τον ανώνυμο ήρωα κινείται ο ίδιος ο Καβάφης. Ο
ποιητής, αν και τυπικά Χριστιανός, δεν εντάσσει τον εαυτό του στους πιστούς και
διατηρεί σταθερά αποστάσεις από τη χριστιανική θρησκεία που με τον υπερβολικό
συντηρητισμό της τον απωθεί. Ο θαυμασμός, ωστόσο, για τον Συμεών, που
εκφράζεται από τον ανώνυμο ήρωα, είναι ο ειλικρινής θαυμασμός του ίδιου του
ποιητή που εντυπωσιάζεται από την εκπληκτική αφοσίωσή του στον Θεό.
A μη χαμογελάς∙ τριάντα πέντε χρόνια,
σκέψου—
χειμώνα, καλοκαίρι, νύχτα, μέρα, τριάντα
πέντε
χρόνια επάνω σ’ έναν στύλο ζει και
μαρτυρεί.
Πριν γεννηθούμ’ εμείς —εγώ είμαι είκοσι
εννιά ετών,
εσύ θαρρώ είσαι νεότερός μου—
πριν γεννηθούμ’ εμείς, φαντάσου το,
ανέβηκεν ο Συμεών στον στύλο
κ’ έκτοτε μένει αυτού εμπρός εις τον
Θεό.
Οι δηλώσεις του ήρωα για το πόσο βαθιά
ταράχτηκε από το θέαμα του Συμεών προκαλούν την αντίδραση του Μέβη που τον
κοιτάζει πλέον χαμογελώντας -πιθανώς- ειρωνικά. Ο ήρωας νιώθει έτσι την ανάγκη
να δώσει επιπλέον εξηγήσεις για το βαθμό της αναστάτωσής του, ζητώντας από τον
φίλο του να σκεφτεί πως ο ασκητής αυτός έχει περάσει 35 χρόνια πάνω σ’ έναν
στύλο∙ 35 χρόνια, -αναφέρει κατά τρόπο εμφατικό- χειμώνα, καλοκαίρι, νύχτα,
μέρα ο άνθρωπος αυτός ζει πάνω σ’ έναν στύλο και μαρτυρεί για τη θρησκεία και
τον Θεό του. Προκειμένου, μάλιστα, να δώσει στον Μέβη να καταλάβει ακόμη
καλύτερα πόσο μεγάλο είναι αυτό το χρονικό διάστημα, του τονίζει πως κανένας
από τους δύο δεν έχει ζήσει τόσο καιρό. Ο ήρωας του ποιήματος είναι 29 ετών,
ενώ ο Μέβης είναι μάλλον λίγο νεότερος.
«Φαντάσου το», παροτρύνει ο ήρωας τον
Μέβη∙ ο Συμεών ανέβηκε σ’ αυτό τον στύλο προτού οι δυο μας γεννηθούμε κι έκτοτε
βρίσκεται συνεχώς εκεί, 35 χρόνια τώρα, μπροστά στον Θεό του∙ στερούμενος τα
πάντα για χάρη του Θεού του∙ ταλαιπωρώντας μέχρις εσχάτων τον εαυτό του για
χάρη του Θεού του. Μια αφοσίωση που ξεπερνά τα ανθρώπινα μέτρα, κι η οποία δεν
μπορεί παρά να πηγάζει από μια βαθιά και ακλόνητη πίστη. Μια αφοσίωση που κάνει
πολλές πράξεις και συμπεριφορές των άλλων ανθρώπων να χάνουν την αξία τους και
να μοιάζουν ανούσιες, αφού σχεδόν τίποτα δεν μπορεί να συγκριθεί με το ψυχικό
και σωματικό σθένος του Συμεών.
Ας σημειωθεί ότι η αναφορά στα 35
χρόνια παρουσίας του Συμεών πάνω στον στύλο τοποθετεί τον μονόλογο αυτό στα 350
μ.Χ.
Δεν έχω σήμερα κεφάλι για δουλειά.—
Πλην τούτο, Μέβη, κάλλιο να το πεις
που ό,τι κι αν λεν οι άλλοι σοφισταί,
εγώ τον παραδέχομαι τον Λάμονα
για πρώτο της Συρίας ποιητή.
Ο ανώνυμος ήρωας έχοντας δει τον Συμεών
κι έχοντας αναλογιστεί το πόσο εξαιρετικά δύσκολο και απαιτητικό είναι αυτό που
έχει υπομείνει για 35 χρόνια, μπαίνει σε μια διαδικασία έντονου προβληματισμού
που τον κάνει να χάνει την ηρεμία του. Δυσκολεύεται να δουλέψει και ν’
ασχοληθεί με όσα συνήθως αποτελούν την καθημερινότητά του, δεν έχει «κεφάλι για
δουλειά», όπως χαρακτηριστικά λέει στον φίλο του Μέβη.
Δέχεται, ωστόσο, να κάνει ένα σχόλιο
για τον Λάμονα∙ ένα σχόλιο που τον φέρνει σε αντίθεση με τους άλλους σοφιστές,
αφού ο ίδιος, παρά τις διαφωνίες εκείνων, θεωρεί πως ο Λάμονας είναι ο
καλύτερος ποιητής της Συρίας.
Η παρατήρηση αυτή του ανώνυμου ήρωα έχει
ιδιαίτερη σημασία, καθώς προκρίνοντας τον Λάμονα -έναν μη υπαρκτό ποιητή- ως
καλύτερο της Συρίας, γίνεται φανερή η διάθεση του Καβάφη να δείξει πως κάποιες
φορές οι ποιητές, ακόμη και οι καλύτεροι από αυτούς, αδυνατούν να αποδώσουν το
μεγαλείο ορισμένων ανθρώπων και το εκπληκτικό ορισμένων καταστάσεων. Η ψυχική
δύναμη του Συμεών, για παράδειγμα, που του επιτρέπει να ζει επί 35 χρόνια πάνω
σ’ έναν στύλο, είναι κάτι που πολύ δύσκολα θα μπορούσε ένας ποιητής να το
καταγράψει και να το τιμήσει επάξια με τους στίχους του.
Ο προβληματισμός του ανώνυμου ήρωα
είναι προβληματισμός και του ίδιου του Καβάφη, ο οποίος έχοντας διαβάσει το
ποίημα του Άλφρεντ Τέννυσον για τον Συμεών (St Simeon Stylites by Alfred Tennyson, 1842) κι έχοντας απογοητευτεί από
αυτό, βρίσκει τον εαυτό του να πιστεύει πως υπάρχουν τελικά καταστάσεις που
ξεπερνούν τις δυνατότητες των ποιητών. Κανένας ποιητής δεν κατόρθωσε να υμνήσει
όπως του άξιζε τον Συμεών∙ κανένας ποιητής δεν μπόρεσε να δημιουργήσει με τον
λόγο του ένα έργο που να αποδίδει με τρόπο επάξιο το μεγαλείο αυτού του
ανθρώπου που απαρνήθηκε τα πάντα για χάρη του Θεού για 35 ολόκληρα χρόνια. Έτσι,
καταλήγει να επικρίνει εμμέσως τους ομοτέχνους του με τρόπο ιδιαίτερα καυστικό,
αφού σε μια ομάδα τυφλών ο (γ)λάμων, ο τσιμπλιάρης, είναι λογικό να βασιλεύει. Προκρίνει,
δηλαδή, τον ανύπαρκτο Λάμονα, αφού κανείς απ’ όσους έχουν παρουσιάσει έργο δεν
έχει το αναγκαίο ταλέντο για να θεωρηθεί άξιος και ικανός∙ σε ό,τι αφορά
τουλάχιστον την εκπληκτική περίπτωση του Συμεών.