Ύδρα
Γ. Ιωάννου «Μες στους Προσφυγικούς Συνοικισμούς» (Αφηγηματικές Τεχνικές)
- Ο Γιώργος Ιωάννου είναι πεζογράφος της μεταπολεμικής γενιάς, με έντονες επιρροές από τη σχολή της Θεσσαλονίκης, που είχε κάνει την εμφάνισή της στα πλαίσια της πρωτοπόρου γενιάς του ’30.
- Σύμφωνα με τον Λίνο Πολίτη η μεταπολεμική πεζογραφία «αντλεί περισσότερο από τον προβληματισμό της σύγχρονης ζωής, και επιχειρεί να λυτρωθεί από τους δεσμούς με την προηγούμενη αφηγηματική ή την ηθογραφική παράδοση».
- Κύριο χαρακτηριστικό της σχολής της Θεσσαλονίκης είναι η χρήση του «εσωτερικού μονολόγου». Ο εσωτερικός μονόλογος είναι μια τεχνική που επιχειρεί να φέρει στην επιφάνεια την αδιάκοπη ροή σκέψεων, εικόνων, αναμνήσεων, συνειρμών και εντυπώσεων που διασχίζουν την ψυχή του ήρωα.
Απουσία κεντρικού μύθου
Τα πεζογραφήματα του Ιωάννου δεν αποτελούν διηγήματα με την παραδοσιακή έννοια, δεν έχουν δηλαδή έναν κεντρικό μύθο με συγκεκριμένη πλοκή και ήρωες. Βασίζονται κυρίως στην ανάπτυξη κάποιας ιδέας ή συναισθηματικής κατάστασης του αφηγητή, που έχει ως πρώτο ερέθισμα την παρατήρηση της εξωτερικής πραγματικότητας.
Αφηγητής
Ο αφηγητής είναι ομοδιηγητικός, καθώς μας παρουσιάζει πρωτοπρόσωπα προσωπικές του σκέψεις και βιώματα. Επί της ουσίας η αφήγηση αποτελεί μια σειρά σκέψεων, συναισθημάτων και συνειρμών της κυρίαρχης αφηγηματικής φωνής. Έχουμε δηλαδή έναν διαρκή εσωτερικό μονόλογο του αφηγητή που απηχεί τις σκέψεις του ίδιου του συγγραφέα.
Η απουσία μύθου δε μας επιτρέπει να αναζητήσουμε ακριβείς αναλογίες με τους παραδοσιακούς αφηγητές των διηγημάτων και μυθιστορημάτων, χωρίς αυτό να σημαίνει πως μπορούμε να ταυτίσουμε απόλυτα τον αφηγητή με τον συγγραφέα. Ο Ιωάννου, άλλωστε, έχει καταστήσει σαφές πως παρά την πρωτοπρόσωπη αφήγηση, δεν αποτελούν όλα τα γεγονότα που καταγράφονται στα πεζογραφήματά του προσωπικές του εμπειρίες.
Εστίαση
Η εστίαση της αφήγησης είναι εσωτερική καθώς στα πλαίσια του εσωτερικού μονολόγου δε θα ήταν νοητή η μηδενική εστίαση, που θα δημιουργούσε έναν παντογνώστη αφηγητή. Η θέαση της πραγματικότητας επομένως γίνεται από την οπτική του ανώνυμου αφηγητή, ο οποίος μας παρουσιάζει τις σκέψεις αλλά και τα συναισθήματά του.
Διάσπαση κεντρικού θέματος
Η απουσία μύθου στα πεζογραφήματα του Ιωάννου αναπληρώνεται από την ανάπτυξη κάποιας βασικής ιδέας (θέματος), το οποίο όμως συνήθως διασπάται είτε συνειρμικά είτε συνειδητά, οδηγώντας τον πεζογράφο στη διερεύνηση και επιμέρους θεματικών.
Στο πεζογράφημα «Μες στους Προσφυγικούς Συνοικισμούς» οι θεματικές που προσεγγίζονται είναι οι ακόλουθες:
- Η ζωή των προσφύγων στους συνοικισμούς και η ιδιαίτερη ταύτιση του πεζογράφου μαζί τους, μιας και προέρχεται κι ο ίδιος από οικογένεια προσφύγων.
- Η αποξένωση και η ψυχρότητα που χαρακτηρίζει τη ζωή των ανθρώπων της μεγαλούπολης.
- Η μοναξιά του αφηγητή-συγγραφέα που τον οδηγεί συχνά στους προσφυγικούς συνοικισμούς.
Συνοπτικά:
Η μοναξιά που αισθάνεται ο αφηγητής ζώντας σε μια απρόσωπη μεγαλούπολη, όπου οι άνθρωποι αδιαφορούν ο ένας για τον άλλον, τον οδηγεί συχνά στους προσφυγικούς συνοικισμούς, όπου οι άνθρωποι έχουν αναπτύξει ισχυρότερους δεσμούς μεταξύ τους. Ως παιδί προσφύγων ο συγγραφέας νιώθει μια ιδιαίτερη ταύτιση με τους άλλους πρόσφυγες τους οποίους παρατηρεί με κάθε ευκαιρία, έχοντας πια μάθει να αναγνωρίζει τον τόπο καταγωγής τους από τα εξωτερικά τους χαρακτηριστικά ή από την προφορά τους.
Συνειρμικά ο αφηγητής φτάνει στα γεγονότα της επικαιρότητας και στηλιτεύει το μεταναστευτικό κύμα, που απειλεί τη συνοχή των αγνών και βασανισμένων αυτών ανθρώπων. Ο συγγραφέας μάλιστα δε διστάζει να αποδώσει τη μάστιγα της μετανάστευσης στους έχοντες την εξουσία, οι οποίοι αφού εκμεταλλεύτηκαν τους πρόσφυγες στα πλαίσια του εμφυλίου, τώρα επιχειρούν να τους απομακρύνουν από τη χώρα, οξύνοντας δραματικά το πρόβλημα της ανεργίας, προκειμένου να αποφύγουν τις συνέπειες για τη δική τους κακοδιαχείριση και απομύζηση των κρατικών πόρων.
Το πεζογράφημα κλείνει με την έκφραση της επιθυμίας του αφηγητή-συγγραφέα να μπορούσε κι εκείνος να ζει μαζί με τους υπόλοιπους πρόσφυγες στους συνοικισμούς, ώστε να μην χρειάζεται να υπομένει άλλο τη μοναξιά και την αποξένωση από τους ανθρώπους γύρω του.
Επιπλέον θεματικές του κειμένου
«Πρόσφυγές και μετανάστες: ένας κόσμος τόσο επίκαιρος για τη σημερινή εποχή, μας και τόσο οικείος ιδίως για τη χώρα μας. Ο αφηγητής περιπλανάται ανάμεσά τους και προσπαθεί με κάθε τρόπο να μεταλάβει κάτι από την οδύνη του ξεριζωμού. Αναζητώντας εναγώνια την ταυτότητά του, πιστοποιεί εντέλει πως το αίμα είναι μια μνήμη με πολύμορφη γλώσσα, αλλά, δυστυχώς πολλές φορές με μητριά πατρίδα.»
Ο μεγάλος αριθμός προσφύγων που κατέφτασε στη χώρα μετά την Καταστροφή της Σμύρνης (Σεπτέμβρης 1922) και η κατακόρυφη αύξηση της μετανάστευσης τη δεκαετία του ’50 μετά το τέλος του εμφυλίου.
- Τα παιδιά των προσφύγων αναγκάζονται να γίνουν μετανάστες, μη μπορώντας να επιβιώσουν στην οικονομικά εξαθλιωμένη Ελλάδα.
Η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στην εξαναγκαστική προσφυγιά και την «οικειοθελή» μετανάστευση είναι κατά τον συγγραφέα δυσδιάκριτη, καθώς θεωρεί πως οι νέοι εξωθούνται να μεταναστεύσουν από τους “εγκληματίες των γραφείων”. Η μετανάστευση δηλαδή θα μπορούσε να αποφευχθεί, αν η κυβέρνηση δεν ήθελε τόσο πολύ να διώξει τους ανθρώπους αυτούς, με την ελπίδα ότι θα γλιτώσει την κατακραυγή και τις αντιδράσεις για τα δικά της σφάλματα.
- Ενώ οι πρόσφυγες διατηρούν καθαρή τη μνήμη της ιδιαίτερης πατρίδας τους, τα παιδιά τους που γεννιούνται στην Ελλάδα, δεν μπορούν εύκολα να προσδιορίσουν την ταυτότητά τους. Κατάγονται από μια μακρινή πατρίδα, που δεν είχαν την ευκαιρία να γνωρίσουν, αλλά έχουν γεννηθεί και μεγαλώνουν στην Ελλάδα, η οποία αν και δεν είναι η πατρίδα των γονιών τους, είναι εντούτοις η μόνη πατρίδα που τα ίδια γνώρισαν.
- Έτσι, παρόλο που ο Ιωάννου έχει γεννηθεί στη Θεσσαλονίκη, δεν παύει να αναζητά τους δεσμούς του με την Ανατολική Θράκη, τον τόπο καταγωγής των γονιών και των προγόνων του.
Ο χρόνος της αφήγησης
Απελευθερωμένος από τη δεσποτεία του κεντρικού μύθου και της πλοκής, συνθέτει τα περιστατικά που εξιστορεί και σκιαγραφεί τα πρόσωπά του, (πρόσωπα αληθινά, φανταστικά ή μορφές τυχαίων συναντήσεων που συλλαμβάνει ο φακός του), θρυμματίζοντας τη χρονική και αφηγηματική αλληλουχία του κειμένου.
Εφόσον τα γεγονότα της ιστορίας είναι ελάχιστα (ο αφηγητής είναι στο καφενείο και παρατηρεί τους πρόσφυγες, κι έπειτα προχωρά στους κεντρικούς δρόμους της πόλης), καθίσταται σαφές πως η όλη αφήγηση αποτελεί ένα συνονθύλευμα σκέψεων του αφηγητή, που περνά συνειρμικά από το παρόν στο παρελθόν και αντίστροφα.
Ο χρόνος της ιστορίας
Το πεζογράφημα ανήκει στη συλλογή «Για ένα φιλότιμο» που εκδόθηκε το 1964 και περιέχει 22 κείμενα τα οποία γράφτηκαν από το 1961 έως το 1964.
Έχοντας υπόψη μας το γεγονός ότι ο συγγραφέας από το 1961 έως το 1963 βρισκόταν στη Λιβύη, όπου δίδασκε στο Γυμνάσιο της Βεγγάζης, το οποίο ίδρυσε ο ίδιος, ενώ την επόμενη χρονιά βρισκόταν στην Κυνουρία της Αρκαδίας, αντιλαμβανόμαστε πως τα γεγονότα αυτά της περιδιάβασης στους προσφυγικούς συνοικισμούς έχουν συμβεί νωρίτερα. Με δεδομένη, άλλωστε, την αναφορά στο κύμα της μετανάστευσης, που κορυφώθηκε κατά τη δεκαετία του ’50, μπορούμε ίσως να τοποθετήσουμε σ’ αυτή τη δεκαετία την ιστορία του πεζογραφήματος.
Εξομολογητικός τόνος της αφήγησης
Η χρήση του πρώτου προσώπου στην αφήγηση, η απλή γλώσσα και η παράθεση προσωπικών σκέψεων του αφηγητή-συγγραφέα, δημιουργούν μια έντονη αίσθηση οικειότητας στον αναγνώστη και υπογραμμίζουν την εξομολογητική διάθεση του αφηγητή.
Σχήμα κύκλου
Το πεζογράφημα ξεκινά με τον αφηγητή να βρίσκεται σ’ ένα καφενείο στους προσφυγικούς συνοικισμούς και κλείνει με την ευχή να μπορούσε να ζει σ’ έναν προσφυγικό συνοικισμό μαζί με ανθρώπους της ράτσας του.
Με το σχήμα κύκλου ο συγγραφέας αφενός δημιουργεί την αίσθηση ολοκλήρωσης της ιστορίας και αφετέρου στρέφει την προσοχή του αναγνώστη στο θέμα που τον ενδιαφέρει περισσότερο, δηλαδή στην αρμονική και συντροφική διαβίωση των προσφύγων στους συνοικισμούς, που βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση με την αδιαφορία και την αποξένωση που βιώνουν οι κάτοικοι της μεγαλούπολης.
Ειρωνεία, χιούμορ και αυτοσαρκασμός
Ο Ιωάννου στα πεζογραφήματά του, ακόμη κι όταν πραγματεύεται επίπονες για τον ίδιο θεματικές, φροντίζει να διανθίζει την αφήγησή του με εύστοχα καυστικές παρατηρήσεις, αλλά και αυτοσαρκαστικά σχόλια.
Με τη βοήθεια του χιούμορ ο συγγραφέας κατορθώνει να ελαφρύνει το κλίμα που δημιουργεί η αναφορά σε επώδυνες ιστορικές ή προσωπικές εμπειρίες.
Στο συγκεκριμένο κείμενο είναι ευδιάκριτη η ειρωνεία του συγγραφέα, όταν αναφέρεται στην επιμονή όλων των Κωνσταντινουπολιτών ότι κατάγονται από την καρδιά της πόλης, έστω κι αν προέρχονται από τα περίχωρά της.
«... τους Κωνσταντινουπολίτες, από μέσα ή απ’ τα περίχωρα, κι ας επιμένουν όλοι τους πως είναι απ’ την καρδιά της Πόλης, κι απ’ το Γαλατά.»
Ειρωνική είναι η διάθεση του συγγραφέα κι όταν σχολιάζει το σύγχρονο τρόπο ζωής στις μεγάλες πόλεις, όπου οι άνθρωποι δε θέλουν να γνωρίζονται μεταξύ τους.
«Το ιδανικό, η τελευταία λέξη του πολιτισμού, είναι, λέει, να μη ξέρεις ούτε στη φάτσα το γείτονά σου.»
Η μοναξιά του αφηγητή
Η ευχή του Ιωάννου να μπορούσε να ζει κι ο ίδιος μαζί με τους υπόλοιπους πρόσφυγες στους συνοικισμούς, προκύπτει αφενός λόγω της κοινής καταγωγής με ορισμένους από αυτούς (είναι κι εκείνος πρόσφυγας) κι αφετέρου από τη διαπίστωση ότι στους συνοικισμούς οι άνθρωποι έχουν διατηρήσει έναν απλούστερο τρόπο διαβίωσης, που χαρακτηρίζεται από συντροφικότητα, ειλικρινές ενδιαφέρον και αμεσότητα στη μεταξύ τους επαφή (ό,τι δηλαδή απουσιάζει από τη μοναχική ζωή του συγγραφέα).
Είναι, πάντως, ενδιαφέρον ότι ο Ιωάννου, όπως σ’ αυτό το κείμενο εκφράζει την επιθυμία να ζούσε μαζί με τους υπόλοιπους πρόσφυγες, σε άλλα πεζογραφήματα εκφράζει ανάλογη επιθυμία για άλλες ομάδες ανθρώπων.
Στο «Μοτοσικλέτας εγκώμιο» παρατηρώντας τους μοτοσικλετιστές νιώθει πως εκείνοι είναι ευτυχισμένοι κι εκφράζει τη σκέψη πως θα ήθελε κι ο ίδιος να είναι μαζί τους και να ζει μια τόσο ελεύθερη και γεμάτη ζωή.
Αντιστοίχως, στο «Ο λογοτιμήτης» παρατηρώντας τους κρατούμενους μιας φυλακής αισθάνεται ξαφνικά πως εκείνοι μοιάζουν πολύ πιο ευτυχείς και πως δεν έχουν τόση μοναξιά όπως εκείνος, γι’ αυτό και σκέπτεται πως ίσως είναι καλύτερα να βρίσκεται κάποιος σ’ ένα μοναστήρι ή ακόμη και στη φυλακή, κοντά πάντως σε ανθρώπους που έχουν ακολουθήσει τις πραγματικές τους επιθυμίες και δε ζουν μια διαρκή καταπίεση.
Αυτοβιογραφικά στοιχεία
Αν και όλο το πεζογράφημα βασίζεται στις προσωπικές σκέψεις του συγγραφέα, εντούτοις υπάρχουν ορισμένες αναφορές που αποτελούν σαφείς ενδείξεις της προσωπικής του ταυτότητας και παρουσίας.
- «Κάθομαι στο ορισμένο καφενείο»: Ο Ιωάννου πηγαίνει συχνά στους προσφυγικούς συνοικισμούς, γι’ αυτό και αναφέρεται στο ορισμένο καφενείο. Η ανάγκη του επομένως να βρίσκεται κοντά στους άλλους πρόσφυγες δεν είναι μια ευκαιριακή διαπίστωση, αλλά μια επανερχόμενη εσωτερική κατάσταση.
- «Οι περισσότεροι γεννήθηκαν εδώ σ’ αυτή την πόλη, όπως κι εγώ»: Ο τόπος γέννησης του Ιωάννου, όπως και των άλλων απογόνων των προσφύγων, είναι η Θεσσαλονίκη. Η πόλη δεν κατονομάζεται καθώς αποτελεί το χώρο όπου διαδραματίζονται οι περισσότερες ιστορίες του συγγραφέα.
Η γενέτειρά του διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στο έργο του Ιωάννου. Είναι η μεγάλη του αγάπη στην οποία διαρκώς επιστρέφει με την ανάμνηση. Η Θεσσαλονίκη μας δίνεται όχι μόνο ως ο συγκεκριμένος ιστορικός χώρος με τα μνημεία, τις γειτονιές, τους δρόμους, την ιδιαιτερότητα των κατοίκων, ιδίως των προσφύγων, το ανατολίτικο χρώμα, την πολυπολιτισμικότητα, αλλά και ως ο χώρος στον οποίο έζησε τα παιδικά και νεανικά του χρόνια, στις εμπειρίες των οποίων συχνά επιστρέφει με τη μνήμη. Εμπειρίες προπάντων από την προπολεμική περίοδο, την Κατοχή και τον Εμφύλιο.
- «Κι όμως διατηρούν πιο καθαρά τα χαρακτηριστικά της ράτσας τους και την ψυχή τους, από μας τους διεσπαρμένους»: Ο Ιωάννου εντάσσει τον εαυτό του στους διεσπαρμένους πρόσφυγες, εννοώντας εκείνους που δεν κατοικούν σε συνοικισμούς, αλλά είναι διάσπαρτοι και ως εκ τούτου απομονωμένοι σε διάφορα σημεία της πόλης.
- «Δεν έχει σημασία που δε γνώρισα ποτέ αυτή την πατρίδα ή που δε γεννήθηκα καν εκεί. Το αίμα μου από κει μονάχα τραβάει»: Ο Ιωάννου παρόλο που κατάγεται από την Ανατολική Θράκη, δεν έχει επισκεφτεί ποτέ τον τόπο αυτό που γεννήθηκαν οι γονείς του. Εντούτοις νιώθει πως υπάρχουν ισχυροί δεσμοί που τον κρατούν ενωμένο με τον τόπο της καταγωγής του κι αυτό γίνεται αντιληπτό από την εσωτερική επικοινωνία και συγγένεια που αισθάνεται κάθε φορά που συνομιλεί με ανθρώπους που έρχονται από τα μέρη εκείνα.
- «Ολομόναχος, ξένος παντάξενος, χάνομαι στις μεγάλες αρτηρίες»: Ο συγγραφέας νιώθει έντονη μοναξιά, την οποία και δε διστάζει να αποκαλύψει. Να σημειωθεί πως οι μοναχικοί περίπατοι στους μεγάλους δρόμους της Θεσσαλονίκης αποτελούν σταθερή επιλογή του συγγραφέα, όπως αναφέρει σε πολλά πεζογραφήματά του. Είναι για εκείνον ένας τρόπος να βρίσκεται κοντά στους ανθρώπους, έστω κι αν δεν προβαίνει σε άμεση επικοινωνία μαζί τους.
- «Μέσα στους ξένους και στα ξένα πράγματα ζω διαρκώς∙ στα έτοιμα και στα ενοικιασμένα»: Ένα από τα παράπονα του Ιωάννου, πέρα από τη μοναξιά που κυριαρχεί στη ζωή του, είναι και το γεγονός ότι ποτέ δεν απέκτησε ένα δικό του σπίτι.
Η τεχνική του φενακισμού
Σύμφωνα με τον Αλέξανδρο Κοτζιά, που είναι ο εισηγητής του όρου, η τεχνική αυτή συνίσταται στην τάση του Ιωάννου να πλησιάζει την αλήθεια χωρίς ποτέ να την αποκαλύπτει.
Η τεχνική αυτή που αναφέρεται ουσιαστικά στους υπαινιγμούς του συγγραφέα, βρίσκει την πληρέστερη εφαρμογή της σε κείμενα όπου ο Ιωάννου μιλά για πολύ προσωπικά του ζητήματα, τα οποία δεν αποκαλύπτει πλήρως.
Στο συγκεκριμένο κείμενο εντοπίζουμε ένα σημείο στο οποίο ο συγγραφέας επιλέγει να μην αποδεχτεί την ιστορική αλήθεια, προτιμώντας την ιδεατή αλήθεια που έχει δημιουργήσει με τη σκέψη του. Καθώς παρατηρεί, δηλαδή, τους πρόσφυγες αισθάνεται σα να ζουν εκ νέου μέσα από αυτούς όλοι εκείνοι οι αρχαίοι λαοί, και παρόλο που αντιλαμβάνεται πως αυτό μπορεί να μην ισχύει, μιας και η σειρά αίματος μετά από τόσες χιλιάδες χρόνια είναι πιθανό να έχει αλλοιωθεί, προτιμά να μην σκέφτεται αυτό το ενδεχόμενο. Υπαινίσσεται έτσι το ενδεχόμενο οι πρόσφυγες αυτοί να μην έχουν καμία σχέση με τους αρχαίους προγόνους του, αλλά επιλέγει να το παραγνωρίσει.
«Γυρνώ μες στους προσφυγικούς συνοικισμούς με δυνατή ευχαρίστηση. Θράκες, Χετταίοι, Φρύγες, όμορφοι Λυδοί, πάλι, θαρρείς, ανθούν ανάμεσά μας. Οι ίδιοι δεν ξέρουν βέβαια αυτά τα ονόματα∙ για μένα όμως είναι φορτωμένα μυστήριο και αγάπη. Κι αν ακόμη δεν είναι, πολύ θα ήθελα να ήταν έτσι η αλήθεια.»
Αφηγηματικοί τρόποι
Ο βασικός τρόπος αφήγησης είναι η μίμηση, η πρωτοπρόσωπη αφήγηση, στην οποία συνάμα εντάσσονται οι προσωπικές σκέψεις και συναισθήματα του αφηγητή, που αποτελούν τον εσωτερικό μονόλογο του πεζογραφήματος.
Επίσης, στα πλαίσια της αφήγησης εντοπίζουμε και σχόλια του αφηγητή, όταν για παράδειγμα αναφέρεται στη μετανάστευση ή στην αποξένωση του σύγχρονου τρόπου ζωής.
Στοιχεία από την εισαγωγή του σχολικού βιβλίου
Ο πεζογράφος Ιωάννου υπήρξε ένας βαθιά καλλιεργημένος άνθρωπος. Από τα φοιτητικά του χρόνια οι πνευματικές του ανησυχίες τον έφεραν κοντά στην ποίηση του Καβάφη, του Σεφέρη, του Έλιοτ κ.ά. Αναγνώστης του Ν. Γ. Πεντζίκη, του Κόντογλου, του Ίωνα Δραγούμη επηρεάστηκε από το έργο τους, γοητεύτηκε από τον Παπαδιαμάντη, αφουγκράστηκε τον εσωτερικό μονόλογο.
Αφομοιώνοντας δημιουργικά τους ήχους όλων αυτών των φωνών ο Ιωάννου διαμόρφωσε τη δική του συγγραφική φυσιογνωμία. Με υλικό αντλημένο από τα δύσκολα παιδικά του χρόνια, από τον κόσμο της προσφυγιάς, από τη δίνη του πολέμου και της Κατοχής και από τις περιπέτειες της μεταπολεμικής περιόδου καταρτίζει το θεματολόγιό του. Η μαρτυρία, το βίωμα, η εξομολόγηση, η έκφραση της υπαρξιακής αγωνίας και του αδιεξόδου τροφοδοτούν τα κείμενά του.
Περιηγητής των πόλεων όπου έζησε, και κυρίως της γενέτειράς του Θεσσαλονίκης, ο Ιωάννου καταγράφει με ακρίβεια και ενάργεια το καθημερινό τους πρόσωπο. Το εξωτερικό σκηνικό κατά κανόνα συνοδεύεται από την εσωτερική του περιπλάνηση στο χώρο της ατομικής και συλλογικής μνήμης. Οι αποτυπώσεις του, οι περιγραφές -άλλοτε λιτές και άλλοτε εμποτισμένες στο ποιητικό κλίμα- η λεπτή παρατήρηση, το σχόλιο, η ανεπιτήδευτη γραφή, η ανάκληση του παρελθόντος αλλά και η διαπραγμάτευση του παρόντος, τον οδηγούν σε νέους τρόπους οργάνωσης του αφηγηματικού υλικού.
Απελευθερωμένος από τη δεσποτεία του κεντρικού μύθου και της πλοκής, συνθέτει τα περιστατικά που εξιστορεί και σκιαγραφεί τα πρόσωπά του, (πρόσωπα αληθινά, φανταστικά ή μορφές τυχαίων συναντήσεων που συλλαμβάνει ο φακός του), θρυμματίζοντας τη χρονική και αφηγηματική αλληλουχία του κειμένου.
Ο αναγνώστης των πεζογραφημάτων του Ιωάννου θέλγεται από την αμεσότητα της γραφής του και αισθάνεται οικείο τον κόσμο που αναδύεται μέσα από τις σελίδες του έργου του.