Ralph Hedley
Το μαγνητόφωνο της ταβέρνας
Περίληψη του κειμένου: Μετά το θάνατο του πατέρα του, ο ήρωας του διηγήματος, επισκέπτεται την ταβέρνα όπου ο πατέρας του συνήθιζε να πίνει κάθε βράδυ. Ο νεαρός αναλογίζεται με πόνο τις στερήσεις που αναγκάστηκε να βιώσει η οικογένειά του εξαιτίας του αλκοολισμού του πατέρα του και αισθάνεται θυμό τόσο για τον πατέρα του όσο και για τον ταβερνιάρη, ο οποίος είχε κάνει μια μυστική συμφωνία με τον αλκοολικό πατέρα για να πληρώνεται το κρασί που του έδινε. Ο πατέρας αγόραζε διάφορες συσκευές στον ταβερνιάρη, μέσω γραμματίων, τα οποία αφαιρούνταν απευθείας από το μισθό του. Μεταξύ των συσκευών αυτών είναι και το καινούριο μαγνητόφωνο της ταβέρνας, το οποίο ο νεαρός θα σπάσει προτού φύγει, σε μια προσπάθεια να εκδικηθεί τον ταβερνιάρη.
Ø Το κείμενο αυτό βρίσκεται πολύ κοντά στην παραδοσιακή μορφή διηγήματος, καθώς ο αφηγητής – Ιωάννου δεν αποτελεί ένα από τα πρόσωπα της ιστορίας και μας αφηγείται ως παντογνώστης αφηγητής, με μηδενική εστίαση, μια σύντομη ιστορία. Το διήγημα αυτό, βέβαια, δεν έχει έναν κεντρικό «μύθο» με ιδιαίτερη πλοκή, αποτελεί περισσότερο μια σύντομη σκιαγράφηση ενός περιστατικού. Ο γιος ενός αλκοολικού, αφού μαθαίνει μετά το θάνατο του πατέρα του πώς κατάφερνε εκείνος και εξοικονομούσε τα χρήματα για να πίνει, πηγαίνει στην ταβέρνα για να ξεσπάσει το θυμό του.
Ø Ο Ιωάννου θέλγεται κυρίως από τις ιστορίες που έχουν μια τραγική διάσταση. Δεν είναι από τους συγγραφείς που αναζητούν τη χαρά και το ευτυχές γεγονός. Βέβαια, ο Ιωάννου έχει ζήσει σε δύσκολες για την Ελλάδα εποχές και είναι λογικό το ότι τόσο οι δικές του εμπειρίες όσο και οι εμπειρίες των ανθρώπων γύρω του είναι σημαδεμένες από στερήσεις, πόνο και συχνά φόβο.
Ø Την τρίτη μέρα μετά την κηδεία ο γιος πηγαίνει στην ταβέρνα που συνήθιζε να πίνει ο πατέρας του. Όταν πηγαίνει εκεί γνωρίζει ήδη τη συμφωνία που είχε κάνει ο πατέρας του με τον ταβερνιάρη για να μπορεί να πληρώνει τα καθημερινά του μεθύσια. Παρ’ όλα αυτά ο Ιωάννου δεν μας αποκαλύπτει αμέσως το μυστικό του πατέρα και φροντίζει με τη μέθοδο των flashback (αναδρομών στο παρελθόν) να μας ενημερώσει για όσα προηγήθηκαν.
Ø Η άφιξη του γιου στην ταβέρνα είναι η «μέση της ιστορίας» (in medias res) και όχι η αρχή των γεγονότων. Την τακτική αυτή τη χρησιμοποιεί ο Ιωάννου για να τραβήξει το ενδιαφέρον του αναγνώστη και φροντίζει στη συνέχεια με flashback, να μας δίνει σταδιακά τις πληροφορίες για το πώς εξελίχθηκαν τα γεγονότα.
Ø «Ο ταβερνιάρης αναπήδησε, όταν τον είδε βουτηγμένο στα πένθη...», από την αρχή κιόλας του κειμένου καταλαβαίνουμε ότι ο ταβερνιάρης έχει κάποια ανάμιξη με την κατάντια του πατέρα. Το γεγονός ότι αντιδρά έντονα μόλις βλέπει τον γιο δείχνει ότι αισθάνεται μάλλον ένοχος απέναντί του.
Ø Ο γιος εδώ και χρόνια έβλεπε κάθε βράδυ τον πατέρα του να πίνει σε αυτήν την ταβέρνα, κάτι που σημαίνει ότι ο αλκοολισμός του πατέρα δεν ήταν κάτι καινούριο ούτε κάτι που προέκυψε από κάποιο πρόσφατο άσχημο γεγονός. Πιθανώς η φτώχεια και η ανέχεια, είχαν πικράνει τον πατέρα και τον είχαν οδηγήσει στο κρασί για να ξεχνά την ασχήμια της ζωής του. Είναι, άλλωστε, συνηθισμένο φαινόμενο οι άνθρωποι που δεν μπορούν να διαχειριστούν τις ατυχίες της ζωής τους να καταφεύγουν για παρηγοριά στο αλκοόλ.
Ø «συμπαθέστατος μπεκρούλιακας». Ο Ιωάννου δεν κατακρίνει τον πατέρα για την κακή του συνήθεια. Κι εδώ αλλά και αργότερα σχολιάζοντας ότι «Δεν έκαμνε κακό μεθύσι, ήταν ειρηνικός», μας παρουσιάζει την εικόνα ενός φιλήσυχου και συμπαθή γέρου που σαν μόνο του ελάττωμα έχει την αγάπη του για το κρασί.
Ø «...παλιορουφιάνε» Όταν ο ταβερνιάρης πάει να χαμηλώσει τη μουσική, ο γιος αντιδρά. Το μαγνητόφωνο και ο ταβερνιάρης αποτελούν δύο βασικά στοιχεία στην ιστορία αλλά εμείς ως αναγνώστες δεν γνωρίζουμε ακόμη τις απαραίτητες πληροφορίες για να κατανοήσουμε πλήρως την επιθετικότητα του γιου απέναντι στον ταβερνιάρη αλλά και την αντίδρασή του στο χαμήλωμα της μουσικής.
Ø Ο γιος παραγγέλνει κρασί από αυτό που έπινε και ο πατέρας του. Τώρα που ο πατέρας έχει πεθάνει, ο γιος επιχειρεί να τον γνωρίσει καλύτερα ακολουθώντας τα βήματά του.
Ø Ο πατέρας αντί να βρίσκεται στο σπίτι με την οικογένειά του προτιμούσε να πίνει με τους φίλους του στην ταβέρνα και να τους λέει τα προβλήματά του. Ο γιος δεν ήξερε τι ήταν αυτό που απασχολούσε τον πατέρα του και τον είχε οδηγήσει στο κρασί, αλλά από τις περιγραφές που μας δίνονται για το πώς ήταν η ζωή στο σπίτι τους, κατανοούμε ότι η ζωή τους ήταν σκληρή και γεμάτη στερήσεις.
Ø Σ’ ένα μικρό σπίτι αναγκάζονται να ζουν πολλά άτομα, γεγονός που δημιουργεί μια έντονα αρνητική κατάσταση. Δε γνωρίζουμε πόσα ακριβώς άτομα ζούσαν μαζί καθώς ο Ιωάννου μιλά για «παιδιά» χωρίς να διευκρινίζει πόσα ακριβώς ήταν τα παιδιά της οικογένειας.
Ø Ο πατέρας πέρα από τη γκρίνια της γυναίκας του έχει να αντιμετωπίζει και τα καυστικά σχόλια της πεθεράς του, η οποία με την έκδηλη αντιπάθεια που είχε για τον πατέρα επιβάρυνε ακόμη περισσότερο την άσχημη κατάσταση που επικρατούσε στο σπίτι.
Ø «...μπροστά σ’ όλα αυτά τα πλάσματα, που καραδοκούσαν τα μεθυσμένα λόγια του για να διερευνήσουν τη ζωή του». Η οικογένεια του πατέρα αγνοεί προφανώς πολλά πράγματα για τη ζωή του και κυρίως πώς κατορθώνει και πληρώνει το καθημερινό του κρασί, από τη στιγμή που τη σύνταξή του τη δίνει κάθε φορά ολόκληρη στη γυναίκα του.
Ø Στο σημείο που διατυπώνεται η απορία για το πώς βρίσκει ο πατέρας τα λεφτά, το κείμενο επιστρέφει στο παρόν, όπου βρίσκουμε το γιο να παραγγέλνει κι άλλο κρασί και να είναι πλέον ακόμη πιο εκνευρισμένος με τον ταβερνιάρη.
Ø «... παραλίγο να έλεγε το μαγνητόφωνό μου». Ο γιος παραλίγο να πει ότι το μαγνητόφωνο της ταβέρνας είναι δικό του, γεγονός που προκαλεί απορία στον αναγνώστη και επιτείνει το ενδιαφέρον για την άγνωστη πηγή εσόδων του πατέρα. Ο Ιωάννου όμως φροντίζει να μας αποκαλύψει το μυστικό του πατέρα και γίνεται πλέον αντιληπτό γιατί ο γιος είναι εκνευρισμένος με τον ταβερνιάρη, αλλά και γιατί θεωρεί το μαγνητόφωνο δικό του.
Ø Ο πατέρας για να μπορεί να πίνει αγόραζε στον ταβερνιάρη ηλεκτρικές συσκευές, με δόσεις, που πληρώνονταν απευθείας από την υπηρεσία στην οποία εργαζόταν. Για να πληρωθούν οι δόσεις γίνονταν από τη σύνταξή του κρατήσεις και φυσικά αναγράφονταν στο χαρτί που του έδιναν κάθε μήνα, αλλά οι δικοί του δεν μπορούσαν να αντιληφθούν τι σήμαιναν όλα αυτά τα ποσά που περιέχονταν στη μηνιαία ανάλυση, κι έτσι ποτέ δεν αντιλήφθηκαν ότι κάθε μήνα ένα σημαντικό πόσο πήγαινε για την αποπληρωμή των ηλεκτρικών συσκευών.
Ø Ο γιος αγανακτεί διότι σκέφτεται το πόσες στερήσεις είχαν υποστεί τόσο καιρό, μόνο και μόνο για να μπορεί ο πατέρας του να πίνει με την άνεσή του κρασί κάθε βράδυ. Αγανακτεί όμως ακόμη περισσότερο όταν σκέφτεται ότι την ιδέα για την πρωτότυπη αυτή «απάτη» μπορεί να την είχε σκεφτεί ο ταβερνιάρης και όχι ο πατέρας του. Βέβαια, συνειδητοποιεί ότι δεν μπορεί να αποδείξει ότι ο ταβερνιάρης είχε σχεδιάσει κάτι τέτοιο, ούτε μπορεί να αποκλείσει την πιθανότητα να ήταν εξολοκλήρου ιδέα του πατέρα του. Άλλωστε, όπως σχολιάζει, μόνο κάποιος που βρίσκεται σε «σφίξη» μπορεί να σκεφτεί κάτι τέτοιο, μόνο κάποιος δηλαδή που βρίσκεται σε μεγάλη ανάγκη, και η αλήθεια είναι ότι ένας αλκοολικός θα μπορούσε να σκεφτεί οτιδήποτε προκειμένου να εξασφαλίσει το καθημερινό του ποτό.
Ø Ο γιος παρόλο που μαθαίνει την αλήθεια για τον πατέρα του δεν λέει τίποτε στα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας. Κρατά τα δυσάρεστα αυτά νέα μέσα του για να τους προστατέψει από μια ακόμη πίκρα. Θέλει να παραμείνει δυνατός για χάρη τους και προτιμά να ξεσπάσει στον ταβερνιάρη.
Ø Ο ταβερνιάρης ακόμη κι αν δεν ευθύνεται για την ιδέα του πατέρα να ξεγελάει τους δικούς του, έχει προκαλέσει την αγανάκτηση του γιου καθώς το βράδυ προτού γίνει η κηδεία εκείνος είχε κάνει στην ταβέρνα του γλέντι και γελούσε εις βάρος του γέρου. Ο πατέρας είχε πεθάνει προτού πιει κρασί ανάλογης αξίας με το μαγνητόφωνο κι έτσι ο ταβερνιάρης έβγαινε κερδισμένος από αυτή την υπόθεση.
Ø Ο γιος αποφασίζει να τιμωρήσει τον ταβερνιάρη και φροντίζει να μην τον αφήσει να χαρεί το μαγνητόφωνο που τόσο εύκολα είχε κερδίσει από τον πατέρα του.
Ø Το Χαρμάνκιοϊ (σημερινό Ελευθέριο) είναι μια περιοχή στον Εύοσμο Θεσσαλονίκης.
Ø «Υπερασπίστηκε αυτούς που με τον τρόπο τους τόσο πολύ τον αγαπούσαν.» Το τελευταίο αυτό σχόλιο του αφηγητή – Ιωάννου αναφέρεται στην οικογένεια του γιου και κυρίως στον πατέρα του, που παρόλα τα προβλήματα και παρά τον αλκοολισμό, ο γιος του ήταν βέβαιος ότι τον αγαπούσε. Παράλληλα το σχόλιο αυτό είναι και μια επιβεβαίωση ότι ο γιος συνέχιζε να αγαπά τον πατέρα του έστω κι αν έπινε, έστω κι αν τους είχε ξεγελάσει για να εξασφαλίζει χρήματα για το κρασί του.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου