Huib Limberg
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «παρεισφρέω»
Ενεργητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
παρεισφρέω, παρεισφρέεις, παρεισφρέει, παρεισφρέουμε, παρεισφρέετε, παρεισφρέουν (ή παρεισφρέουνε)
Υποτακτική
να παρεισφρέω, να παρεισφρέεις, να παρεισφρέει, να παρεισφρέουμε, να παρεισφρέετε, να παρεισφρέουν (ή να παρεισφρέουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: παρείσφρεε – β΄ πληθυντικό: παρεισφρέετε
Μετοχή
παρεισφρέοντας
Παρατατικός
Οριστική
παρεισέφρεα, παρεισέφρεες, παρεισέφρεε, παρεισφρέαμε, παρεισφρέατε, παρεισέφρεαν
Αόριστος
Οριστική
παρεισέφρησα, παρεισέφρησες, παρεισέφρησε, παρεισφρήσαμε, παρεισφρήσατε, παρεισέφρησαν ή παρεισφρήσανε
Υποτακτική
να παρεισφρήσω, να παρεισφρήσεις, να παρεισφρήσει, να παρεισφρήσουμε, να παρεισφρήσετε, να παρεισφρήσουν (ή να παρεισφρήσουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: παρείσφρησε – β΄ πληθυντικό: παρεισφρήστε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα παρεισφρέω, θα παρεισφρέεις, θα παρεισφρέει, θα παρεισφρέουμε, θα παρεισφρέετε, θα παρεισφρέουν (ή θα παρεισφρέουνε)
Συνοπτικός
Μέλλοντας
Οριστική
θα παρεισφρήσω, θα παρεισφρήσεις, θα παρεισφρήσει, θα παρεισφρήσουμε, θα παρεισφρήσετε, θα παρεισφρήσουν (ή θα παρεισφρήσουνε)
Συντελεσμένος
Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω παρεισφρήσει, θα έχεις παρεισφρήσει, θα έχει παρεισφρήσει, θα έχουμε παρεισφρήσει, θα έχετε παρεισφρήσει, θα έχουν(ε) παρεισφρήσει
Παρακείμενος
Οριστική
έχω παρεισφρήσει, έχεις παρεισφρήσει, έχει παρεισφρήσει, έχουμε παρεισφρήσει, έχετε παρεισφρήσει, έχουν(ε) παρεισφρήσει
Υποτακτική
να έχω παρεισφρήσει, να έχεις παρεισφρήσει, να έχει παρεισφρήσει, να έχουμε παρεισφρήσει, να έχετε παρεισφρήσει, να έχουν(ε) παρεισφρήσει
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα παρεισφρήσει, είχες παρεισφρήσει, είχε παρεισφρήσει, είχαμε παρεισφρήσει, είχατε παρεισφρήσει, είχαν(ε) παρεισφρήσει
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «παρεισφρέω»
Ενεργητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
παρεισφρέω, παρεισφρέεις, παρεισφρέει, παρεισφρέουμε, παρεισφρέετε, παρεισφρέουν (ή παρεισφρέουνε)
να παρεισφρέω, να παρεισφρέεις, να παρεισφρέει, να παρεισφρέουμε, να παρεισφρέετε, να παρεισφρέουν (ή να παρεισφρέουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: παρείσφρεε – β΄ πληθυντικό: παρεισφρέετε
Μετοχή
παρεισφρέοντας
Παρατατικός
Οριστική
παρεισέφρεα, παρεισέφρεες, παρεισέφρεε, παρεισφρέαμε, παρεισφρέατε, παρεισέφρεαν
Οριστική
παρεισέφρησα, παρεισέφρησες, παρεισέφρησε, παρεισφρήσαμε, παρεισφρήσατε, παρεισέφρησαν ή παρεισφρήσανε
να παρεισφρήσω, να παρεισφρήσεις, να παρεισφρήσει, να παρεισφρήσουμε, να παρεισφρήσετε, να παρεισφρήσουν (ή να παρεισφρήσουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: παρείσφρησε – β΄ πληθυντικό: παρεισφρήστε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα παρεισφρέω, θα παρεισφρέεις, θα παρεισφρέει, θα παρεισφρέουμε, θα παρεισφρέετε, θα παρεισφρέουν (ή θα παρεισφρέουνε)
Οριστική
θα παρεισφρήσω, θα παρεισφρήσεις, θα παρεισφρήσει, θα παρεισφρήσουμε, θα παρεισφρήσετε, θα παρεισφρήσουν (ή θα παρεισφρήσουνε)
Οριστική
θα έχω παρεισφρήσει, θα έχεις παρεισφρήσει, θα έχει παρεισφρήσει, θα έχουμε παρεισφρήσει, θα έχετε παρεισφρήσει, θα έχουν(ε) παρεισφρήσει
Παρακείμενος
Οριστική
έχω παρεισφρήσει, έχεις παρεισφρήσει, έχει παρεισφρήσει, έχουμε παρεισφρήσει, έχετε παρεισφρήσει, έχουν(ε) παρεισφρήσει
να έχω παρεισφρήσει, να έχεις παρεισφρήσει, να έχει παρεισφρήσει, να έχουμε παρεισφρήσει, να έχετε παρεισφρήσει, να έχουν(ε) παρεισφρήσει
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα παρεισφρήσει, είχες παρεισφρήσει, είχε παρεισφρήσει, είχαμε παρεισφρήσει, είχατε παρεισφρήσει, είχαν(ε) παρεισφρήσει
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου