Εξεταστεα Υλη & Τροπος αξιολογησης 2025

Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «παρεισφρέω»

Huib Limberg
 
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «παρεισφρέω»
 
Ενεργητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
παρεισφρέω, παρεισφρέεις, παρεισφρέει, παρεισφρέουμε, παρεισφρέετε, παρεισφρέουν (ή παρεισφρέουνε)
Υποτακτική
να παρεισφρέω, να παρεισφρέεις, να παρεισφρέει, να παρεισφρέουμε, να παρεισφρέετε, να παρεισφρέουν (ή να παρεισφρέουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: παρείσφρεε – β΄ πληθυντικό: παρεισφρέετε 
Μετοχή
παρεισφρέοντας
 
Παρατατικός
Οριστική
παρεισέφρεα, παρεισέφρεες, παρεισέφρεε, παρεισφρέαμε, παρεισφρέατε, παρεισέφρεαν
 
Αόριστος
Οριστική
παρεισέφρησα, παρεισέφρησες, παρεισέφρησε, παρεισφρήσαμε, παρεισφρήσατε, παρεισέφρησαν ή παρεισφρήσανε
Υποτακτική
να παρεισφρήσω, να παρεισφρήσεις, να παρεισφρήσει, να παρεισφρήσουμε, να παρεισφρήσετε, να παρεισφρήσουν (ή να παρεισφρήσουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: παρείσφρησε – β΄ πληθυντικό: παρεισφρήστε    
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα παρεισφρέω, θα παρεισφρέεις, θα παρεισφρέει, θα παρεισφρέουμε, θα παρεισφρέετε, θα παρεισφρέουν (ή θα παρεισφρέουνε)
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα παρεισφρήσω, θα παρεισφρήσεις, θα παρεισφρήσει, θα παρεισφρήσουμε, θα παρεισφρήσετε, θα παρεισφρήσουν (ή θα παρεισφρήσουνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω παρεισφρήσει, θα έχεις παρεισφρήσει, θα έχει παρεισφρήσει, θα έχουμε παρεισφρήσει, θα έχετε παρεισφρήσει, θα έχουν(ε) παρεισφρήσει
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω παρεισφρήσει, έχεις παρεισφρήσει, έχει παρεισφρήσει, έχουμε παρεισφρήσει, έχετε παρεισφρήσει, έχουν(ε) παρεισφρήσει
Υποτακτική
να έχω παρεισφρήσει, να έχεις παρεισφρήσει, να έχει παρεισφρήσει, να έχουμε παρεισφρήσει, να έχετε παρεισφρήσει, να έχουν(ε) παρεισφρήσει
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα παρεισφρήσει, είχες παρεισφρήσει, είχε παρεισφρήσει, είχαμε παρεισφρήσει, είχατε παρεισφρήσει, είχαν(ε) παρεισφρήσει

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου