Klaus Leidorf
Εγχειρίδιο γλωσσικής διδασκαλίας:
Πλάγιος Λόγος (Ενότητα 15)
ΠΛΑΓΙΟΣ ΛΟΓΟΣ
Α. ΥΛΙΚΟ ΓΙΑ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ
Να μελετήσετε την αντιστοιχία των
ακόλουθων παραδειγμάτων, στα οποία ο λόγος μετατρέπεται από ευθύ σε πλάγιο:
1. Φησὶν ὁ κατήγορος· «οὗτος οὐ δικαίως λαμβάνει τὸ παρὰ τῆς πόλεως ἀργύριον». → 1α. Φησὶν ὁ κατήγορος οὐ δικαίως με λαμβάνειν τὸ παρὰ τῆς πόλεως ἀργύριον.
2. Λέγει ὁ κατήγορος·
«οὗτος ὑβριστής ἐστι καὶ βίαιος καὶ λίαν ἀσελγῶς διακείμενος». → 2α. Λέγει, ὡς ὑβριστής εἰμι καὶ βίαιος καὶ λίαν ἀσελγῶς διακείμενος.
3. Μιλτιάδης λέγει· «ἀναγκαῖόν ἐστι τῇ πατρίδι βοηθεῖν». → 3α. Μιλτιάδης λέγει ὅτι ἀναγκαῖόν ἐστι τῇ πατρίδι βοηθεῖν.
3β. Μιλτιάδης εἶπεν· «ἀναγκαῖόν ἐστι τῇ πατρίδι βοηθεῖν». → 3β. Μιλτιάδης εἶπεν ὅτι ἀναγκαῖον εἴη τῇ πατρίδι
βοηθεῖν.
4. Χειρίσοφος ἤκουε· «Κῦρος στρατεύει πρὸς Κιλικίαν». → 4α.
Χειρίσοφος ἤκουε Κῦρον στρατεύοντα πρός Κιλικίαν.
5. Ἀλέξανδρος ἐκέλευε· «ἐλθέτω ὡς ἐμέ
Παρμενίων». → 5α. Ἀλέξανδρος ἐκέλευε Παρμενίωνα ἐλθεῖν ὡς αὐτόν.
6. Ἀγησίλαος ἤρετο (=ρώτησε) Κῦρον· «παραγγέλλεις τι;» → 6α. Ἀγησίλαος ἤρετο Κῦρον, εἴ τι παραγγέλλοι.
7. Οὗτος λέγει·
«μανθάνω, ἅ οὐκ ἐπίσταμαι». → 7α. Οὗτος λέγει ὅτι μανθάνει ἅ οὐκ ἐπίσταται.
8. Οἱ στρατιῶται ηὔχοντο· «σωτήρια θύσομεν (= θα κάνουμε ευχαριστήριες θυσίες), ἔνθα ἂν πρῶτον εἰς φιλίαν γῆν ἀφικώμεθα».
→ 8α. Οἱ στρατιῶται ηὔχοντο σωτήρια θύσειν, ἔνθα πρῶτον εἰς φιλίαν γῆν ἀφίκοιντο.
Όπως φαίνεται από τα παραπάνω
παραδείγματα, ένας συγγραφέας
έχει δυο τρόπους για να μεταφέρει σ’ εμάς τα λόγια κάποιου προσώπου:
α) Ο
ένας τρόπος είναι να τα γράψει όπως ακριβώς ειπώθηκαν από το συγκεκριμένο πρόσωπο, χωρίς
καμιά μεταβολή, αλλά μόνο με την πρόταξη ή παρεμβολή κάποιου ρήματος, όπως π.χ.
φησί, λέγει, ἤκουε, ἐκέλευε κ.ά. Στην περίπτωση αυτή ο λόγος ονομάζεται ευθύς (ή
άμεσος).
β) Ο
άλλος τρόπος είναι να τα εξαρτήσει από κάποιο ρήμα και να τα μεταφέρει σ’ εμάς έμμεσα και
κάπως παραλλαγμένα σε σχέση μ’ αυτά που πραγματικά είπε ο αρχικός ομιλητής.
Στην περίπτωση αυτή, ο λόγος καλείται πλάγιος (ή έμμεσος).
Β. ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ
Η τροπή του ευθέος λόγου σε πλάγιο,
γίνεται με ορισμένες αρχές, οι οποίες σχετίζονται:
α) Με το περιεχόμενο των προτάσεων (δηλαδή, αν
οι προτάσεις του ευθέος λόγου είναι προτάσεις κρίσεως, επιθυμίας ή
ερωτηματικές).
β) Με το είδος του ρήματος της εξάρτησης
(π.χ. λεκτικό, γνωστικό, κελευστικό, ερωτηματικό κ.ά.)
γ) Με τον χρόνο στον οποίο βρίσκεται το ρήμα
της εξάρτησης (δηλαδή, αν βρίσκεται σε χρόνο αρκτικό ή ιστορικό).
δ) Με την έγκλιση των δευτερευουσών
προτάσεων του ευθέος λόγου.
Πιο συγκεκριμένα:
I. Οι κύριες προτάσεις κρίσεως μετατρέπονται:
α) Σε
ειδικό απαρέμφατο, ύστερα από ρήματα λεκτικά (π.χ. λέγω, φημί, ὁμολογῶ, διδάσκω κ.ά.), γνωστικά (π.χ. γιγνώσκω, μανθάνω, οἶδα, ἐπίσταμαι κ.ά.) αισθητικά (π.χ. αἰσθάνομαι, ὁρῶ, ἀκούω κ.ά).
και δοξαστικά (π.χ. δοκῶ, ἡγοῦμαι, νομίζω, κρίνω κ.ά). (παράδειγμα
1α).
β) Σε
δευτερεύουσα ειδική πρόταση μετά
από ρήματα λεκτικά, γνωστικά και αισθητικά. (Παραδείγματα 2α, 3α και 3β).
γ) Σε
κατηγορηματική μετοχή μετά
από ρήματα γνωστικά, αισθητικά και όσα σημαίνουν αγγελία (π.χ. ἀγγέλλω, δηλῶ κ.ά.). (Παράδειγμα 4).
II. Οι κύριες προτάσεις επιθυμίας
μετατρέπονται: Σε τελικό απαρέμφατο ύστερα από ρήματα κελευστικά (π.χ.
κελεύω, προτρέπω, παραινῶ κ.ά.),
απαγορευτικά (π.χ. ἀπαγορεύω,
κωλύω κ.ά.) και ευχετικά (π.χ. εὔχομαι).
(Παράδειγμα 5).
III. Οι κύριες ερωτηματικές προτάσεις
(ευθείες ερωτήσεις) μετατρέπονται:
Σε πλάγιες ερωτηματικές προτάσεις (πλάγιες ερωτήσεις) ύστερα από ρήματα
που σημαίνουν ερώτηση (ἐρωτῶ, πυνθάνομαι κ.ά.) απορία (ἀπορῶ, θαυμάζω κ.ά.), φροντίδα (ἐπιμελοῦμαι, φροντίζω κ.ά.) πράξη (πράττω, πειρῶμαι κ.ά.). Βλ. παράδειγμα 6.
Υπενθυμίζουμε ότι οι δευτερεύουσες προτάσεις του πλαγίου
λόγου (ειδικές, πλάγιες ερωτηματικές) ακολουθούν τους κανόνες εκφοράς των
αντίστοιχων δευτερευουσών προτάσεων. Σε περίπτωση όμως που το ρήμα της
εξάρτησης βρίσκεται σε ιστορικό χρόνο (παρατατικό, αόριστο της οριστικής ή
υπερσυντέλικο), τότε, αντί οριστικής, εκφέρονται συχνά με ευκτική, η οποία
καλείται ευκτική του πλαγίου λόγου. (Βλ. τη διαφορά στα παραδείγματα 3α και 3β).
IV. Οι δευτερεύουσες προτάσεις του
ευθέος λόγου διατηρούνται και στον πλάγιο λόγο.
Οι προτάσεις αυτές:
α) Αν
εξαρτώνται από ρήμα αρκτικού χρόνου (δηλαδή
ενεστώτα, μέλλοντα ή παρακειμένου), τότε
διατηρούν τον χρόνο και την έγκλισή τους με
πιθανή αλλαγή μόνο του προσώπου του ρήματος. (Βλ. το παράδειγμα 7α).
β) Αν
εξαρτώνται από ρήμα ιστορικού χρόνου, τότε μετατρέπουν —όχι υποχρεωτικά— την απλή οριστική και την
υποτακτική σε ευκτική του πλαγίου λόγου (παράδειγμα
8α).
ΤΡΟΠΗ ΤΟΥ ΕΥΘΕΟΣ ΛΟΓΟΥ ΣΕ
ΠΛΑΓΙΟ
Ρήμα Εξάρτησης Μετατροπή
Κύριες προτάσεις →
λεκτικό
→ Ειδικό απαρέμφατο
κρίσεως
γνωστικό
αισθητικό
δοξαστικό
Κύριες προτάσεις →
λεκτικό
→ Ειδική πρόταση
κρίσεως
γνωστικό
αισθητικό
Κύριες προτάσεις →
γνωστικό
→ Κατηγορηματική μετοχή
κρίσεως
αισθητικό
αγγελίας
Κύριες προτάσεις →
κελευστικό
→ Τελικό απαρέμφατο
επιθυμίας
απαγορευτικό
ευχετικό
Κύριες ερωτηματικές →
ερώτησης
→ Πλάγια ερωτηματική
(ευθείες
ερωτήσεις)
απορίας πρόταση
φροντίδας
πράξης
Δευτερεύουσες →
οποιοδήποτε → αμετάβλητες ως προς το
προτάσεις
είδος
(πιθανή αλλαγή έγκλισης)
Γ. ΑΣΚΗΣΕΙΣ
Να γίνουν όλες οι δυνατές μετατροπές
από τον ευθύ στον πλάγιο λόγο:
1. «Οὐκ ἔστιν ἄλλη ὁδὸς πλὴν ταύτης».
→
Οἱ ηγεμόνες (=
οι οδηγοί) λέγουσιν ὅτι οὐκ ἔστιν ἄλλη ὁδὸς πλὴν ταύτης.
Οἱ ηγεμόνες
λέγουσιν οὐκ εἶναι ἄλλην ὁδὸν πλὴν ταύτης.
Οἱ ἡγεμόνες, ἔλεγον ὅτι οὐκ εἴη ἄλλη ὁδὸς πλὴν ταύτης.
2. «Ποιήσω δίκαια πράττων τοῦτο;»
→
Σωκράτης ἠπόρει εἰ ποιήσοι δίκαια πράττων τοῦτο.
3. «Πάλαι (= από παλιά) προδότης οὗτός ἐστιν».
→
Λακεδαιμόνιοι ἴσασι (οἶδα) ὅτι οὗτός ἐστι πάλαι προδότης.
Λακεδαιμόνιοι ἴσασι τοῦτον εἶναι πάλαι προδότην.
Λακεδαιμόνιοι ἴσασι τοῦτον ὄντα πάλαι προδότην.
4. «Λαμβάνετε τὰ ἐπιτήδεια ἐκ τῶν φρυγικῶν κωμῶν».
→
Ἀναξίβιος ἐκέλευσε τοὺς στρατηγούς λαμβάνειν τὰ ἐπιτήδεια ἐκ τῶν φρυγικῶν κωμῶν.
5. «Θηραμένης ἐψεύδετο ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ».
→
Ἀθηναίοι ἐγίγνωσκον ὅτι Θηραμένης ψεύδοιτο ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ.
Ἀθηναίοι ἐγίγνωσκον Θηραμένη
ψεύδεσθαι ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ.
Ἀθηναίοι ἐγίγνωσκον Θηραμένη
ψευδόμενον ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ.
6. «Παραδῶμεν τὴν πόλιν Θηβαίοις;»
→
Πλαταιῆς τοὺς Θεούς ἐπήροντο (= ρωτούσαν, συμβουλεύονταν) εἰ παραδοῖεν τὴν πόλιν
Θηβαίοις.
Στα παρακάτω παραδείγματα να μετατραπεί
ο πλάγιος λόγος σε ευθύ, σύμφωνα με το υπόδειγμα.
1. Ὁ Ἆγις ἐκέλευσεν αὐτοὺς εἰς Λακεδαίμονα ἰέναι· οὐ γὰρ εἶναι αὐτὸς κύριος. [= Ο Άγης τους διέταξε να
πάνε στην Σπάρτη, γιατί δεν ήταν αυτός υπεύθυνος]
→ «Ἴητε εἰς
Λακεδαίμονα· οὐ γάρ
εἰμι ἐγὼ κύριος».
2. Εἶς τῶν λοχαγῶν προέτρεπεν αὐτοὺς ἄλλους στρατηγοὺς ἑλέσθαι. [=
Ένας από τους λοχαγούς τους προέτρεπε να εκλέξουν άλλους στρατηγούς]
→ «Ἓλεσθε ἄλλους
στρατηγοὺς.»
3. Κλέαρχος ἔλεγε τοῖς στρατηγοῖς ὅτι οὐ δύνανται τὸν Τίγρητα ποταμὸν διαβῆναι ἄνευ πλοίων. [= Ο Κλέαρχος έλεγε στους
στρατηγούς ότι δεν μπορούσαν να περάσουν τον Τίγρη ποταμό χωρίς πλοία]
→ «Οὐ δύνασθε τὸν Τίγρητα ποταμὸν διαβῆναι ἄνευ πλοίων.»
4. Ἡ μήτηρ
διηρώτα Κῦρον πότερον βούλοιτο, μένειν ἢ ἀπιέναι. [= Η
μητέρα ρωτούσε τον Κύρο αν ήθελε να μείνει ή να φύγει]
→ «Πότερον βούλῃ, Κῦρε, μένειν ἢ ἀπιέναι.»
5. Ἔτι δὲ καὶ συλλέγεσθαί φησιν ἀνθρώπους ὡς ἐμὲ πονηρούς καὶ πολλούς, οἵ τὰ μὲν ἑαυτῶν ἀνηλώκασι, τοῖς δὲ τὰ σφέτερα σῴζειν βουλομένοις ἐπιβουλεύουσιν. [= Ισχυρίζεται ακόμη ότι
συγκεντρώνονται άνθρωποι πολλοί και κακοί, όπως εγώ, οι οποίοι από τη μία έχουν
ξοδέψει τη δική τους περιουσία, κι από την άλλη συνωμοτούν εναντίον εκείνων που
θέλουν να σώσουν τη δική τους]
→ «Συλλέγονται ἄνθρώποι ὡς αὐτόν πονηροί καὶ πολλούς, οἵ τὰ μὲν ἑαυτῶν ἀνηλώκασι, τοῖς δὲ τὰ σφέτερα σῴζειν
βουλομένοις ἐπιβουλεύουσιν.»
6. Οἱ στρατηγοὶ ἔλεγον, ὅτι τὴν ἀναίρεσιν (= την περισυλλογή) τῶν ναυαγῶν προστάξαιεν ἀνδράσιν ἱκανοῖς. [= Οι στρατηγοί έλεγαν ότι την περισυλλογή των ναυαγών την
ανέθεσαν σε ικανούς άνδρες]
→ «Τὴν ἀναίρεσιν τῶν ναυαγῶν προσετάξαμεν ἀνδράσιν ἱκανοῖς.»
Να μεταφέρετε στην αρχαία Ελληνική τα
παραδείγματα:
1. Οι Αθηναίοι υπόσχονταν (ὑπισχνοῦμαι + δοτ. +
απαρ.) στους Μεγαρείς ότι δεν θα επιτρέψουν να εισβάλουν οι Λακεδαιμόνιοι στην
Αττική.
→ Ἀθηναῖοι ὑπισχνοῦντο Μεγαρεῦσι μή ἐπιτρέψειν τοῖς Λακεδαιμονίοις εἰσβαλεῖν εἰς Ἀττικήν.
2. Ο Ξενοφῶν γνώριζε
(γιγνώσκω) ότι ο Κύρος είχε πεθάνει (ἀποθνῄσκω) στη μάχη.
→ Ξενοφῶν ἐγίγνωσκεν ὅτι Κῦρος τεθνηκώς εἴη ἐν τῇ μάχῃ.
3. Οι στρατηγοί παρότρυναν τον Επαμεινώνδα (παρακελεύομαί
τινι + απαρ.) να μη μάχεται αλλά να παρατάσσεται (τάττομαι) πίσω απ’ αυτούς (ὄπισθεν αὐτῶν).
→ Οἰ στρατηγοί παρεκελεύοντο τῷ Ἐπαμεινώνδᾳ μή μάχεσθαι ἀλλά τάττεσθαι ὄπισθεν αὐτῶν.
4. Οι Θηβαίοι αμέσως μετά τη μάχη στα Λεύκτρα έστειλαν
αγγελιαφόρο (πέμπω ἄγγελον) στην
Αθήνα και παρακάλεσαν (κελεύω) τους Αθηναίους να τους βοηθήσουν και να
τιμωρήσουν τους Λακεδαιμόνιους.
→ Θηβαῖοι εὐθύς μετά την ἐν Λευκτροῖς μάχην ἔπεμψαν ἄγγελον εἰς Ἀθήνας και ἔκέλευσαν
τούς Ἀθηναίους βοηθῆσαι αὐτοῖς και τιμωρήσασθαι τούς Λακεδαιμονίους.
5. Ο Ξενοφώντας άκουσε τους στρατιώτες να φωνάζουν (βοῶ) θάλασσα, θάλασσα. (ἀκούω + γενική + κατηγ. μτχ.: για άμεση
αντίληψη)
→ Ξενοφῶν ἤκουσε τῶν
στρατιωτῶν βοώντων: θάλαττα, θάλαττα.
Να μεταφράσετε τα κείμενα:
1. Σόλων ἐκείνην εἶπεν ἄριστα τὴν πόλιν οἰκεῖσθαι, ἐν ᾗ τοὺς ἀγαθοὺς ἄνδρας
συμβαίνει τιμᾶσθαι, καὶ τὸ ἐναντίον, ἐν ᾗ τοὺς κακοὺς ἀμύνεσθαι.
οἰκεῖσθαι (οἰκοῦμαι) = ότι διοικείται
ἐν ᾗ ἀμύνεσθαι =
στην οποία οι κακοί τιμωρούνται
→ Ο Σόλωνας είπε ότι εκείνη η πόλη
διοικείται άριστα, στην οποία συμβαίνει οι αγαθοί άνδρες να τιμώνται, και το
αντίθετο, εκείνη στην οποία οι κακοί τιμωρούνται.
2. Σόλων ἐρωτηθείς πῶς ἂν μὴ γίγνοιτο ἀδίκημα ἐν πόλει εἶπεν· εἰ ὁμοίως ἀγανακτοῖεν οἱ μὴ ἀδικούμενοι τοῖς ἀδικουμένοις.
→ Ο Σόλωνας, όταν ρωτήθηκε, πώς θα
μπορούσε να μη γίνεται αδίκημα στην πόλη είπε∙ εάν αγανακτούσαν όμοια οι μη
αδικούμενοι με τους αδικούμενους.
3. Ζήνων ἔφη δεῖν τὰς πόλεις κοσμεῖν οὐκ ἀναθήμασιν, ἀλλά ταῖς τῶν οἰκούντων ἀρεταῖς.
ἀναθήμασιν (ἀνάθημα, τό) = με αφιερώματα, αγάλματα
→ Ο Ζήνωνας είπε ότι οι πόλεις δεν θα
έπρεπε να διακοσμούνται με αγάλματα, αλλά με τις αρετές των κατοίκων τους.
4. Ἀρκεσίλαος ἔλεγεν, ὥσπερ ὅπου φάρμακα πολλὰ καὶ ἰατροὶ πολλοί, ἐνταῦθα νόσοι πλεῖσται, οὕτω δὴ καὶ ὅπου νόμοι πλεῖστοι, ἐκεῖ καὶ ἀδικίαν εἶναι μεγίστην.
→ Ο Αρκεσίλαος έλεγε ότι, όπως ακριβώς,
όπου υπάρχουν πολλά φάρμακα και πολλοί γιατροί, υπάρχουν και πολλές αρρώστιες,
έτσι και όπου υπάρχουν πολλοί νόμοι, εκεί και η αδικία είναι μεγαλύτερη.
(Στοβαίου, Ἀνθολόγιον, 76, 77, 88 και 91)