Mario Sanchez Nevado
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «εκθέτω»
Ενεργητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
εκθέτω, εκθέτεις, εκθέτει, εκθέτουμε, εκθέτετε, εκθέτουν (ή εκθέτουνε)
Υποτακτική
να εκθέτω, να εκθέτεις, να εκθέτει, να εκθέτουμε, να εκθέτετε, να εκθέτουν (ή να εκθέτουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: έκθετε – β΄ πληθυντικό: εκθέτετε
Μετοχή
εκθέτοντας
Παρατατικός
Οριστική
εξέθετα, εξέθετες, εξέθετε, εκθέταμε, εκθέτατε, εξέθεταν ή εκθέτανε
Αόριστος
Οριστική
εξέθεσα, εξέθεσες, εξέθεσε, εκθέσαμε, εκθέσατε, εξέθεσαν ή εκθέσανε
Υποτακτική
να εκθέσω, να εκθέσεις, να εκθέσει, να εκθέσουμε, να εκθέσετε, να εκθέσουν (ή να εκθέσουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: έκθεσε – β΄ πληθυντικό: εκθέστε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα εκθέτω, θα εκθέτεις, θα εκθέτει, θα εκθέτουμε, θα εκθέτετε, θα εκθέτουν (ή θα εκθέτουνε)
Συνοπτικός
Μέλλοντας
Οριστική
θα εκθέσω, θα εκθέσεις, θα εκθέσει, θα εκθέσουμε, θα εκθέσετε, θα εκθέσουν (ή θα εκθέσουνε)
Συντελεσμένος
Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω εκθέσει, θα έχεις εκθέσει, θα έχει εκθέσει, θα έχουμε εκθέσει, θα έχετε εκθέσει, θα έχουν εκθέσει
Παρακείμενος
Οριστική
έχω εκθέσει, έχεις εκθέσει, έχει εκθέσει, έχουμε εκθέσει, έχετε εκθέσει, έχουν εκθέσει
Υποτακτική
να έχω εκθέσει, να έχεις εκθέσει, να έχει εκθέσει, να έχουμε εκθέσει, να έχετε εκθέσει, να έχουν εκθέσει
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα εκθέσει, είχες εκθέσει, είχε εκθέσει, είχαμε εκθέσει, είχατε εκθέσει, είχαν(ε) εκθέσει
Παθητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
εκτίθεμαι, εκτίθεσαι, εκτίθεται, εκτιθέμεθα, εκτίθεσθε ή εκτίθεστε, εκτίθενται
Υποτακτική
να εκτίθεμαι, να εκτίθεσαι, να εκτίθεται, να εκτιθέμεθα, να εκτίθεσθε ή να εκτίθεστε, να εκτίθενται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: εκτίθεσθε
Μετοχή
εκτιθέμενος, εκτιθέμενη, εκτιθέμενο
Παρατατικός
Οριστική
εκτιθέμην, εκτίθεσο, εκτίθετο, εκτιθέμεθα, εκτίθεσθε, εκτίθεντο
(&
σπάνια σε λόγιο ύφος: εξετιθέμην, εξετίθεσο, εξετίθετο, εξετιθέμεθα, εξετίθεσθε,
εξετίθεντο)
Αόριστος
Οριστική
εκτέθηκα, εκτέθηκες, εκτέθηκε, εκτεθήκαμε, εκτεθήκατε, εκτέθηκαν
Υποτακτική
να εκτεθώ, να εκτεθείς, να εκτεθεί, να εκτεθούμε, να εκτεθείτε, να εκτεθούν (ή να εκτεθούνε)
Προστακτική
β΄ ενικού: εκθέσου β΄ πληθυντικό: εκτεθείτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα εκτίθεμαι, θα εκτίθεσαι, θα εκτίθεται, θα εκτιθέμεθα, θα εκτίθεσθε ή θα εκτίθεστε, θα εκτίθενται
Συνοπτικός
Μέλλοντας
Οριστική
θα εκτεθώ, θα εκτεθείς, θα εκτεθεί, θα εκτεθούμε, θα εκτεθείτε, θα εκτεθούν (ή θα εκτεθούνε)
Συντελεσμένος
Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω εκτεθεί, θα έχεις εκτεθεί, θα έχει εκτεθεί, θα έχουμε εκτεθεί, θα έχετε εκτεθεί, θα έχουν εκτεθεί
Παρακείμενος
Οριστική
έχω εκτεθεί, έχεις εκτεθεί, έχει εκτεθεί, έχουμε εκτεθεί, έχετε εκτεθεί, έχουν εκτεθεί
Υποτακτική
να έχω εκτεθεί, να έχεις εκτεθεί, να έχει εκτεθεί, να έχουμε εκτεθεί, να έχετε εκτεθεί, να έχουν εκτεθεί
Μετοχή
εκτεθειμένος, εκτεθειμένη, εκτεθειμένο
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα εκτεθεί, είχες εκτεθεί, είχε εκτεθεί, είχαμε εκτεθεί, είχατε εκτεθεί, είχαν(ε) εκτεθεί
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «εκθέτω»
Ενεργητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
εκθέτω, εκθέτεις, εκθέτει, εκθέτουμε, εκθέτετε, εκθέτουν (ή εκθέτουνε)
να εκθέτω, να εκθέτεις, να εκθέτει, να εκθέτουμε, να εκθέτετε, να εκθέτουν (ή να εκθέτουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: έκθετε – β΄ πληθυντικό: εκθέτετε
Μετοχή
εκθέτοντας
Παρατατικός
Οριστική
εξέθετα, εξέθετες, εξέθετε, εκθέταμε, εκθέτατε, εξέθεταν ή εκθέτανε
Οριστική
εξέθεσα, εξέθεσες, εξέθεσε, εκθέσαμε, εκθέσατε, εξέθεσαν ή εκθέσανε
να εκθέσω, να εκθέσεις, να εκθέσει, να εκθέσουμε, να εκθέσετε, να εκθέσουν (ή να εκθέσουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: έκθεσε – β΄ πληθυντικό: εκθέστε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα εκθέτω, θα εκθέτεις, θα εκθέτει, θα εκθέτουμε, θα εκθέτετε, θα εκθέτουν (ή θα εκθέτουνε)
Οριστική
θα εκθέσω, θα εκθέσεις, θα εκθέσει, θα εκθέσουμε, θα εκθέσετε, θα εκθέσουν (ή θα εκθέσουνε)
Οριστική
θα έχω εκθέσει, θα έχεις εκθέσει, θα έχει εκθέσει, θα έχουμε εκθέσει, θα έχετε εκθέσει, θα έχουν εκθέσει
Παρακείμενος
Οριστική
έχω εκθέσει, έχεις εκθέσει, έχει εκθέσει, έχουμε εκθέσει, έχετε εκθέσει, έχουν εκθέσει
να έχω εκθέσει, να έχεις εκθέσει, να έχει εκθέσει, να έχουμε εκθέσει, να έχετε εκθέσει, να έχουν εκθέσει
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα εκθέσει, είχες εκθέσει, είχε εκθέσει, είχαμε εκθέσει, είχατε εκθέσει, είχαν(ε) εκθέσει
Παθητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
εκτίθεμαι, εκτίθεσαι, εκτίθεται, εκτιθέμεθα, εκτίθεσθε ή εκτίθεστε, εκτίθενται
να εκτίθεμαι, να εκτίθεσαι, να εκτίθεται, να εκτιθέμεθα, να εκτίθεσθε ή να εκτίθεστε, να εκτίθενται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: εκτίθεσθε
Μετοχή
εκτιθέμενος, εκτιθέμενη, εκτιθέμενο
Παρατατικός
Οριστική
εκτιθέμην, εκτίθεσο, εκτίθετο, εκτιθέμεθα, εκτίθεσθε, εκτίθεντο
Αόριστος
Οριστική
εκτέθηκα, εκτέθηκες, εκτέθηκε, εκτεθήκαμε, εκτεθήκατε, εκτέθηκαν
να εκτεθώ, να εκτεθείς, να εκτεθεί, να εκτεθούμε, να εκτεθείτε, να εκτεθούν (ή να εκτεθούνε)
β΄ ενικού: εκθέσου β΄ πληθυντικό: εκτεθείτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα εκτίθεμαι, θα εκτίθεσαι, θα εκτίθεται, θα εκτιθέμεθα, θα εκτίθεσθε ή θα εκτίθεστε, θα εκτίθενται
Οριστική
θα εκτεθώ, θα εκτεθείς, θα εκτεθεί, θα εκτεθούμε, θα εκτεθείτε, θα εκτεθούν (ή θα εκτεθούνε)
Οριστική
θα έχω εκτεθεί, θα έχεις εκτεθεί, θα έχει εκτεθεί, θα έχουμε εκτεθεί, θα έχετε εκτεθεί, θα έχουν εκτεθεί
Οριστική
έχω εκτεθεί, έχεις εκτεθεί, έχει εκτεθεί, έχουμε εκτεθεί, έχετε εκτεθεί, έχουν εκτεθεί
να έχω εκτεθεί, να έχεις εκτεθεί, να έχει εκτεθεί, να έχουμε εκτεθεί, να έχετε εκτεθεί, να έχουν εκτεθεί
Μετοχή
εκτεθειμένος, εκτεθειμένη, εκτεθειμένο
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα εκτεθεί, είχες εκτεθεί, είχε εκτεθεί, είχαμε εκτεθεί, είχατε εκτεθεί, είχαν(ε) εκτεθεί
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου