Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «κατάσχω» | Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «κατάσχω»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Law student by Norman Rockwell

 
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «κατάσχω»
 
Ενεργητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
κατάσχω, κατάσχεις, κατάσχει, κατάσχουμε, κατάσχετε, κατάσχουν (ή κατάσχουνε)  
Υποτακτική
να κατάσχω, να κατάσχεις, να κατάσχει, να κατάσχουμε, να κατάσχετε, να κατάσχουν (ή να κατάσχουνε) 
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: κατάσχετε 
Μετοχή
κατάσχοντας
 
Παρατατικός
Οριστική
---
 
Αόριστος
Οριστική
κατάσχεσα, κατάσχεσες, κατάσχεσε, κατασχέσαμε, κατασχέσατε, κατάσχεσαν (ή κατασχέσανε)
Υποτακτική
να κατασχέσω, να κατασχέσεις, να κατασχέσει, να κατασχέσουμε, να κατασχέσετε, να κατασχέσουν (ή να κατασχέσουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: κατάσχεσε – β΄ πληθυντικό: κατασχέστε      
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα κατάσχω, θα κατάσχεις, θα κατάσχει, θα κατάσχουμε, θα κατάσχετε, θα κατάσχουν (ή θα κατάσχουνε) 
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα κατασχέσω, θα κατασχέσεις, θα κατασχέσει, θα κατασχέσουμε, θα κατασχέσετε, θα κατασχέσουν (ή θα κατασχέσουνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω κατασχέσει, θα έχεις κατασχέσει, θα έχει κατασχέσει, θα έχουμε κατασχέσει, θα έχετε κατασχέσει, θα έχουν(ε) κατασχέσει
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω κατασχέσει, έχεις κατασχέσει, έχει κατασχέσει, έχουμε κατασχέσει, έχετε κατασχέσει, έχουν(ε) κατασχέσει
Υποτακτική
να έχω κατασχέσει, να έχεις κατασχέσει, να έχει κατασχέσει, να έχουμε κατασχέσει, να έχετε κατασχέσει, να έχουν(ε) κατασχέσει
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα κατασχέσει, είχες κατασχέσει, είχε κατασχέσει, είχαμε κατασχέσει, είχατε κατασχέσει, είχαν/είχανε κατασχέσει
 
Παθητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
κατάσχομαι, κατάσχεσαι, κατάσχεται, κατασχόμαστε, κατάσχεστε, κατάσχονται
Υποτακτική
να κατάσχομαι, να κατάσχεσαι, να κατάσχεται, να κατασχόμαστε, να  κατάσχεστε, να κατάσχονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: κατάσχεστε
Μετοχή
κατασχόμενος, κατασχόμενη, κατασχόμενο
Παρατατικός
Οριστική
κατασχόμουν, κατασχόσουν, κατασχόταν, κατασχόμαστε ή κατασχόμασταν, κατασχόσαστε ή κατασχόσασταν, κατάσχονταν ή κατασχόντουσαν  
(& κατασχόμουνα, κατασχόσουνα, κατασχότανε)
 
Αόριστος
Οριστική
κατασχέθηκα, κατασχέθηκες, κατασχέθηκε, κατασχεθήκαμε, κατασχεθήκατε, κατασχέθηκαν (ή κατασχεθήκανε)
Υποτακτική
να κατασχεθώ, να κατασχεθείς, να κατασχεθεί, να κατασχεθούμε, να κατασχεθείτε, να κατασχεθούν (ή να κατασχεθούνε)
Προστακτική
β΄ ενικού: κατασχέσου β΄ πληθυντικό: κατασχεθείτε     
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα κατάσχομαι, θα κατάσχεσαι, θα κατάσχεται, θα κατασχόμαστε, θα  κατάσχεστε, θα κατάσχονται
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα κατασχεθώ, θα κατασχεθείς, θα κατασχεθεί, θα κατασχεθούμε, θα κατασχεθείτε, θα κατασχεθούν (ή θα κατασχεθούνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω κατασχεθεί, θα έχεις κατασχεθεί, θα έχει κατασχεθεί, θα έχουμε κατασχεθεί, θα έχετε κατασχεθεί, θα έχουν κατασχεθεί
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω κατασχεθεί, έχεις κατασχεθεί, έχει κατασχεθεί, έχουμε κατασχεθεί, έχετε κατασχεθεί, έχουν κατασχεθεί
Υποτακτική
να έχω κατασχεθεί, να έχεις κατασχεθεί, να έχει κατασχεθεί, να έχουμε κατασχεθεί, να έχετε κατασχεθεί, να έχουν κατασχεθεί
Μετοχή
κατασχεμένος, κατασχεμένη, κατασχεμένο
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα κατασχεθεί, είχες κατασχεθεί, είχε κατασχεθεί, είχαμε κατασχεθεί, είχατε κατασχεθεί, είχαν(ε) κατασχεθεί
 
Σημείωση: κατάσχω – κατέχω: Και τα δύο ρήματα δηλώνουν κτήση (το κατάσχω προήλθε από το κατέχω), αλλά το μεν κατέχω σημαίνει «μόνιμη και νόμιμη, κατά τεκμήριο κτήση», ενώ το κατάσχω σημαίνει «προσωρινή και, συχνά αιφνίδια έως και βίαιη, κτήση»: Για ανεξόφλητες ή αρρύθμιστες οφειλές το Δημόσιο μπορεί να κατάσχει ή να δεσμεύσει περιουσιακά στοιχεία.
Το κατάσχω προήλθε από την υποτακτική αορίστου του κατέχω (κατέχω, κατέσχον, να κατάσχω > κατάσχω) και η σχέση του προς το κατέχω είναι σχέση «δυναμικού ρήματος» (το κατάσχω δηλώνει δυναμική διαδικασία) έναντι του «στατικού ρήματος» (το κατέχω δηλώνει κατάσταση).
Το κατάσχω έχει από την προέλευσή του δυσκολία στον σχηματισμό των χρόνων του: έχει αόριστο κατάσχεσα / κατέσχεσα και μέλλοντα θα κατάσχω / θα κατασχέσω. Ο παρατατικός, ενίοτε και ο ενεστώτας, αντικαθίστανται με τη χρήση της περιφραστικής εκφοράς: κάνω κατάσχεση, έκανα κατάσχεση, προβαίνω / προχωρώ σε κατάσχεση κ.τ.ό.
 
Πηγή σημειώσεων: Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό των δυσκολιών και των λαθών στη χρήση της ελληνικής, Κέντρο Λεξικολογίας.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...