Rafay Zafer
Κωνσταντίνος Καβάφης «Φιλέλλην»
Την χάραξι φρόντισε τεχνικά να γίνει.
Έκφρασις σοβαρή και μεγαλοπρεπής.
Το διάδημα καλλίτερα μάλλον στενό·
εκείνα τα φαρδιά των Πάρθων δεν με
αρέσουν.
Η επιγραφή, ως σύνηθες, ελληνικά·
όχ’ υπερβολική, όχι πομπώδης—
μην τα παρεξηγήσει ο ανθύπατος
που όλο σκαλίζει και μηνά στην Pώμη —
αλλ’ όμως βέβαια τιμητική.
Κάτι πολύ εκλεκτό απ’ το άλλο μέρος·
κανένας δισκοβόλος έφηβος ωραίος.
Προ πάντων σε συστήνω να κυττάξεις
(Σιθάσπη, προς θεού, να μη λησμονηθεί)
μετά το Βασιλεύς και το Σωτήρ,
να χαραχθεί με γράμματα κομψά, Φιλέλλην.
Και τώρα μη με αρχίζεις ευφυολογίες,
τα «Πού οι Έλληνες;» και «Πού τα
Ελληνικά
πίσω απ’ τον Ζάγρο εδώ, από τα Φράατα
πέρα».
Τόσοι και τόσοι βαρβαρότεροί μας άλλοι
αφού το γράφουν, θα το γράψουμε κ’
εμείς.
Και τέλος μη ξεχνάς που ενίοτε
μας έρχοντ’ από την Συρία σοφισταί,
και στιχοπλόκοι, κι άλλοι ματαιόσπουδοι.
Ώστε ανελλήνιστοι δεν είμεθα, θαρρώ.
Στο ποίημα «Φιλέλλην» [1912] ο Καβάφης
μας παρουσιάζει μια πράξη με πολιτική χροιά, χρησιμοποιώντας το ίδιο διαλογικό
μοτίβο που θα χρησιμοποιήσει αργότερα, το 1926, και στο «Εν δήμω της Μικράς Ασίας», για
να μας εισαγάγει εκ νέου στα παρασκήνια μιας ανάλογης πολιτικής πράξης. Στο
«Φιλέλλην» το ζητούμενο είναι ο σχεδιασμός του νομίσματος που θα κόψει ένα
κράτος ή κρατίδιο κάπου στην Ανατολή, ενώ στο «Εν δήμω της Μικράς Ασίας» το
έγγραφο με το οποίο θα επαινεθεί ο νικητής της ναυμαχίας του Ακτίου (ο οποίος
παρά τις αρχικές τους εκτιμήσεις δεν ήταν ο Αντώνιος, αλλά ο Οκταβιανός).
Ο διάλογος και στα δύο ποιήματα είναι
ατελής, υπό την έννοια πως ακούμε τη φωνή μόνο του ενός προσώπου, το οποίο και
δίνει οδηγίες σ’ ένα δεύτερο πρόσωπο, που όμως απομένει σιωπηλό∙ σημειώνοντας
ίσως ή προσέχοντας τις οδηγίες που του δίνονται. Ειδικότερα, στο «Φιλέλλην» ο
σιωπηλός ακροατής είναι ο Σιθάσπης, ο τεχνίτης που θα σχεδιάσει το νόμισμα, ενώ
στο «Εν δήμω της Μικράς Ασίας» είναι εκείνος ο γραφέας που θα κάνεις τις
διορθώσεις στο ετοιμαζόμενο έγγραφο.
Την χάραξι φρόντισε τεχνικά να γίνει.
Έκφρασις σοβαρή και μεγαλοπρεπής.
Το διάδημα καλλίτερα μάλλον στενό∙
εκείνα τα φαρδιά των Πάρθων δεν με
αρέσουν.
Το πρώτο αίτημα που διατυπώνεται προς
τον σχεδιαστή του νομίσματος έχει να κάνει με την αρτιότητα της χάραξης, ώστε
ν’ αποδοθεί στην έκφραση του ηγεμόνα σοβαρότητα και μεγαλοπρέπεια. Η εικόνα
έχει σε πολλές περιπτώσεις μεγαλύτερη σημασία κι απ’ την ίδια την
πραγματικότητα, κάτι που το γνωρίζουν και το αξιοποιούν οι πολιτικοί ηγέτες
διαχρονικά. Εύλογα, λοιπόν, η σοβαρότητα και η μεγαλοπρέπεια συνιστούν δύο
βασικές αρετές για την απεικόνιση κάθε ηγέτη είτε αυτός διοικεί ένα μικρό
κράτος είτε μια σπουδαία αυτοκρατορία.
Το δεύτερο αίτημα, για το στενό διάδημα
-τη διακοσμητική ταινία του κεφαλιού- λειτουργεί περισσότερο στο πλαίσιο του
παιχνιδιού που ξεκινά απ’ την αρχή του ποιήματος ο Καβάφης σχετικά με την
ταυτότητα του κράτους στο οποίο αναφέρεται. Μη θέλοντας ο ποιητής να μιλήσει
για ένα συγκεκριμένο βασίλειο της Ασίας δίνει μια σειρά αντιφατικών στοιχείων
που έχουν σκοπό κυρίως να μπερδέψουν εκείνον που θα επιχειρήσει να προσδιορίσει
επακριβώς το χώρο του ποιήματος. Το πρώτο, λοιπόν, στοιχείο που μας παρέχει έμμεσα
ο Αλεξανδρινός είναι πως δεν πρόκειται για κάποιον Πάρθο βασιλιά, μιας και ο
καθοδηγητής του σχεδιασμού ξεκαθαρίζει πως τα φαρδιά διαδήματα των Πάρθων δεν
του αρέσουν. Η επικράτεια, επομένως, των Πάρθων (το Ιράν) αποκλείεται ως ο
χώρος που δρουν τα πρόσωπα του ποιήματος.
Η διατύπωση «δεν με αρέσουν» πέρα από
τη γλωσσική σφραγίδα του Καβάφη με το πολίτικο ιδίωμα, καθιστά εμφανές πως
εκείνος που δίνει τις οδηγίες στον Σιθάσπη, είναι ο ίδιος ο βασιλιάς. Η
προσωπική ενασχόληση του οποίου με τις λεπτομέρειες του νομίσματος -κυρίως η
σκηνοθεσία της ίδιας του της εικόνας-, όπως και οι πολιτικές εξαρτήσεις του
κράτους του, υποδηλώνουν πως δεν πρόκειται για κάποιον μεγάλο ηγεμόνα, αλλά για
κάποιον ελάχιστα σημαντικό βασιλιά.
Η επιγραφή, ως σύνηθες, ελληνικά∙
όχ’ υπερβολική, όχι πομπώδης—
μην τα παρεξηγήσει ο ανθύπατος
που όλο σκαλίζει και μηνά στην Pώμη —
αλλ’ όμως βέβαια τιμητική.
Η επιγραφή του νομίσματος θα πρέπει,
όπως άλλωστε συνηθίζεται, να είναι γραμμένη στα ελληνικά. Με τη διαπίστωση
αυτού του στίχου ο Καβάφης τονίζει την επέκταση που είχε γνωρίσει -χάρη και στη
δράση του Μεγάλου Αλεξάνδρου- ο ελληνικός πολιτισμός∙ αλλά και την ανάγκη των
περιφερειακών βασιλείων να συνδέονται με αυτόν, έστω κι αν δεν είχαν ελληνικούς
πληθυσμούς ή κάποια ουσιαστική γνωριμία με τους Έλληνες. Η ελληνική γλώσσα είχε
εξαπλωθεί, όχι μόνο στα διάδοχα βασίλεια της αυτοκρατορίας του Αλέξανδρου, τα
γνωστά ως ελληνιστικά, αλλά και σε γειτνιάζουσες περιοχές, αποτελώντας για ένα
ικανό διάστημα τον κώδικα κοινής επικοινωνίας εμπορικών, οικονομικών και
πολιτιστικών συναλλαγών.
Ο σχεδιασμός του νομίσματος οφείλει ν’
ανταποκρίνεται στις ιδιαίτερες πολιτικές συνθήκες της εποχής, γι’ αυτό και η
ελληνική υπογραφή συνιστά βασικό όρο για τη χρήση και την αποδοχή του
νομίσματος στις διακρατικές εμπορικές συναλλαγές. Η επαφή με τον ελληνικό κόσμο
ή έστω, η δημιουργία της εντύπωσης πως υπάρχει επικοινωνία με τον ελληνικό
κόσμο, είναι αναγκαία προκειμένου το κρατίδιο αυτό να μη βρεθεί απομονωμένο απ’
τα υπόλοιπα βασίλεια που έχουν μια πιο ουσιαστική επαφή με το ελληνικό
στοιχείο. Η ελληνική επιγραφή συνιστά, επομένως, μια πολιτική πράξη καίριας
σημασίας, για να διαφυλαχτεί η επαφή του μικρού κράτους με τα γειτονικά
εξελληνισμένα κράτη.
Επειδή, όμως, τον ουσιαστικό έλεγχο
στην Ασία τον έχει η Ρώμη, θα πρέπει να προσεχθεί το περιεχόμενο της επιγραφής,
ώστε να μη δοθεί η εντύπωση πως ο ηγεμονίσκος αγνοεί ή περιφρονεί την εξάρτησή
του απ’ τους Ρωμαίους. Χρειάζεται, οπότε, μια τιμητική βεβαίως επιγραφή, αλλά
όχι κάτι το υπερβολικό ή πομπώδες, που θα μπορούσε να τραβήξει την προσοχή και
να ενοχλήσει τον Ρωμαίο τοποτηρητή, τον ανθύπατο, που σαφώς ελέγχει τις δράσεις
του ηγεμονίσκου και στέλνει αναφορές στη Ρώμη. Υπάρχει, άρα, μια πολιτική
ισορροπία που πρέπει να τηρηθεί με ιδιαίτερη ευλάβεια, καθώς από τη μία είναι ο
ελληνικός πολιτισμός που λειτουργεί ως συνεκτικός δεσμός για τα βασίλεια της
ευρύτερης περιοχής, κι από την άλλη οι Ρωμαίοι που έχουν τον πολιτικό και
στρατιωτικό έλεγχο. Κι αυτοί οι δύο πόλοι εξάρτησης θα πρέπει να ληφθούν σοβαρά
υπόψη, εκμηδενίζοντας σχεδόν το αυτεξούσιο, αλλά και τον ξεχωριστό χαρακτήρα
του ίδιου του κρατιδίου. Ούτε η γλώσσα του θ’ αποτυπωθεί στο νόμισμα, ούτε
κάποια έκφραση που να φανερώνει αξιώσεις μεγαλείου ή πολιτικής ισχύος.
Κάτι πολύ εκλεκτό απ’ το άλλο μέρος∙
κανένας δισκοβόλος έφηβος ωραίος.
Η άλλη πλευρά του νομίσματος,
απαλλαγμένη από το βάρος πολιτικών συνδηλώσεων, καλείται να ενισχύσει την
αισθητική του νομίσματος. Ο ηγεμονίσκος δεν έχει κάποια συγκεκριμένη απαίτηση∙
θέλει ωστόσο να είναι κάτι το πολύ εκλεκτό, κάτι το εξαιρετικά καλαίσθητο∙ ίσως
κανένας ωραίος έφηβος δισκοβόλος. Η σκέψη αυτή του βασιλιά θα μπορούσε να
θεωρηθεί πως ανταποκρίνεται στα ελληνικά πρότυπα ομορφιάς, ωστόσο η εικόνα ενός
ωραίου αθλητή δεν συγκινεί και δεν διατρέχει μόνο τον ελληνικό κόσμο.
Προ πάντων σε συστήνω να κυττάξεις
(Σιθάσπη, προς θεού, να μη λησμονηθεί)
μετά το Βασιλεύς και το Σωτήρ,
να χαραχθεί με γράμματα κομψά, Φιλέλλην.
Η έμφαση αυτών των στίχων, που
τονίζεται ακόμη περισσότερο με την παρενθετική έκκληση του βασιλίσκου (προς
θεού, να μη λησμονηθεί), δίνεται στον τιμητικό όρο «Φιλέλλην»∙ ο οποίος
αποτελεί και τον τίτλο του ποιήματος.
Πέρα από του βασικούς τίτλους Βασιλεύς,
αλλά και Σωτήρ (τίτλος που αποδίδεται σε ηγεμόνες που κατόρθωσαν με τη δράση
τους να προσφέρουν κάποια σωτήρια υπηρεσία στο έθνος τους∙ εδώ μάλλον είναι
περισσότερο τυπικός, καθ’ επίδραση άλλων νομισμάτων, κι όχι δηλωτικός κάποιας
ουσιαστικής προσφοράς), ο βασιλιάς ζητά απ’ τον αυλικό του να χαράξει με κομψά
γράμματα και τη λέξη Φιλέλλην. Διεκδικεί, έτσι, μερίδιο μιας ανώτερης παιδείας,
που τον φέρνει πλησιέστερα στον κυρίαρχο ελληνικό πολιτισμό. Ο Φιλέλληνας
ηγεμόνας έχει -υποτίθεται- γνωρίσει κι εκτιμήσει βαθύτατα τις αξίες του
ελληνικού κόσμου. Είναι κι αυτός λάτρης των ελληνικών γραμμάτων και άρα άξιος
συνομιλητής των υπόλοιπων βασιλέων της περιοχής.
Και τώρα μη με αρχίζεις ευφυολογίες,
τα «Πού οι Έλληνες;» και «Πού τα
Ελληνικά
πίσω απ’ τον Ζάγρο εδώ, από τα Φράατα
πέρα».
Τόσοι και τόσοι βαρβαρότεροί μας άλλοι
αφού το γράφουν, θα το γράψουμε κ’
εμείς.
Ο ηγεμονίσκος, βέβαια, αντιλαμβάνεται
πόσο απέχει απ’ την αλήθεια, κι απ’ την πραγματική του φύση ο τίτλος του
Φιλέλληνα, γι’ αυτό και σπεύδει να προλάβει τις εύλογες αντιρρήσεις του αυλικού
του. Αφού το γράφουν τόσοι και τόσοι, πιο βάρβαροι από εμάς, θα το γράψουμε κι
εμείς! Ο βασιλιάς γνωρίζει καλά πως, όσο κι αν κάτι τέτοιο απέχει απ’ την
αλήθεια, πρέπει να συμπεριληφθεί στο νόμισμά του, καθώς διαφορετικά θα βρεθεί
αποκομμένος απ’ το σημαντικότερο δεσμό, απ’ το σημαντικότερο σημείο επαφής των
άλλων βασιλείων. Φιλέλληνας μπορεί να μην είναι -και πραγματικά δεν είναι-,
αλλά δεν είναι και τόσο ανόητος, ώστε να το παραδεχτεί. Στην πολιτική, άλλωστε,
σημασία έχει η εικόνα που παρουσιάζεις στους άλλους, και όχι η αλήθεια.
Σχετικά με τους τοπικούς προσδιορισμούς
που παρέχει ο ηγεμονίσκος, ας δούμε σημεία από τα σχόλια των Ρένου, Ήρκου και
Στάντη Αποστολίδη:
«Ο Ζάγρος είναι η κεντρική οροσειρά που
διαθέει από ΒΔ προς ΝΑ το Ιράν, παράλληλα δηλαδή προς την ανατολική ακτή του
Περσικού κόλπου: Τα Φράατα... ήταν η πρωτεύουσα της Ατροπατηνής Μηδίας, μιας
ηγεμονίας εξαρτημένης από τους Πάρθους, στα ΒΔ της Περσίας, γύρω στο σημερινό Tabriz. ...
Αν, εντούτοις ο στίχος μοιάζει με την
επάλληλη παράθεση των τριών τοπικών επιρρημάτων (πίσω, εδώ, πέρα), να επιδιώκει
τη μέγιστη δυνατή σαφήνεια, ο Ζάγρος και τα Φράατα, ως γεωγραφικές
συντεταγμένες, είναι ασύμβατα. Με αυτονόητο σημείο αναφοράς τη Μεσόγειο, η
έκφραση πίσω απ’ το Ζάγρο υποδεικνύει την περιοχή του Ισπαχάν, στην καρδιά της
Περσίας (όπου ακριβώς βρισκόταν το βασίλειο των Πάρθων), ενώ το: πέρα απ’ τα
Φράατα οδηγεί είτε στο σημερινό Αζερμπαϊτζάν και στον Καύκασο, εκτός της
κλασικής οικουμένης σχεδόν, ή (το που θάταν κι ο μοναδικός ανεκτός συνδυασμός
των δύο συντεταγμένων): στη νότια ακτή της Κασπίας. Όμως κι αυτή η περιοχή
στους Πάρθους ανήκε! Κι ο Φιλέλλην, καθώς συνάγεται απ’ τα λεγόμενά του,
σίγουρα Πάρθος δεν ήταν!»
Ο Καβάφης, επομένως, επιχειρεί
περισσότερο να συσκοτίσει παρά να προσδιορίσει την τοποθεσία του βασιλείου.
Στοιχείο που φανερώνει πως ό,τι τον ενδιαφέρει κυρίως είναι να δοθεί προσοχή
στην έκταση που είχε λάβει η ελληνική επίδραση, και όχι στην ταυτότητα του
συγκεκριμένου κρατιδίου.
Και τέλος μη ξεχνάς που ενίοτε
μας έρχοντ’ από την Συρία σοφισταί,
και στιχοπλόκοι, κι άλλοι ματαιόσπουδοι.
Ώστε ανελλήνιστοι δεν είμεθα, θαρρώ.
Με το κλείσιμο του ποιήματος και την
αιτιολόγηση που παρέχει ο βασιλίσκος σχετικά με την επαφή που έχουν με τον
ελληνικό πολιτισμό, ενισχύεται η εις βάρος του ειρωνεία του ποιητή. Ως
επιχείρημα πως δεν είναι «ανελλήνιστοι» προβάλλει το γεγονός πως έρχονται
ενίοτε και σ’ αυτούς απ’ τη Συρία σοφιστές, στιχοπλόκοι (δεν καταδέχεται καν να
τους ονομάσει ποιητές) και άλλοι ματαιόσπουδοι (αυτοί που ασχολούνται εμβριθώς
με μάταια πράγματα)∙ μια μηδαμινή δηλαδή επαφή μ’ έναν πλούσιο και πνευματικά
ακμάζοντα πολιτισμό. Ωστόσο, εκείνο που τον ενδιαφέρει δεν είναι να γνωρίσει ουσιαστικά
τον ελληνικό κόσμο, αλλά να εκμεταλλευτεί προς όφελός του και τα ελάχιστα αυτά
ψήγματα επαφής με τους Έλληνες. Γνωρίζει, βέβαια, πως κανένας σημαντικός
σοφιστής ή ποιητής δεν θα καταδεχόταν να φτάσει ως το δικό του κρατίδιο, και
πως όσοι τους επισκέπτονται δεν είναι παρά φιλοχρήματοι καιροσκόποι, που θέλουν
απλώς να εξαργυρώσουν τη φήμη που έχουν τα ελληνικά γράμματα, αλλά αυτό δεν τον
εμποδίζει απ’ το να διεκδικεί για τον εαυτό του τον τίτλο του Φιλέλληνα. Δεν
θεωρεί απαραίτητο να είναι πραγματικά κοινωνός της ελληνικής παιδείας, του
αρκεί και μόνο να δίνει προς τα έξω αυτή την εντύπωση.
Ο Καβάφης σχολιάζει το ποίημα ως εξής:
«Κάποιος βασιλίσκος, προς ανατολάς της Μεσοποταμίας, είναι ματαιόδοξος αλλ’ όχι
βλαξ, διότι εννοεί μεν ότι οι Έλληνες που έρχονται στην αυλήν του είναι
περιτρίμματα, εν τούτοις θέλει να εκμεταλλευτεί το γεγονός [της χαράξεως του
νομίσματός του] δια να αποδείξει ότι ευρίσκεται εις επικοινωνίαν με τον
ελληνικόν κόσμον».