Vitaliy Gladkiy
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «εκτυλίσσω»
(εκτυλίσσω: ξεδιπλώνω. εκτυλίσσομαι:
λαμβάνω χώρα, διαδραματίζομαι, εξελίσσομαι)
Ενεργητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
εκτυλίσσω, εκτυλίσσεις, εκτυλίσσει, εκτυλίσσουμε, εκτυλίσσετε, εκτυλίσσουν (ή εκτυλίσσουνε)
Υποτακτική
να εκτυλίσσω, να εκτυλίσσεις, να εκτυλίσσει, να εκτυλίσσουμε, να εκτυλίσσετε, να εκτυλίσσουν (ή να εκτυλίσσουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: εκτύλισσε – β΄ πληθυντικό: εκτυλίσσετε
Μετοχή
εκτυλίσσοντας
Παρατατικός
Οριστική
εκτύλισσα, εκτύλισσες, εκτύλισσε, εκτυλίσσαμε, εκτυλίσσατε, εκτύλισσαν ή εκτυλίσσανε
Αόριστος
Οριστική
εκτύλιξα, εκτύλιξες, εκτύλιξε, εκτυλίξαμε, εκτυλίξατε, εκτύλιξαν ή εκτυλίξανε
Υποτακτική
να εκτυλίξω, να εκτυλίξεις, να εκτυλίξει, να εκτυλίξουμε, να εκτυλίξετε, να εκτυλίξουν (ή να εκτυλίξουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: εκτύλιξε – β΄ πληθυντικό: εκτυλίξτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα εκτυλίσσω, θα εκτυλίσσεις, θα εκτυλίσσει, θα εκτυλίσσουμε, θα εκτυλίσσετε, θα εκτυλίσσουν (ή θα εκτυλίσσουνε)
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα εκτυλίξω, θα εκτυλίξεις, θα εκτυλίξει, θα εκτυλίξουμε, θα εκτυλίξετε, θα εκτυλίξουν (ή θα εκτυλίξουνε)
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω εκτυλίξει, θα έχεις εκτυλίξει, θα έχει εκτυλίξει, θα έχουμε εκτυλίξει, θα έχετε εκτυλίξει, θα έχουν(ε) εκτυλίξει
Παρακείμενος
Οριστική
έχω εκτυλίξει, έχεις εκτυλίξει, έχει εκτυλίξει, έχουμε εκτυλίξει, έχετε εκτυλίξει, έχουν(ε) εκτυλίξει
Υποτακτική
να έχω εκτυλίξει, να έχεις εκτυλίξει, να έχει εκτυλίξει, να έχουμε εκτυλίξει, να έχετε εκτυλίξει, να έχουν(ε) εκτυλίξει
Μετοχή
έχοντας εκτυλίξει
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα εκτυλίξει, είχες εκτυλίξει, είχε εκτυλίξει, είχαμε εκτυλίξει, είχατε εκτυλίξει, είχαν(ε) εκτυλίξει
Παθητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
εκτυλίσσομαι, εκτυλίσσεσαι, εκτυλίσσεται, εκτυλισσόμαστε, εκτυλίσσεστε ή εκτυλισσόσαστε, εκτυλίσσονται
Υποτακτική
να εκτυλίσσομαι, να εκτυλίσσεσαι, να εκτυλίσσεται, να εκτυλισσόμαστε, να εκτυλίσσεστε ή να εκτυλισσόσαστε, να εκτυλίσσονται
Προστακτική
β΄ ενικό: εκτυλίσσου – β΄ πληθυντικό: εκτυλίσσεστε
Μετοχή
εκτυλισσόμενος, εκτυλισσόμενη, εκτυλισσόμενο
Παρατατικός
Οριστική
εκτυλισσόμουν, εκτυλισσόσουν, εκτυλισσόταν, εκτυλισσόμαστε, εκτυλισσόσαστε, εκτυλίσσονταν
(& εκτυλισσόμουνα, εκτυλισσόσουνα, εκτυλισσότανε,
εκτυλισσόμασταν, εκτυλισσόσασταν, εκτυλισσόντουσαν ή εκτυλισσόντανε)
Αόριστος
Οριστική
εκτυλίχθηκα, εκτυλίχθηκες, εκτυλίχθηκε, εκτυλιχθήκαμε, εκτυλιχθήκατε, εκτυλίχθηκαν ή εκτυλιχθήκανε
Υποτακτική
να εκτυλιχθώ, να εκτυλιχθείς, να εκτυλιχθεί, να εκτυλιχθούμε, να εκτυλιχθείτε, να εκτυλιχθούν ή να εκτυλιχθούνε
Προστακτική
β΄ ενικό: εκτυλίξου – β΄ πληθυντικό: εκτυλιχθείτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα εκτυλίσσομαι, θα εκτυλίσσεσαι, θα εκτυλίσσεται, θα εκτυλισσόμαστε, θα εκτυλίσσεστε ή θα εκτυλισσόσαστε, θα εκτυλίσσονται
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα εκτυλιχθώ, θα εκτυλιχθείς, θα εκτυλιχθεί, θα εκτυλιχθούμε, θα εκτυλιχθείτε, θα εκτυλιχθούν ή θα εκτυλιχθούνε
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω εκτυλιχθεί, θα έχεις εκτυλιχθεί, θα έχει εκτυλιχθεί, θα έχουμε εκτυλιχθεί, θα έχετε εκτυλιχθεί, θα έχουν(ε) εκτυλιχθεί
Παρακείμενος
Οριστική
έχω εκτυλιχθεί, έχεις εκτυλιχθεί, έχει εκτυλιχθεί, έχουμε εκτυλιχθεί, έχετε εκτυλιχθεί, έχουν(ε) εκτυλιχθεί
Υποτακτική
να έχω εκτυλιχθεί, να έχεις εκτυλιχθεί, να έχει εκτυλιχθεί, να έχουμε εκτυλιχθεί, να έχετε εκτυλιχθεί, να έχουν(ε) εκτυλιχθεί
Μετοχή
---
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα εκτυλιχθεί, είχες εκτυλιχθεί, είχε εκτυλιχθεί, είχαμε εκτυλιχθεί, είχατε εκτυλιχθεί, είχαν(ε) εκτυλιχθεί
Σημείωση: Πρόκειται για ρήμα σύνθετο του
ελληνιστικού τυλίσσω (με την πρόθεση εκ / εξ), το οποίο ορθογραφείται με δύο
-σ- στον ενεστώτα και τον παρατατικό. Οι συνοπτικοί (αοριστικοί) τύποι της μέσης
φωνής σχηματίζονται με το σύμπλεγμα -χθ-: εκτυλίχθηκα, εκτυλιχθώ.
Πηγή σημειώσεων: Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό
των δυσκολιών και των λαθών στη χρήση της ελληνικής, Κέντρο Λεξικολογίας.
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «εκτυλίσσω»
Ενεστώτας
Οριστική
εκτυλίσσω, εκτυλίσσεις, εκτυλίσσει, εκτυλίσσουμε, εκτυλίσσετε, εκτυλίσσουν (ή εκτυλίσσουνε)
να εκτυλίσσω, να εκτυλίσσεις, να εκτυλίσσει, να εκτυλίσσουμε, να εκτυλίσσετε, να εκτυλίσσουν (ή να εκτυλίσσουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: εκτύλισσε – β΄ πληθυντικό: εκτυλίσσετε
Μετοχή
εκτυλίσσοντας
Παρατατικός
Οριστική
εκτύλισσα, εκτύλισσες, εκτύλισσε, εκτυλίσσαμε, εκτυλίσσατε, εκτύλισσαν ή εκτυλίσσανε
Αόριστος
Οριστική
εκτύλιξα, εκτύλιξες, εκτύλιξε, εκτυλίξαμε, εκτυλίξατε, εκτύλιξαν ή εκτυλίξανε
να εκτυλίξω, να εκτυλίξεις, να εκτυλίξει, να εκτυλίξουμε, να εκτυλίξετε, να εκτυλίξουν (ή να εκτυλίξουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: εκτύλιξε – β΄ πληθυντικό: εκτυλίξτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα εκτυλίσσω, θα εκτυλίσσεις, θα εκτυλίσσει, θα εκτυλίσσουμε, θα εκτυλίσσετε, θα εκτυλίσσουν (ή θα εκτυλίσσουνε)
Οριστική
θα εκτυλίξω, θα εκτυλίξεις, θα εκτυλίξει, θα εκτυλίξουμε, θα εκτυλίξετε, θα εκτυλίξουν (ή θα εκτυλίξουνε)
Οριστική
θα έχω εκτυλίξει, θα έχεις εκτυλίξει, θα έχει εκτυλίξει, θα έχουμε εκτυλίξει, θα έχετε εκτυλίξει, θα έχουν(ε) εκτυλίξει
Παρακείμενος
Οριστική
έχω εκτυλίξει, έχεις εκτυλίξει, έχει εκτυλίξει, έχουμε εκτυλίξει, έχετε εκτυλίξει, έχουν(ε) εκτυλίξει
να έχω εκτυλίξει, να έχεις εκτυλίξει, να έχει εκτυλίξει, να έχουμε εκτυλίξει, να έχετε εκτυλίξει, να έχουν(ε) εκτυλίξει
Μετοχή
έχοντας εκτυλίξει
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα εκτυλίξει, είχες εκτυλίξει, είχε εκτυλίξει, είχαμε εκτυλίξει, είχατε εκτυλίξει, είχαν(ε) εκτυλίξει
Παθητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
εκτυλίσσομαι, εκτυλίσσεσαι, εκτυλίσσεται, εκτυλισσόμαστε, εκτυλίσσεστε ή εκτυλισσόσαστε, εκτυλίσσονται
να εκτυλίσσομαι, να εκτυλίσσεσαι, να εκτυλίσσεται, να εκτυλισσόμαστε, να εκτυλίσσεστε ή να εκτυλισσόσαστε, να εκτυλίσσονται
Προστακτική
β΄ ενικό: εκτυλίσσου – β΄ πληθυντικό: εκτυλίσσεστε
Μετοχή
εκτυλισσόμενος, εκτυλισσόμενη, εκτυλισσόμενο
Παρατατικός
Οριστική
εκτυλισσόμουν, εκτυλισσόσουν, εκτυλισσόταν, εκτυλισσόμαστε, εκτυλισσόσαστε, εκτυλίσσονταν
Αόριστος
Οριστική
εκτυλίχθηκα, εκτυλίχθηκες, εκτυλίχθηκε, εκτυλιχθήκαμε, εκτυλιχθήκατε, εκτυλίχθηκαν ή εκτυλιχθήκανε
να εκτυλιχθώ, να εκτυλιχθείς, να εκτυλιχθεί, να εκτυλιχθούμε, να εκτυλιχθείτε, να εκτυλιχθούν ή να εκτυλιχθούνε
Προστακτική
β΄ ενικό: εκτυλίξου – β΄ πληθυντικό: εκτυλιχθείτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα εκτυλίσσομαι, θα εκτυλίσσεσαι, θα εκτυλίσσεται, θα εκτυλισσόμαστε, θα εκτυλίσσεστε ή θα εκτυλισσόσαστε, θα εκτυλίσσονται
Οριστική
θα εκτυλιχθώ, θα εκτυλιχθείς, θα εκτυλιχθεί, θα εκτυλιχθούμε, θα εκτυλιχθείτε, θα εκτυλιχθούν ή θα εκτυλιχθούνε
Οριστική
θα έχω εκτυλιχθεί, θα έχεις εκτυλιχθεί, θα έχει εκτυλιχθεί, θα έχουμε εκτυλιχθεί, θα έχετε εκτυλιχθεί, θα έχουν(ε) εκτυλιχθεί
Παρακείμενος
Οριστική
έχω εκτυλιχθεί, έχεις εκτυλιχθεί, έχει εκτυλιχθεί, έχουμε εκτυλιχθεί, έχετε εκτυλιχθεί, έχουν(ε) εκτυλιχθεί
να έχω εκτυλιχθεί, να έχεις εκτυλιχθεί, να έχει εκτυλιχθεί, να έχουμε εκτυλιχθεί, να έχετε εκτυλιχθεί, να έχουν(ε) εκτυλιχθεί
Μετοχή
---
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα εκτυλιχθεί, είχες εκτυλιχθεί, είχε εκτυλιχθεί, είχαμε εκτυλιχθεί, είχατε εκτυλιχθεί, είχαν(ε) εκτυλιχθεί
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου