Law student by Norman Rockwell
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «κατάσχω»
Ενεργητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
κατάσχω, κατάσχεις, κατάσχει, κατάσχουμε, κατάσχετε, κατάσχουν (ή κατάσχουνε)
να κατάσχω, να κατάσχεις, να κατάσχει, να κατάσχουμε, να κατάσχετε, να κατάσχουν (ή να κατάσχουνε)
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: κατάσχετε
Μετοχή
κατάσχοντας
Παρατατικός
Οριστική
---
Οριστική
κατάσχεσα, κατάσχεσες, κατάσχεσε, κατασχέσαμε, κατασχέσατε, κατάσχεσαν (ή κατασχέσανε)
να κατασχέσω, να κατασχέσεις, να κατασχέσει, να κατασχέσουμε, να κατασχέσετε, να κατασχέσουν (ή να κατασχέσουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: κατάσχεσε – β΄ πληθυντικό: κατασχέστε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα κατάσχω, θα κατάσχεις, θα κατάσχει, θα κατάσχουμε, θα κατάσχετε, θα κατάσχουν (ή θα κατάσχουνε)
Οριστική
θα κατασχέσω, θα κατασχέσεις, θα κατασχέσει, θα κατασχέσουμε, θα κατασχέσετε, θα κατασχέσουν (ή θα κατασχέσουνε)
Οριστική
θα έχω κατασχέσει, θα έχεις κατασχέσει, θα έχει κατασχέσει, θα έχουμε κατασχέσει, θα έχετε κατασχέσει, θα έχουν(ε) κατασχέσει
Παρακείμενος
Οριστική
έχω κατασχέσει, έχεις κατασχέσει, έχει κατασχέσει, έχουμε κατασχέσει, έχετε κατασχέσει, έχουν(ε) κατασχέσει
να έχω κατασχέσει, να έχεις κατασχέσει, να έχει κατασχέσει, να έχουμε κατασχέσει, να έχετε κατασχέσει, να έχουν(ε) κατασχέσει
Οριστική
είχα κατασχέσει, είχες κατασχέσει, είχε κατασχέσει, είχαμε κατασχέσει, είχατε κατασχέσει, είχαν/είχανε κατασχέσει
Ενεστώτας
Οριστική
κατάσχομαι, κατάσχεσαι, κατάσχεται, κατασχόμαστε, κατάσχεστε, κατάσχονται
να κατάσχομαι, να κατάσχεσαι, να κατάσχεται, να κατασχόμαστε, να κατάσχεστε, να κατάσχονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: κατάσχεστε
Μετοχή
κατασχόμενος, κατασχόμενη, κατασχόμενο
Παρατατικός
Οριστική
κατασχόμουν, κατασχόσουν, κατασχόταν, κατασχόμαστε ή κατασχόμασταν, κατασχόσαστε ή κατασχόσασταν, κατάσχονταν ή κατασχόντουσαν
Αόριστος
Οριστική
κατασχέθηκα, κατασχέθηκες, κατασχέθηκε, κατασχεθήκαμε, κατασχεθήκατε, κατασχέθηκαν (ή κατασχεθήκανε)
να κατασχεθώ, να κατασχεθείς, να κατασχεθεί, να κατασχεθούμε, να κατασχεθείτε, να κατασχεθούν (ή να κατασχεθούνε)
β΄ ενικού: κατασχέσου β΄ πληθυντικό: κατασχεθείτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα κατάσχομαι, θα κατάσχεσαι, θα κατάσχεται, θα κατασχόμαστε, θα κατάσχεστε, θα κατάσχονται
Οριστική
θα κατασχεθώ, θα κατασχεθείς, θα κατασχεθεί, θα κατασχεθούμε, θα κατασχεθείτε, θα κατασχεθούν (ή θα κατασχεθούνε)
Οριστική
θα έχω κατασχεθεί, θα έχεις κατασχεθεί, θα έχει κατασχεθεί, θα έχουμε κατασχεθεί, θα έχετε κατασχεθεί, θα έχουν κατασχεθεί
Οριστική
έχω κατασχεθεί, έχεις κατασχεθεί, έχει κατασχεθεί, έχουμε κατασχεθεί, έχετε κατασχεθεί, έχουν κατασχεθεί
να έχω κατασχεθεί, να έχεις κατασχεθεί, να έχει κατασχεθεί, να έχουμε κατασχεθεί, να έχετε κατασχεθεί, να έχουν κατασχεθεί
Μετοχή
κατασχεμένος, κατασχεμένη, κατασχεμένο
Οριστική
είχα κατασχεθεί, είχες κατασχεθεί, είχε κατασχεθεί, είχαμε κατασχεθεί, είχατε κατασχεθεί, είχαν(ε) κατασχεθεί
Το κατάσχω έχει από την προέλευσή του δυσκολία στον σχηματισμό των χρόνων του: έχει αόριστο κατάσχεσα / κατέσχεσα και μέλλοντα θα κατάσχω / θα κατασχέσω. Ο παρατατικός, ενίοτε και ο ενεστώτας, αντικαθίστανται με τη χρήση της περιφραστικής εκφοράς: κάνω κατάσχεση, έκανα κατάσχεση, προβαίνω / προχωρώ σε κατάσχεση κ.τ.ό.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου