Κωνσταντίνος Καβάφης «Ρωτούσε για την
ποιότητα –» Απ’ το γραφείον όπου είχε προσληφθεί σε θέσι ασήμαντη και φθηνοπληρωμένη (ως οκτώ λίρες το μηνιάτικό του: με τα
τυχερά) βγήκε σαν τέλεψεν η έρημη δουλειά που όλο το απόγευμα ήταν σκυμμένος: βγήκεν η ώρα επτά, και περπατούσε αργά και χάζευε στον δρόμο. – Έμορφος⸱ κ’ ενδιαφέρων: έτσι που έδειχνε
φθασμένος στην πλήρη του αισθησιακίν απόδοσι. Τα είκοσι εννιά, τον περασμένο μήνα τα
είχε κλείσει. Εχάζευε στον δρόμο, και στες πτωχικές παρόδους που οδηγούσαν προς την
κατοικία του. Περνώντας εμπρός σ’ ένα μαγαζί μικρό όπου πουλιούνταν κάτι πράγματα ψεύτικα και φθηνά για εργατικούς, είδ’ εκεί μέσα ένα πρόσωπο, είδε μια
μορφή όπου τον έσπρωξαν και εισήλθε, και ζητούσε τάχα να δει χρωματιστά μαντήλια. Ρωτούσε για την ποιότητα των μαντηλιών και τι κοστίζουν⸱ με φωνή πνιγμένη, σχεδόν σβυσμένη απ’ την επιθυμία. Κι ανάλογα ήλθαν η απαντήσεις, αφηρημένες, με φωνή χαμηλωμένη, με υπολανθάνουσα συναίνεσι. Όλο και κάτι έλεγαν για την πραγμάτεια –
αλλά μόνος σκοπός: τα χέρια των ν’ αγγίζουν επάνω απ’ τα μαντήλια⸱ να πλησιάζουν τα πρόσωπα, τα χείλη σαν τυχαίως⸱ μια στιγμιαία στα μέλη επαφή. Γρήγορα και κρυφά, για
να μη νοιώσει ο
καταστηματάρχης που στο βάθος κάθονταν. [1930] Ο ήρωας του ποιήματος, όπως συχνά
συμβαίνει στα ερωτικά του Κωνσταντίνου Καβάφη, είναι ένας νεαρός χαμηλής
οικονομικής επιφάνειας. Η δουλειά στην οποία εργάζεται του προσφέρει πολύ
χαμηλό μισθό (μέχρι οκτώ αιγυπτιακές λίρες το μήνα, μαζί με τα όποια
φιλοδωρήματα) και σχεδόν καμία ουσιαστική ευχαρίστηση («η έρημη δουλειά»). Έτσι,
μόλις τελειώνει τη μέρα εκείνη τη βάρδιά του στις επτά το απόγευμα, βγαίνει για
να περπατήσει και να χαζέψει στους δρόμους, αναζητώντας κάποια ψυχική εκτόνωση
από την κούραση και την ανία που του είχε προκαλέσει η εργασία. Ο νεαρός ήρωας είναι όμορφος και έχει
ενδιαφέρουσα παρουσία, καθώς στα είκοσι εννιά του χρόνια βρίσκεται πια στην κορύφωση
της «αισθησιακής του απόδοσης». Η γοητευτική παρουσία του, επομένως, είναι εύλογο
πως ελκύει την προσοχή των άλλων και του προσφέρει κάποια διαφορετική
ικανοποίηση στο πλαίσιο της φτωχικής ζωής του. Η μοναχική, νωχελική πορεία του νεαρού
ήρωα στον δρόμο προς το σπίτι του, αν και αρχικώς μοιάζει να αποσκοπεί μόνο στο
να αποδιώξει την ανία της κουραστικής εργασίας, τον οδηγεί μπροστά από ένα
μικρό μαγαζί, όπου ο ήρωας αντικρίζει ένα πρόσωπο που τραβάει αμέσως την
προσοχή του. Με την εισαγωγική αφηγηματική
παρουσίαση της κατάστασης του ήρωα και την περιγραφή της εμφάνισής του, ο
ποιητής ακολουθεί ένα σχετικά σταθερό μοτίβο των ερωτικών του ποιημάτων. Η
συνάντηση των δύο νέων προετοιμάζεται με ένα αδρό αφηγηματικό πλαίσιο και
ακολούθως η προσοχή του ποιητή εστιάζεται στη μεταξύ τους αλληλεπίδραση.
Ενδιαφέρουσα, συνάμα, είναι η τάση του ποιητή να δημιουργεί ποικίλες εικόνες
τέτοιων συναντήσεων με κοινό πάντα παρονομαστή την ερωτική έλξη ανάμεσα στα νεανικά
πρόσωπα. «Περνώντας εμπρός σ’ ένα μαγαζί μικρό όπου πουλιούνταν κάτι πράγματα ψεύτικα και φθηνά για εργατικούς, είδ’ εκεί μέσα ένα πρόσωπο, είδε μια
μορφή όπου τον έσπρωξαν και εισήλθε, και
ζητούσε τάχα να δει χρωματιστά μαντήλια.» Το μαγαζί μέσα στο οποίο βρίσκεται ο
υπάλληλος που τραβάει την προσοχή του νεαρού ήρωα απευθύνεται σε εργάτες, μιας
και τα προϊόντα που πουλά είναι ιδιαιτέρως φθηνά και χαμηλής ποιότητας. Η
στιγμή που ο ήρωας αντικρίζει τον υπάλληλο δίνεται εμφατικά με σχήμα επανάληψης
«είδ’ εκεί μέσα ένα πρόσωπο, είδε μια μορφή», χωρίς, ωστόσο, να διευκρινίζεται
το φύλο του υπαλλήλου, όπως κάποιες φορές συμβαίνει στα ερωτικά του ποιητή. Το ωραίο πρόσωπο και το θελκτικό σώμα («μορφή»)
που αντικρίζει ο ήρωας αποτελούν επαρκές κίνητρο για να τον οδηγήσουν μέσα στο
μαγαζί («τον έσπρωξαν και εισήλθε»), όπου παραμένει με την πρόφαση πως
ενδιαφερόταν να δει χρωματιστά μαντήλια. «Ρωτούσε για την ποιότητα των μαντηλιών και τι κοστίζουν⸱ με φωνή πνιγμένη, σχεδόν σβυσμένη απ’ την επιθυμία. Κι ανάλογα ήλθαν η απαντήσεις, αφηρημένες, με φωνή χαμηλωμένη, με υπολανθάνουσα συναίνεσι.» Ο νεαρός «ρωτούσε για την ποιότητα», όπως
δηλώνει και ο τίτλος του ποιήματος, των μαντηλιών, χωρίς διόλου να ενδιαφέρεται
γι’ αυτό. Σκοπός του ήταν να παρατείνει την παραμονή του κοντά στον υπάλληλο
που προκάλεσε το ερωτικό του ενδιαφέρον. Με τη φωνή του «πνιγμένη», «σχεδόν
σβυσμένη» από την ένταση της ερωτικής επιθυμίας θέτει τα προσχηματικά ερωτήματα,
και λαμβάνει κατά τρόπο παρόμοιο τις απαντήσεις, με τη φωνή του υπαλλήλου
χαμηλωμένη και με τον τόνο της να δηλώνει έμμεσα τη συναίνεσή του στην ερωτική
διάθεση του συνομιλητή του. Η επαφή ανάμεσα στους δύο νέους είναι εντελώς
τυχαία και βασίζεται απλώς και μόνο στην ερωτική έλξη που προκαλεί η όμορφη
εμφάνισή τους. Δεν γνωρίζουν τίποτε ο ένας για τον άλλον και δεν το επιζητούν⸱ ό,τι κυριαρχεί είναι η ερωτική επιθυμία
που βασίζεται στη σωματική τους έλξη. «Όλο και κάτι έλεγαν για την πραγμάτεια
– αλλά μόνος σκοπός: τα χέρια των ν’ αγγίζουν επάνω απ’ τα μαντήλια⸱ να πλησιάζουν τα πρόσωπα, τα χείλη σαν τυχαίως⸱ μια στιγμιαία στα μέλη επαφή.» Η συζήτηση μεταξύ των δύο νέων γίνεται
φαινομενικά για το εμπόρευμα του καταστήματος, στην πραγματικότητα όμως μόνος
σκοπός τους ήταν να αγγίζουν τα χέρια τους πάνω απ’ τη μαντήλια και να
πλησιάζουν τα πρόσωπά τους και τα χείλη τους, ώστε να ακουμπούν μεταξύ τους,
σαν να προκύπτει τυχαία. Τα στιγμιαία αυτά αγγίγματα των χεριών και των χειλιών
γίνονται όλα με προσοχή και βιασύνη, γιατί οι δυο νέοι δεν είναι μόνοι τους. «Γρήγορα και κρυφά, για να μη νοιώσει ο καταστηματάρχης που στο βάθος
κάθονταν.» Οι δυο νέοι θέλουν να αισθανθούν ο ένας
το άγγιγμα του άλλου, μα δεν μπορούν να το κάνουν αυτό με τον τρόπο που
πραγματικά θα το ήθελαν, διότι υπήρχε ο κίνδυνος να τους αντιληφθεί ο
καταστηματάρχης που καθόταν στο βάθος του μαγαζιού. Έτσι, παρά την ένταση της ερωτικής
τους επιθυμίας θα χρειαστεί να αρκεστούν στα τυχαία και βιαστικά αγγίγματα, που
δεν ικανοποιούν μεν τον πόθο τους, αλλά φανερώνουν την αμοιβαιότητα της έλξης
και τους προσφέρουν μια μερική αίσθηση ευδαιμονίας.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου