Νέα
ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «γίνομαι»
Ενεστώτας
Οριστική
γίνομαι, γίνεσαι, γίνεται, γινόμαστε, γίνεστε, γίνονται
να γίνομαι, να γίνεσαι, να γίνεται, να γινόμαστε, να γίνεστε, να γίνονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: γίνεστε
Μετοχή
γινόμενος, γινόμενη, γινόμενο
Παρατατικός
Οριστική
γινόμουν, γινόσουν, γινόταν, γινόμαστε ή γινόμασταν, γινόσαστε ή γινόσασταν, γίνονταν
Αόριστος
Οριστική
έγινα, έγινες, έγινε, γίναμε, γίνατε, έγιναν
Υποτακτική
να γίνω, να γίνεις, να γίνει, να γίνουμε, να γίνετε, να γίνουν
Προστακτική
β΄ ενικού: γίνε β΄ πληθυντικό: γίνετε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα γίνομαι, θα γίνεσαι, θα γίνεται, θα γινόμαστε, θα γίνεστε, θα γίνονται
Οριστική
θα γίνω, θα γίνεις, θα γίνει, θα γίνουμε, θα γίνετε, να γίνουν
Οριστική
θα έχω γίνει, θα έχεις γίνει, θα έχει γίνει, θα έχουμε γίνει, θα έχετε γίνει, θα έχουν(ε) γίνει
Παρακείμενος
Οριστική
έχω γίνει, έχεις γίνει, έχει γίνει, έχουμε γίνει, έχετε γίνει, έχουν γίνει
να έχω γίνει, να έχεις γίνει, να έχει γίνει, να έχουμε γίνει, να έχετε γίνει, να έχουν γίνει
Μετοχή
γινωμένος, γινωμένη, γινωμένο
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα γίνει, είχες γίνει, είχε γίνει, είχαμε γίνει, είχατε γίνει, είχαν(ε) γίνει
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου