Dustin McNeer
Κωνσταντίνος
Καβάφης «Μέρες του 1901»
Τούτο εις αυτόν υπήρχε το ξεχωριστό,
που μέσα σ’ όλην του την έκλυσι
και την πολλήν του πείραν έρωτος,
παρ’ όλην την συνειθισμένη του
στάσεως και ηλικίας εναρμόνισιν,
ετύχαιναν στιγμές — πλην βέβαια
σπανιότατες — που την εντύπωσιν
έδιδε σάρκας σχεδόν άθικτης.
Των είκοσι εννιά του χρόνων η εμορφιά,
η τόσο από την ηδονή δοκιμασμένη,
ήταν στιγμές που θύμιζε παράδοξα
έφηβο που —κάπως αδέξια— στην αγάπη
πρώτη φορά το αγνό του σώμα παραδίδει.
Το ποίημα «Μέρες του 1901» ακολουθεί
την ίδια αφηγηματική φόρμα που συνηθίζει ο Καβάφης στα ερωτικά του ποιήματα που
αναφέρονται στη σύγχρονη σε αυτόν εποχή. Επιλέγεται κι εδώ ένα πρόσωπο, που
παραμένει ανώνυμο, και δίνονται από τον ποιητή τα αναγκαία στοιχεία ώστε ο αναγνώστης
να μπορεί να ανασυνθέσει στη σκέψη του μια εικόνα που αποδίδει ορισμένες
καίριες ποιότητες του προσώπου αυτού.
Τούτο εις αυτόν υπήρχε το ξεχωριστό,
που μέσα σ’ όλην του την έκλυσι
και την πολλήν του πείραν έρωτος,
παρ’ όλην την συνειθισμένη του
στάσεως και ηλικίας εναρμόνισιν,
ετύχαιναν στιγμές — πλην βέβαια
σπανιότατες — που την εντύπωσιν
έδιδε σάρκας σχεδόν άθικτης.
Ο ήρωας του ποιήματος αυτού έχει, όπως
σχολιάζει η αφηγηματική φωνή, το εξής ξεχωριστό στοιχείο: παρά το γεγονός ότι
ζει έναν έκλυτο βίο κι έχει έτσι πολλές ερωτικές εμπειρίες, και παρά το γεγονός
ότι η στάση και η συμπεριφορά του είναι πλήρως εναρμονισμένες με την ηλικία
του, υπήρχαν στιγμές -πολύ σπάνιες βέβαια-, που έδινε την εντύπωση πως το σώμα
του ήταν «σχεδόν» άθικτο∙ πως δεν είχε ποτέ μέχρι τώρα γνωρίσει τον έρωτα∙
έδινε την εντύπωση πως ήταν πολύ νεότερος από την πραγματική του ηλικία.
Ένας νέος δοσμένος πλήρως στον έρωτα, ο
οποίος, αν και δεν έχει καμία εγκράτεια σε σχέση με τις ερωτικές του επαφές,
έχει το ξεχωριστό προνόμιο να δίνει -κάποιες ελάχιστες φορές- την εντύπωση πως
είναι ακόμη «σχεδόν» αγνός∙ πως το σώμα του παραμένει ανέγγιχτο.
Των είκοσι εννιά του χρόνων η εμορφιά,
η τόσο από την ηδονή δοκιμασμένη,
ήταν στιγμές που θύμιζε παράδοξα
έφηβο που —κάπως αδέξια— στην αγάπη
πρώτη φορά το αγνό του σώμα παραδίδει.
Η ομορφιά των είκοσι εννιά του χρόνων,
που είχε τόσο δοκιμαστεί από την ηδονή και τις συνεχείς ερωτικές επαφές, θύμιζε
κάποιες στιγμές, εντελώς παράδοξα, έφηβο που με τρόπο κάπως αδέξιο, παραδίδει
για πρώτη φορά το αγνό του σώμα στην αγάπη.
Ένας νέος που στα 29 του χρόνια έχει
προ πολλού αφεθεί στη δίχως περιορισμούς βίωση του έρωτα κι έχει έτσι απολέσει
την εικόνα εκείνη της αγνότητας, της συστολής και της αθωότητας που προσδίδει
μια εντελώς διαφορετική ποιότητα στην εφηβική ομορφιά, έχει, εντούτοις, το
προνόμιο να δίνει, έστω και σπάνια, την εντύπωση ενός άπειρου νέου που αφήνεται
με αδεξιότητα για πρώτη φορά στην ερωτική απόλαυση.
Σημειώματα
του Κωνσταντίνου Καβάφη:
«Ο Α. είπε [πως] άλλα μου είναι
χειρότερα. Εννοούσε που [=ότι] πάρα πολύ αράδα το πάγω. Αλλά τον απέδειξα ότι
[τα δημοσιευμένα στα] 1926 και 1927 είναι μισά, μισά.»
«”Σχεδόν αθίκτης” [στ. 8] λέγει το
πρώτο μέρος, “πρώτη φορά” [στ. 13] λέγει το δεύτερο μέρος (όθεν άθικτο τελικά).
Αλλά δεν είναι έτσι. Το πρώτο μέρος δίδει την θέσιν λέγοντας “σχεδόν αθίκτης”,
το δεύτερο μέρος μετά επεξηγεί λέγοντας ότι “θύμιζε” [στ. 11], όχι ότι ήταν “όπως”,
ή μήτε και ότι “έμοιαζε”, αλλά απλώς ότι θύμιζε. Ένα κτίριο που έχει πολλά
στοιχεία ενός άλλου, θυμίζει το άλλο∙ δεν είναι όμοιο. Η φωτογραφία ενός νέου
πολλάκις θυμίζει την φωτογραφία ή το πρόσωπο ενός άλλου. Μήτε το άλλο “κτίριο”
μήτε η άλλη “φωτογραφία” είναι “όμοια” με τα ορώμενα. Είναι “σχεδόν όμοια”.
Αφού θυμίζουν, είναι “σχεδόν όμοια”. Έτσι, “σχεδόν αθίκτης” […] Το να “θυμίζη” τις
έναν άνθρωπον, δεν πάει να πη ότι είναι identique [= πανομοιότυπος]. Ο Α., ομοιάζων εις
τους τρόπους και εις την μορφήν τον Β., θυμίζει τον Β., δεν σημαίνει όμως αυτό
ότι είναι απαράλλακτος σαν τον Β. Είναι, ίσως, “σχεδόν” σαν τον Β.»