Sandi Baker
Γιώργης Παυλόπουλος
Εργοβιογραφικά στοιχεία
Ο ποιητής Γιώργης Παυλόπουλος γεννήθηκε το 1924 στον Πύργο Ηλείας, όπου και διαμένει από το 1951 μέχρι και σήμερα. Υπήρξε ιδρυτικό και δραστήριο μέλος του «Πυργιώτικου Παρνασσού», σημαντικότατου σωματείου για την προαγωγή των τεχνών και του πολιτισμού στα δύσκολα χρόνια της Γερμανοϊταλικής Κατοχής. Εργάστηκε ως βοηθός λογιστή και ως γραμματέας στο Κ.Τ.Ε.Λ. Εμφανίστηκε στα ελληνικά γράμματα το 1943 δημοσιεύοντας ποιήματά του σε περιοδικά. Έκτοτε δημοσίευσε τις εξής ποιητικές συλλογές: Το Κατώγι (1971), Το Σακί (1980), Τα Αντικλείδια (1988), Τριάντα Τρία Χάι-Κου (1990), Λίγος άμμος (1997), Πού είναι τα πουλιά; (2004).
Η ποίησή του επαινέθηκε από το Γιώργο Σεφέρη, για τον οποίο ο Παυλόπουλος έγραψε τη μελέτη «Από μια πρώτη συγκίνηση». Ασχολήθηκε επίσης με μεταφράσεις ποιημάτων του Έλιοτ, Πάουντ κ.ά., ενώ παράλληλα πολλά ποιήματά του μεταφράστηκαν στα γαλλικά και αγγλικά. Ο Γιώργης Παυλόπουλος ανήκει στην πρώτη μεταπολεμική γενιά ποιητών. Η ποίησή του είναι σεμνή, ζεστή και χαμηλόφωνη. Διακρίνεται για το απλό και κουβεντιαστό της ύφος, τον πεζολογικό της τόνο, τη φυσικότητα του λεξιλογίου της και την υπαινικτική, αλληγορική γραφή της. Η γλώσσα του είναι καθαρά προσωπική, αν και ακουμπάει γερά στην παράδοση (δημοτικό τραγούδι, Σολωμό, Μακρυγιάννη, Σεφέρη). Είναι μια γλώσσα ρωμαλέα, πυκνή, απροσποίητη και αδιακόσμητη, χωρίς εκζήτηση. Η ποίησή του είναι εικονιστική και αναπαριστά την εφιαλτική ζωή του μεταπολεμικού ανθρώπου, ο οποίος βιώνοντας καθημερινά το θάνατο, προσπαθεί να τον υπερβεί μέσω του ονείρου, της ποίησης και του έρωτα. Οι εικόνες, που δημιουργεί, διαδέχονται η μία την άλλη με λυρική, ονειρική αφηγηματικότητα και σκηνική διάρθρωση.
Η κριτική για το έργο του
«Αισθάνομαι πως τα ποιήματα της τρίτης συλλογής του Παυλόπουλου [Τα Αντικλείδια], πιασμένα όλα σχεδόν στο δίχτυ του ονείρου, μπορεί να μοιραστούν στα τρία: κάποια μιλούν πιο πολύ για το σώμα -του ανθρώπου και του κόσμου. άλλα περισσότερο για τη στάχτη και τη σκόνη του. μερικά για τη βιώσιμη αγάπη του. Τα πρώτα είναι σκοτεινά και παιδεμένα. τα δεύτερα μαύρα κι απελπισμένα. στα τρίτα μπαίνει κάποιο φως ελπίδας, καθώς εδώ το ποίημα κυνηγά ως το τέλος την ποίηση, κι η ποίηση το ποίημα. Όπως στην ιλιαδική παρομοίωση που μπήκε προμετωπίδα στα «Αντικλείδια», κι είναι αυτή επιτέλους το καλό και το σωστό κλειδί».
(Δ.Ν. Μαρωνίτης, «Τα αντικλείδια της ποίησης», Διαλέξεις, Στιγμή, Αθήνα, 1992, σελ.151)
«Η φωνή του Παυλόπουλου έχει το φυσικό χάρισμα να μπορεί ν’ αφηγηθεί, και μάλιστα με τρόπο ποιητικό: ξέρει να παίρνει τις ανάσες της και να μην πνίγεται, όταν ψηλώνει. να μη σβήνει, όταν χαμηλώνει. Και προπαντός ξέρει να κρατά τον σωστό ρυθμό και τους κυματισμούς που χρειάζεται η διήγηση, για να παραμένει διήγηση. Μιλώ για εκείνη την ηρεμία και την άνεση που επιτρέπει στον ποιητικό μύθο να σχηματιστεί και να πετάξει λεύτερος, αυτό που έλεγε ο Όμηρος «έπεα πτερόεντα», ή κάτι τέτοιο. Δεν ξέρω πολλές φωνές στην ποίησή μας που να έχουν την απλότητα, τη
θέρμη, σχεδόν την τρυφερότητα της αφηγηματικής φωνής του Παυλόπουλου. Υποπτεύομαι πως αυτήν κυρίως πρόσεξε ο Σεφέρης, που είχε στο κεφάλαιο αυτό τις δικές του δυσκολίες, καθώς η δική του φωνή άρχισε λυρική και εξελίχτηκε σε δραματική, πηγαίνοντας να γίνει αφηγηματική».
(Δ.Ν. Μαρωνίτης, ό.π., σελ. 146-147)
«Ο Γ. Παυλόπουλος αποφεύγοντας τις παγίδες κινείται με χαρακτηριστική άνεση μέσα στο λαβύρινθο των ονείρων και με γνώση και μαστοριά, φωτίζει τις σκιές, τονίζει τις λεπτομέρειες, δραματοποιεί έντεχνα τις καταστάσεις. Πάνω απ’ όλα όμως αφήνει να αναδυθούν στην επιφάνεια εκείνα τα συναισθήματα που αποτελούν και τα βαθύτερα κίνητρα για να γραφούν αυτά τα ποιήματα: η νοσταλγία για τη χαμένη νιότη, η αγωνία του καλλιτέχνη για το έργο του, ο φόβος και τελικά η εξοικείωση με το θάνατό του […]. Ο Παυλόπουλος είναι ένας ποιητής προικισμένος με δύο ουσιαστικές αρετές. Η πρώτη είναι μια φαντασία οπτική. Η δεύτερη αρετή, είναι κατ’ εξοχή πεζογραφική: ή αφηγηματική δεξιότητα […]. Αλλά ο Γ. Παυλόπουλος είναι επίσης ένας ποιητής που τον διακρίνει η γλωσσική ωριμότητα και μια ποιητική διαύγεια. Λέγοντας γλωσσική ωριμότητα εννοώ εκείνη την ικανότητα που επιτρέπει σ’ έναν ποιητή όχι απλώς να βρίσκει τη σωστή λύση σ’ ένα γλωσσικό πρόβλημα που του δημιουργεί ένα ποίημα, αλλά και τη μόνη σωστή λύση».
(Νίκος Λάζαρης, Πλανόδιον, 11, 1989)
«Ο Παυλόπουλος γράφει από το υφάδι της ζωής του, είναι Έλληνας όπως ο Προύστ είναι Γάλλος. Σιγά-σιγά τ’ όνομά του ακούστηκε στην Ελλάδα ακόμη και στις θλιβερές ημέρες της δικτατορίας. Δεν είναι όμως φημισμένος ποιητής, είναι απλώς πολύ καλός ποιητής. Τα ποιήματα αυτά έχουν εκείνη τη ποιότητα και τη γερή φτιαξιά που βρίσκονται στα θεμέλια της μεγαλοσύνης. Έχουν μια προσωπική αυθεντία. Περνούν την κρίσιμη δοκιμασία - αν δεν είχαν γραφτεί ο κόσμος και η Ελληνική γλώσσα θα φαίνονταν αλλιώτικα. Είναι δύσκολο να διδαχθείς απ’ ένα μεγάλο ποιητή πώς να γράφεις και μολονότι ο Γιώργος Σεφέρης στάθηκε κατά κάποιο τρόπο ο δάσκαλος αυτών των ποιημάτων δεν βλέπω τη συντριπτική επίδρασή του είτε στη μορφή τους είτε στον εσωτερικό ρυθμό της γλώσσας τους που χαρίζει την πλαστικότητα στις μορφές. Εδώ κι εκεί στον Γιώργη Παυλόπουλο υπάρχουν κάποια σπιθίσματα υπερρεαλισμού αλλά τούτο είναι μόνο μια μαρμαρυγή στην επιδερμίδα των ποιημάτων του. Ο Παυλόπουλος είναι απόλυτα προσωπικός, πιο προσωπικός ίσως από τους περισσότερους ποιητές και τούτο είναι αρκετός λόγος για να τον μεταφράσει κανείς».
(Π. Λήβι, εφ. Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 5-5-1977)
«Η συμβολή του Γιώργη Παυλόπουλου στη μεταπολεμική ποίηση, είναι, σημαντική. Τα βασικά μοτίβα της ποίησής του είναι αντλημένα από την κοινή δεξαμενή των αιματοβαμμένων εμπειριών της γενιάς του, αλλά η φωνή του είναι αλάνθαστα προσωπική. Ακόμη και όταν συγχέεται με τη φωνή του μεγάλου φίλου και δασκάλου του, του Γιώργου Σεφέρη, η αυθεντικότητά της επιβάλλει το σεβασμό στα νόμιμα δικαιώματα της ενσυνείδητης μαθητείας. Οπωσδήποτε, στην πρόσφατη συλλογή, τα ίχνη της κηδεμονίας, ως εκφραστικά σχήματα τουλάχιστον, υποχωρούν αισθητά. Αυτό που απομένει είναι ο αργόσυρτος, γεροντικός, μελαγχολικός, συλλογιστικός τόνος. Αλλά αυτός είναι δικαιωματικά ο τόνος και του Γιώργη Παυλόπουλου».
Ο ποιητής Γιώργης Παυλόπουλος γεννήθηκε το 1924 στον Πύργο Ηλείας, όπου και διαμένει από το 1951 μέχρι και σήμερα. Υπήρξε ιδρυτικό και δραστήριο μέλος του «Πυργιώτικου Παρνασσού», σημαντικότατου σωματείου για την προαγωγή των τεχνών και του πολιτισμού στα δύσκολα χρόνια της Γερμανοϊταλικής Κατοχής. Εργάστηκε ως βοηθός λογιστή και ως γραμματέας στο Κ.Τ.Ε.Λ. Εμφανίστηκε στα ελληνικά γράμματα το 1943 δημοσιεύοντας ποιήματά του σε περιοδικά. Έκτοτε δημοσίευσε τις εξής ποιητικές συλλογές: Το Κατώγι (1971), Το Σακί (1980), Τα Αντικλείδια (1988), Τριάντα Τρία Χάι-Κου (1990), Λίγος άμμος (1997), Πού είναι τα πουλιά; (2004).
Η ποίησή του επαινέθηκε από το Γιώργο Σεφέρη, για τον οποίο ο Παυλόπουλος έγραψε τη μελέτη «Από μια πρώτη συγκίνηση». Ασχολήθηκε επίσης με μεταφράσεις ποιημάτων του Έλιοτ, Πάουντ κ.ά., ενώ παράλληλα πολλά ποιήματά του μεταφράστηκαν στα γαλλικά και αγγλικά. Ο Γιώργης Παυλόπουλος ανήκει στην πρώτη μεταπολεμική γενιά ποιητών. Η ποίησή του είναι σεμνή, ζεστή και χαμηλόφωνη. Διακρίνεται για το απλό και κουβεντιαστό της ύφος, τον πεζολογικό της τόνο, τη φυσικότητα του λεξιλογίου της και την υπαινικτική, αλληγορική γραφή της. Η γλώσσα του είναι καθαρά προσωπική, αν και ακουμπάει γερά στην παράδοση (δημοτικό τραγούδι, Σολωμό, Μακρυγιάννη, Σεφέρη). Είναι μια γλώσσα ρωμαλέα, πυκνή, απροσποίητη και αδιακόσμητη, χωρίς εκζήτηση. Η ποίησή του είναι εικονιστική και αναπαριστά την εφιαλτική ζωή του μεταπολεμικού ανθρώπου, ο οποίος βιώνοντας καθημερινά το θάνατο, προσπαθεί να τον υπερβεί μέσω του ονείρου, της ποίησης και του έρωτα. Οι εικόνες, που δημιουργεί, διαδέχονται η μία την άλλη με λυρική, ονειρική αφηγηματικότητα και σκηνική διάρθρωση.
Η κριτική για το έργο του
«Αισθάνομαι πως τα ποιήματα της τρίτης συλλογής του Παυλόπουλου [Τα Αντικλείδια], πιασμένα όλα σχεδόν στο δίχτυ του ονείρου, μπορεί να μοιραστούν στα τρία: κάποια μιλούν πιο πολύ για το σώμα -του ανθρώπου και του κόσμου. άλλα περισσότερο για τη στάχτη και τη σκόνη του. μερικά για τη βιώσιμη αγάπη του. Τα πρώτα είναι σκοτεινά και παιδεμένα. τα δεύτερα μαύρα κι απελπισμένα. στα τρίτα μπαίνει κάποιο φως ελπίδας, καθώς εδώ το ποίημα κυνηγά ως το τέλος την ποίηση, κι η ποίηση το ποίημα. Όπως στην ιλιαδική παρομοίωση που μπήκε προμετωπίδα στα «Αντικλείδια», κι είναι αυτή επιτέλους το καλό και το σωστό κλειδί».
(Δ.Ν. Μαρωνίτης, «Τα αντικλείδια της ποίησης», Διαλέξεις, Στιγμή, Αθήνα, 1992, σελ.151)
«Η φωνή του Παυλόπουλου έχει το φυσικό χάρισμα να μπορεί ν’ αφηγηθεί, και μάλιστα με τρόπο ποιητικό: ξέρει να παίρνει τις ανάσες της και να μην πνίγεται, όταν ψηλώνει. να μη σβήνει, όταν χαμηλώνει. Και προπαντός ξέρει να κρατά τον σωστό ρυθμό και τους κυματισμούς που χρειάζεται η διήγηση, για να παραμένει διήγηση. Μιλώ για εκείνη την ηρεμία και την άνεση που επιτρέπει στον ποιητικό μύθο να σχηματιστεί και να πετάξει λεύτερος, αυτό που έλεγε ο Όμηρος «έπεα πτερόεντα», ή κάτι τέτοιο. Δεν ξέρω πολλές φωνές στην ποίησή μας που να έχουν την απλότητα, τη
θέρμη, σχεδόν την τρυφερότητα της αφηγηματικής φωνής του Παυλόπουλου. Υποπτεύομαι πως αυτήν κυρίως πρόσεξε ο Σεφέρης, που είχε στο κεφάλαιο αυτό τις δικές του δυσκολίες, καθώς η δική του φωνή άρχισε λυρική και εξελίχτηκε σε δραματική, πηγαίνοντας να γίνει αφηγηματική».
(Δ.Ν. Μαρωνίτης, ό.π., σελ. 146-147)
«Ο Γ. Παυλόπουλος αποφεύγοντας τις παγίδες κινείται με χαρακτηριστική άνεση μέσα στο λαβύρινθο των ονείρων και με γνώση και μαστοριά, φωτίζει τις σκιές, τονίζει τις λεπτομέρειες, δραματοποιεί έντεχνα τις καταστάσεις. Πάνω απ’ όλα όμως αφήνει να αναδυθούν στην επιφάνεια εκείνα τα συναισθήματα που αποτελούν και τα βαθύτερα κίνητρα για να γραφούν αυτά τα ποιήματα: η νοσταλγία για τη χαμένη νιότη, η αγωνία του καλλιτέχνη για το έργο του, ο φόβος και τελικά η εξοικείωση με το θάνατό του […]. Ο Παυλόπουλος είναι ένας ποιητής προικισμένος με δύο ουσιαστικές αρετές. Η πρώτη είναι μια φαντασία οπτική. Η δεύτερη αρετή, είναι κατ’ εξοχή πεζογραφική: ή αφηγηματική δεξιότητα […]. Αλλά ο Γ. Παυλόπουλος είναι επίσης ένας ποιητής που τον διακρίνει η γλωσσική ωριμότητα και μια ποιητική διαύγεια. Λέγοντας γλωσσική ωριμότητα εννοώ εκείνη την ικανότητα που επιτρέπει σ’ έναν ποιητή όχι απλώς να βρίσκει τη σωστή λύση σ’ ένα γλωσσικό πρόβλημα που του δημιουργεί ένα ποίημα, αλλά και τη μόνη σωστή λύση».
(Νίκος Λάζαρης, Πλανόδιον, 11, 1989)
«Ο Παυλόπουλος γράφει από το υφάδι της ζωής του, είναι Έλληνας όπως ο Προύστ είναι Γάλλος. Σιγά-σιγά τ’ όνομά του ακούστηκε στην Ελλάδα ακόμη και στις θλιβερές ημέρες της δικτατορίας. Δεν είναι όμως φημισμένος ποιητής, είναι απλώς πολύ καλός ποιητής. Τα ποιήματα αυτά έχουν εκείνη τη ποιότητα και τη γερή φτιαξιά που βρίσκονται στα θεμέλια της μεγαλοσύνης. Έχουν μια προσωπική αυθεντία. Περνούν την κρίσιμη δοκιμασία - αν δεν είχαν γραφτεί ο κόσμος και η Ελληνική γλώσσα θα φαίνονταν αλλιώτικα. Είναι δύσκολο να διδαχθείς απ’ ένα μεγάλο ποιητή πώς να γράφεις και μολονότι ο Γιώργος Σεφέρης στάθηκε κατά κάποιο τρόπο ο δάσκαλος αυτών των ποιημάτων δεν βλέπω τη συντριπτική επίδρασή του είτε στη μορφή τους είτε στον εσωτερικό ρυθμό της γλώσσας τους που χαρίζει την πλαστικότητα στις μορφές. Εδώ κι εκεί στον Γιώργη Παυλόπουλο υπάρχουν κάποια σπιθίσματα υπερρεαλισμού αλλά τούτο είναι μόνο μια μαρμαρυγή στην επιδερμίδα των ποιημάτων του. Ο Παυλόπουλος είναι απόλυτα προσωπικός, πιο προσωπικός ίσως από τους περισσότερους ποιητές και τούτο είναι αρκετός λόγος για να τον μεταφράσει κανείς».
(Π. Λήβι, εφ. Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 5-5-1977)
«Η συμβολή του Γιώργη Παυλόπουλου στη μεταπολεμική ποίηση, είναι, σημαντική. Τα βασικά μοτίβα της ποίησής του είναι αντλημένα από την κοινή δεξαμενή των αιματοβαμμένων εμπειριών της γενιάς του, αλλά η φωνή του είναι αλάνθαστα προσωπική. Ακόμη και όταν συγχέεται με τη φωνή του μεγάλου φίλου και δασκάλου του, του Γιώργου Σεφέρη, η αυθεντικότητά της επιβάλλει το σεβασμό στα νόμιμα δικαιώματα της ενσυνείδητης μαθητείας. Οπωσδήποτε, στην πρόσφατη συλλογή, τα ίχνη της κηδεμονίας, ως εκφραστικά σχήματα τουλάχιστον, υποχωρούν αισθητά. Αυτό που απομένει είναι ο αργόσυρτος, γεροντικός, μελαγχολικός, συλλογιστικός τόνος. Αλλά αυτός είναι δικαιωματικά ο τόνος και του Γιώργη Παυλόπουλου».
(Σπύρος Τσακνιάς, Δακτυλικά Αποτυπώματα, Καστανιώτης, Αθήνα, 1983)
«Χωρίς να κάνει πολιτικές διακηρύξεις ούτε να εκθέτει πολιτικά προγράμματα, ο Γιώργης Παυλόπουλος είναι ένας βαθύτατα πολιτικός ποιητής. Γιατί μέσα στη ποίησή του ενσωματώνει και τα όσα συμβαίνουν γύρω του και τη δική του συμμετοχή και παρατήρηση. Ταυτόχρονα είναι ένας ποιητής που αναδιφεί τα μύχια της ανθρώπινης ψυχής. Κι αν στην κοινωνική μοναξιά βλέπει κάποια δυνατότητα υπέρβασής της χάρη στη δικαιοσύνη, στην υπαρξιακή μοναξιά βλέπει τη σίγουρη υπέρβασή της μέσω του έρωτα».
(Τίτος Πατρίκιος, Νέο Επίπεδο, 20-21, 1995)
«…είναι προφανές ότι ο τεχνίτης ταυτίζεται με το δημιούργημα του κάποια στιγμή δηλαδή ερωτεύεται αυτό που κάνει διότι η τέχνη είναι πράξη ερωτική επομένως με το δημιούργημα του... Το ίδιο το δημιούργημα - το άγαλμα - γίνεται ερωτικό αντικείμενο. Αυτό λέει το ποίημα. […]. Είναι ένα ποίημα Ποιητικής κι αυτό θέλω να πω, ότι τελικά ταυτίζεσαι με το δημιούργημα, ότι ταυτίζεσαι με το ίδιο το ποίημα».
(Από συνέντευξη του ίδιου του ποιητή)
«Το ποίημα επιφυλάσσει τη μεγαλύτερη του έκπληξη στον τελευταίο του στίχο με τη διπλή αποκάλυψη της ταυτότητας του ερώντος κενταύρου και του χαρακτήρα της ερωτικής του μανίας. Πρόκειται για τον τεχνίτη του τίτλου του και για τη μανία του να λαξεύει ακόμη το έργο του, που, αυτονομημένο πλέον από το δημιουργό του, τον αιχμαλωτίζει στα δίχτυα μιας ακαταμάχητης ερωτικής πρόκλησης για κοινωνία με την ιδανική καλλιτεχνική ομορφιά. Όπως στον αρχαίο μύθο ο γλύπτης ερωτεύεται το άγαλμα, έτσι και στο ποίημα του Παυλόπουλου η ομορφιά της Δηιδάμειας ανθίσταται στην απόπειρα παγίδευσής της πυροδοτώντας παράλληλα την έκρηξη ενός καλλιτεχνικού έρωτα, ο οποίος, καθώς μάταια αναζητεί την εκπλήρωση του, τροφοδοτεί εις το διηνεκές την καλλιτεχνική δημιουργία. Ο τεχνίτης μετεωριζόμενος μεταξύ γης, με την οποία τον συνδέει η αλογίσια οπλή του, και ουρανού, όπου εγκατοικεί η άφθαρτη ομορφιά της νύφης, κινείται εντέλει μέσα στο χώρο μιας αντεστραμμένης θεολογίας. Σύμφωνα με αυτή, ένας θνητός θεός δημιουργεί άφθαρτα έργα. Αυτή είναι η πλέον φιλάνθρωπη και, σε τελευταία ανάλυση, ανατρεπτική του αδήριτου φυσικού νόμου της φθοράς απάντηση που δίνει η τέχνη στην τραγική νομοτέλεια της φθοράς και του θανάτου.
(Τασούλα Καραγεωργίου, «Γιώργης Παυλόπουλος, ‘Το άγαλμα και ο τεχνίτης’- Η αυτονόμηση του έργου τέχνης από το δημιουργό του», Φιλολογική, 86, 2004, σελ. 19)