Michael Lang
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «διαψεύδω»
Ενεργητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
διαψεύδω, διαψεύδεις, διαψεύδει, διαψεύδουμε, διαψεύδετε, διαψεύδουν (ή διαψεύδουνε)
Υποτακτική
να διαψεύδω, να διαψεύδεις, να διαψεύδει, να διαψεύδουμε, να διαψεύδετε, να διαψεύδουν (ή να διαψεύδουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: διάψευδε – β΄ πληθυντικό: διαψεύδετε
Μετοχή
διαψεύδοντας
Παρατατικός
Οριστική
διέψευδα, διέψευδες, διέψευδε, διαψεύδαμε, διαψεύδατε, διέψευδαν
Σημείωση:
Η χρονική αύξηση του ρήματος διατηρείται, όταν τονίζεται.
Αόριστος
Οριστική
διέψευσα, διέψευσες, διέψευσε, διαψεύσαμε, διαψεύσατε, διέψευσαν
Σημείωση: Η χρονική αύξηση του ρήματος διατηρείται,
όταν τονίζεται.
Υποτακτική
να διαψεύσω, να διαψεύσεις, να διαψεύσει, να διαψεύσουμε, να διαψεύσετε, να διαψεύσουν (ή να διαψεύσουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: διάψευδε – β΄ πληθυντικό: διαψεύστε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα διαψεύδω, θα διαψεύδεις, θα διαψεύδει, θα διαψεύδουμε, θα διαψεύδετε, θα διαψεύδουν (ή θα διαψεύδουνε)
Συνοπτικός
Μέλλοντας
Οριστική
θα διαψεύσω, θα διαψεύσεις, θα διαψεύσει, θα διαψεύσουμε, θα διαψεύσετε, θα διαψεύσουν (ή θα διαψεύσουνε)
Συντελεσμένος
Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω διαψεύσει, θα έχεις διαψεύσει, θα έχει διαψεύσει, θα έχουμε διαψεύσει, θα έχετε διαψεύσει, θα έχουν διαψεύσει
Παρακείμενος
Οριστική
έχω διαψεύσει, έχεις διαψεύσει, έχει διαψεύσει, έχουμε διαψεύσει, έχετε διαψεύσει, έχουν(ε) διαψεύσει
Υποτακτική
να έχω διαψεύσει, να έχεις διαψεύσει, να έχει διαψεύσει, να έχουμε διαψεύσει, να έχετε διαψεύσει, να έχουν(ε) διαψεύσει
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα διαψεύσει, είχες διαψεύσει, είχε διαψεύσει, είχαμε διαψεύσει, είχατε διαψεύσει, είχαν(ε) διαψεύσει
Παθητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
διαψεύδομαι, διαψεύδεσαι, διαψεύδεται, διαψευδόμαστε, διαψεύδεστε, διαψεύδονται
Υποτακτική
να διαψεύδομαι, να διαψεύδεσαι, να διαψεύδεται, να διαψευδόμαστε, να διαψεύδεστε, να διαψεύδονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: διαψεύδεστε
Μετοχή
διαψευδόμενος, διαψευδόμενη, διαψευδόμενο
Παρατατικός
Οριστική
διαψευδόμουν, διαψευδόσουν, διαψευδόταν, διαψευδόμαστε, διαψευδόσαστε, διαψεύδονταν
(&
διαψευδόμουνα, διαψευδόσουνα, διαψευδότανε)
Αόριστος
Οριστική
διαψεύσθηκα, διαψεύσθηκες, διαψεύσθηκε, διαψευσθήκαμε, διαψευσθήκατε, διαψεύσθηκαν
&
διαψεύστηκα, διαψεύστηκες, διαψεύστηκε, διαψευστήκαμε, διαψευστήκατε,
διαψεύστηκαν
Υποτακτική
να διαψευσθώ, να διαψευσθείς, να διαψευσθεί, να διαψευσθούμε, να διαψευσθείτε, να διαψευσθούν (ή να διαψευσθούνε)
&
να διαψευστώ, να διαψευστείς, να διαψευστεί, να διαψευστούμε, να
διαψευστείτε, να διαψευστούν
Προστακτική
β΄ ενικού: διαψεύσου β΄ πληθυντικό: διαψευσθείτε (διαψευστείτε)
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα διαψεύδομαι, θα διαψεύδεσαι, θα διαψεύδεται, θα διαψευδόμαστε, θα διαψεύδεστε, θα διαψεύδονται
Συνοπτικός
Μέλλοντας
Οριστική
θα διαψευσθώ, θα διαψευσθείς, θα διαψευσθεί, θα διαψευσθούμε, θα διαψευσθείτε, θα διαψευσθούν (ή θα διαψευσθούνε)
& θα διαψευστώ, θα διαψευστείς, θα
διαψευστεί, θα διαψευστούμε, θα διαψευστείτε, θα διαψευστούν
Συντελεσμένος
Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω διαψευσθεί, θα έχεις διαψευσθεί, θα έχει διαψευσθεί, θα έχουμε διαψευσθεί, θα έχετε διαψευσθεί, θα έχουν διαψευσθεί
&
θα έχω διαψευστεί, θα έχεις διαψευστεί, θα έχει διαψευστεί, θα έχουμε
διαψευστεί, θα έχετε διαψευστεί, θα έχουν διαψευστεί
Παρακείμενος
Οριστική
έχω διαψευσθεί, έχεις διαψευσθεί, έχει διαψευσθεί, έχουμε διαψευσθεί, έχετε διαψευσθεί, έχουν διαψευσθεί
&
έχω διαψευστεί, έχεις διαψευστεί,
έχει διαψευστεί, έχουμε διαψευστεί, έχετε διαψευστεί, έχουν διαψευστεί
Υποτακτική
να έχω διαψευσθεί, να έχεις διαψευσθεί, να έχει διαψευσθεί, να έχουμε διαψευσθεί, να έχετε διαψευσθεί, να έχουν διαψευσθεί
& να έχω διαψευστεί, να έχεις διαψευστεί, να έχει διαψευστεί, να έχουμε διαψευστεί, να έχετε διαψευστεί, να έχουν διαψευστεί
Μετοχή
διαψευσμένος, διαψευσμένη, διαψευσμένο
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα διαψευσθεί, είχες διαψευσθεί, είχε διαψευσθεί, είχαμε διαψευσθεί, είχατε διαψευσθεί, είχαν(ε) διαψευσθεί
&
είχα διαψευστεί, είχες διαψευστεί,
είχε διαψευστεί, είχαμε διαψευστεί, είχατε διαψευστεί, είχαν(ε) διαψευστεί
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «διαψεύδω»
Ενεργητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
διαψεύδω, διαψεύδεις, διαψεύδει, διαψεύδουμε, διαψεύδετε, διαψεύδουν (ή διαψεύδουνε)
να διαψεύδω, να διαψεύδεις, να διαψεύδει, να διαψεύδουμε, να διαψεύδετε, να διαψεύδουν (ή να διαψεύδουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: διάψευδε – β΄ πληθυντικό: διαψεύδετε
Μετοχή
διαψεύδοντας
Παρατατικός
Οριστική
διέψευδα, διέψευδες, διέψευδε, διαψεύδαμε, διαψεύδατε, διέψευδαν
Οριστική
διέψευσα, διέψευσες, διέψευσε, διαψεύσαμε, διαψεύσατε, διέψευσαν
Υποτακτική
να διαψεύσω, να διαψεύσεις, να διαψεύσει, να διαψεύσουμε, να διαψεύσετε, να διαψεύσουν (ή να διαψεύσουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: διάψευδε – β΄ πληθυντικό: διαψεύστε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα διαψεύδω, θα διαψεύδεις, θα διαψεύδει, θα διαψεύδουμε, θα διαψεύδετε, θα διαψεύδουν (ή θα διαψεύδουνε)
Οριστική
θα διαψεύσω, θα διαψεύσεις, θα διαψεύσει, θα διαψεύσουμε, θα διαψεύσετε, θα διαψεύσουν (ή θα διαψεύσουνε)
Οριστική
θα έχω διαψεύσει, θα έχεις διαψεύσει, θα έχει διαψεύσει, θα έχουμε διαψεύσει, θα έχετε διαψεύσει, θα έχουν διαψεύσει
Παρακείμενος
Οριστική
έχω διαψεύσει, έχεις διαψεύσει, έχει διαψεύσει, έχουμε διαψεύσει, έχετε διαψεύσει, έχουν(ε) διαψεύσει
να έχω διαψεύσει, να έχεις διαψεύσει, να έχει διαψεύσει, να έχουμε διαψεύσει, να έχετε διαψεύσει, να έχουν(ε) διαψεύσει
Οριστική
είχα διαψεύσει, είχες διαψεύσει, είχε διαψεύσει, είχαμε διαψεύσει, είχατε διαψεύσει, είχαν(ε) διαψεύσει
Παθητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
διαψεύδομαι, διαψεύδεσαι, διαψεύδεται, διαψευδόμαστε, διαψεύδεστε, διαψεύδονται
να διαψεύδομαι, να διαψεύδεσαι, να διαψεύδεται, να διαψευδόμαστε, να διαψεύδεστε, να διαψεύδονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: διαψεύδεστε
Μετοχή
διαψευδόμενος, διαψευδόμενη, διαψευδόμενο
Παρατατικός
Οριστική
διαψευδόμουν, διαψευδόσουν, διαψευδόταν, διαψευδόμαστε, διαψευδόσαστε, διαψεύδονταν
Αόριστος
Οριστική
διαψεύσθηκα, διαψεύσθηκες, διαψεύσθηκε, διαψευσθήκαμε, διαψευσθήκατε, διαψεύσθηκαν
Υποτακτική
να διαψευσθώ, να διαψευσθείς, να διαψευσθεί, να διαψευσθούμε, να διαψευσθείτε, να διαψευσθούν (ή να διαψευσθούνε)
Προστακτική
β΄ ενικού: διαψεύσου β΄ πληθυντικό: διαψευσθείτε (διαψευστείτε)
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα διαψεύδομαι, θα διαψεύδεσαι, θα διαψεύδεται, θα διαψευδόμαστε, θα διαψεύδεστε, θα διαψεύδονται
Οριστική
θα διαψευσθώ, θα διαψευσθείς, θα διαψευσθεί, θα διαψευσθούμε, θα διαψευσθείτε, θα διαψευσθούν (ή θα διαψευσθούνε)
Οριστική
θα έχω διαψευσθεί, θα έχεις διαψευσθεί, θα έχει διαψευσθεί, θα έχουμε διαψευσθεί, θα έχετε διαψευσθεί, θα έχουν διαψευσθεί
Παρακείμενος
Οριστική
έχω διαψευσθεί, έχεις διαψευσθεί, έχει διαψευσθεί, έχουμε διαψευσθεί, έχετε διαψευσθεί, έχουν διαψευσθεί
Υποτακτική
να έχω διαψευσθεί, να έχεις διαψευσθεί, να έχει διαψευσθεί, να έχουμε διαψευσθεί, να έχετε διαψευσθεί, να έχουν διαψευσθεί
& να έχω διαψευστεί, να έχεις διαψευστεί, να έχει διαψευστεί, να έχουμε διαψευστεί, να έχετε διαψευστεί, να έχουν διαψευστεί
Μετοχή
διαψευσμένος, διαψευσμένη, διαψευσμένο
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα διαψευσθεί, είχες διαψευσθεί, είχε διαψευσθεί, είχαμε διαψευσθεί, είχατε διαψευσθεί, είχαν(ε) διαψευσθεί
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου