Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση
ρήματος «δίδωμι/δίδομαι»
Ενεργητική Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
δίδωμι, δίδως, δίδωσι, δίδομεν, δίδοτε, διδόασι(ν)
Υποτακτική
διδῶ, διδῷς, διδῷ, διδῶμεν, διδῶτε, διδῶσι(ν)
Ευκτική
διδοίην, διδοίης, διδοίη, διδοίημεν ή διδοῖμεν, διδοίητε ή διδοῖτε, διδοίησαν ή
διδοῖεν
Προστακτική
---, δίδου, διδότω, ---, δίδοτε, διδόντων (ή διδότωσαν)
Απαρέμφατο
διδόναι
Μετοχή
διδούς, διδοῦσα, διδόν
Παρατατικός
Οριστική
ἐδίδουν, ἐδίδους, ἐδίδου, ἐδίδομεν, ἐδίδοτε, ἐδίδοσαν
Μέλλοντας
Οριστική
δώσω, δώσεις, δώσει, δώσομεν, δώσετε, δώσουσι(ν)
Ευκτική
δώσοιμι, δώσοις, δώσοι, δώσοιμεν, δώσοιτε, δώσοιεν
Απαρέμφατο
δώσειν
Μετοχή
δώσων, δώσουσα, δῶσον
Αόριστος
Οριστική
ἔδωκα, ἔδωκας, ἔδωκε(ν), ἔδομεν, ἔδοτε, ἔδοσαν
Υποτακτική
δῶ, δῷς, δῷ, δῶμεν, δῶτε, δῶσι(ν)
Ευκτική
δοίην, δοίης, δοίη, δοίημεν ή δοῖμεν, δοίητε ή δοῖτε, δοίησαν ή δοῖεν
Προστακτική
---, δός, δότω, ---, δότε, δόντων (ή δότωσαν)
Απαρέμφατο
δοῦναι
Μετοχή
δούς, δοῦσα, δόν
Παρακείμενος
Οριστική
δέδωκα, δέδωκας, δέδωκε(ν), δεδώκαμεν, δεδώκατε, δεδώκασι(ν)
Υποτακτική
δεδωκώς- δεδωκυῖα- δεδωκός ὦ
δεδωκώς- δεδωκυῖα- δεδωκός ᾖς
δεδωκώς- δεδωκυῖα- δεδωκός ᾖ
δεδωκότες- δεδωκυῖαι- δεδωκότα ὦμεν
δεδωκότες- δεδωκυῖαι- δεδωκότα ἦτε
δεδωκότες- δεδωκυῖαι- δεδωκότα ὦσι
Ευκτική
δεδωκώς- δεδωκυῖα- δεδωκός εἴην
δεδωκώς- δεδωκυῖα- δεδωκός εἴης
δεδωκώς- δεδωκυῖα- δεδωκός εἴη
δεδωκότες- δεδωκυῖαι- δεδωκότα εἴημεν (εἶμεν)
δεδωκότες- δεδωκυῖαι- δεδωκότα εἴητε (εἶτε)
δεδωκότες- δεδωκυῖαι- δεδωκότα (εἶεν)
Προστακτική
---
δεδωκώς- δεδωκυῖα- δεδωκός ἴσθι
δεδωκώς- δεδωκυῖα- δεδωκός ἔστω
---
δεδωκότες- δεδωκυῖαι- δεδωκότα ἔστε
δεδωκότες- δεδωκυῖαι- δεδωκότα ἔστων
Απαρέμφατο
δεδωκέναι
Μετοχή
δεδωκώς- δεδωκυῖα- δεδωκός
Υπερσυντέλικος
Οριστική
ἐδεδώκειν, ἐδεδώκεις, ἐδεδώκει, ἐδεδώκεμεν, ἐδεδώκετε, ἐδεδώκεσαν
Μέση Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
δίδομαι, δίδοσαι, δίδοται, διδόμεθα, δίδοσθε, δίδονται
Υποτακτική
διδῶμαι, διδῷ, διδῶται, διδώμεθα, διδῶσθε, διδῶνται
Ευκτική
διδοίμην, διδοῖο, διδοῖτο, διδοίμεθα, διδοῖσθε, διδοῖντο
Προστακτική
---, δίδοσο, διδόσθω, ---, δίδοσθε, διδόσθων ή διδόσθωσαν
Απαρέμφατο
δίδοσθαι
Μετοχή
διδόμενος
διδομένη
διδόμενον
Παρατατικός
Οριστική
ἐδιδόμην, ἐδίδοσο, ἐδίδοτο, ἐδιδόμεθα, ἐδίδοσθε, ἐδίδοντο
Μέλλοντας
Οριστική
δώσομαι, δώσῃ/δώσει, δώσεται, δωσόμεθα, δώσεσθε, δώσονται
Ευκτική
δωσοίμην, δώσοιο, δώσοιτο, δωσοίμεθα, δώσοισθε, δώσοιντο
Απαρέμφατο
δώσεσθαι
Μετοχή
δωσόμενος
δωσομένη
δωσόμενον
Παθητικός Μέλλοντας
Οριστική
δοθήσομαι, δοθήσῃ/δοθήσει, δοθήσεται, δοθησόμεθα, δοθήσεσθε, δοθήσονται
Ευκτική
δοθησοίμην, δοθήσοιο, δοθήσοιτο, δοθησοίμεθα, δοθήσοισθε, δοθήσοιντο
Απαρέμφατο
δοθήσεσθαι
Μετοχή
δοθησόμενος
δοθησομένη
δοθησόμενον
Μέσος Αόριστος Β ́
Οριστική
ἐδόμην, ἔδου, ἔδοτο, ἐδόμεθα, ἔδοσθε, ἔδοντο
Υποτακτική
δῶμαι, δῷ, δῶται, δώμεθα, δῶσθε, δῶνται
Ευκτική
δοίμην, δοῖο, δοῖτο, δοίμεθα, δοῖσθε, δοῖντο
Προστακτική
---, δοῦ, δόσθω, ---, δόσθε, δόσθων ή δόσθωσαν
Απαρέμφατο
δόσθαι
Μετοχή
δόμενος
δομένη
δόμενον
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
ἐδόθην, ἐδόθης, ἐδόθη, ἐδόθημεν, ἐδόθητε, ἐδόθησαν
Υποτακτική
δοθῶ, δοθῇς, δοθῇ, δοθῶμεν, δοθῆτε, δοθῶσι(ν)
Ευκτική
δοθείην, δοθείης, δοθείη, δοθείημεν ή δοθεῖμεν, δοθείητε ή δοθεῖτε, δοθείησαν ή
δοθεῖεν
Προστακτική
---, δόθητι, δοθήτω, ---, δόθητε, δοθέντων ή δοθήτωσαν
Απαρέμφατο
δοθῆναι
Μετοχή
δοθείς
δοθεῖσα
δοθέν
Παρακείμενος
Οριστική
δέδομαι, δέδοσαι, δέδοται, δεδόμεθα, δέδοσθε, δέδονται
Υποτακτική
δεδομένος- δεδομένη-δεδομένον ὦ
δεδομένος- δεδομένη-δεδομένον ᾖς
δεδομένος- δεδομένη-δεδομένον ᾖ
δεδομένοι- δεδομέναι-δεδομένα ὦμεν
δεδομένοι- δεδομέναι-δεδομένα ἦτε
δεδομένοι- δεδομέναι-δεδομένα ὦσι
Ευκτική
δεδομένος- δεδομένη-δεδομένον εἴην
δεδομένος- δεδομένη-δεδομένον εἴης
δεδομένος- δεδομένη-δεδομένον εἴη
δεδομένοι- δεδομέναι-δεδομένα εἴημεν (εἶμεν)
δεδομένοι- δεδομέναι-δεδομένα εἴητε (εἶτε)
δεδομένοι- δεδομέναι-δεδομένα εἴησαν (εἶεν)
Προστακτική
---, δέδοσο, δεδόσθω--- δέδοσθε, δεδόσθων ή δεδόσθωσαν
Απαρέμφατο
δεδόσθαι
Μετοχή
δεδομένος,
δεδομένη,
δεδομένον
Υπερσυντέλικος
ἐδεδόμην, ἐδέδοσο, ἐδέδοτο, ἐδεδόμεθα, ἐδέδοσθε, ἐδέδοντο
Ενεργητική Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
δίδωμι, δίδως, δίδωσι, δίδομεν, δίδοτε, διδόασι(ν)
διδῶ, διδῷς, διδῷ, διδῶμεν, διδῶτε, διδῶσι(ν)
διδοίην, διδοίης, διδοίη, διδοίημεν ή διδοῖμεν, διδοίητε ή διδοῖτε, διδοίησαν ή
---, δίδου, διδότω, ---, δίδοτε, διδόντων (ή διδότωσαν)
Απαρέμφατο
διδόναι
Μετοχή
διδούς, διδοῦσα, διδόν
Παρατατικός
Οριστική
ἐδίδουν, ἐδίδους, ἐδίδου, ἐδίδομεν, ἐδίδοτε, ἐδίδοσαν
Μέλλοντας
Οριστική
δώσω, δώσεις, δώσει, δώσομεν, δώσετε, δώσουσι(ν)
δώσοιμι, δώσοις, δώσοι, δώσοιμεν, δώσοιτε, δώσοιεν
Απαρέμφατο
δώσειν
Μετοχή
δώσων, δώσουσα, δῶσον
Αόριστος
Οριστική
ἔδωκα, ἔδωκας, ἔδωκε(ν), ἔδομεν, ἔδοτε, ἔδοσαν
δῶ, δῷς, δῷ, δῶμεν, δῶτε, δῶσι(ν)
δοίην, δοίης, δοίη, δοίημεν ή δοῖμεν, δοίητε ή δοῖτε, δοίησαν ή δοῖεν
---, δός, δότω, ---, δότε, δόντων (ή δότωσαν)
Απαρέμφατο
δοῦναι
δούς, δοῦσα, δόν
Παρακείμενος
Οριστική
δέδωκα, δέδωκας, δέδωκε(ν), δεδώκαμεν, δεδώκατε, δεδώκασι(ν)
Υποτακτική
δεδωκώς- δεδωκυῖα- δεδωκός ὦ
δεδωκώς- δεδωκυῖα- δεδωκός ᾖς
δεδωκότες- δεδωκυῖαι- δεδωκότα ὦμεν
Ευκτική
δεδωκώς- δεδωκυῖα- δεδωκός εἴην
Προστακτική
---
δεδωκώς- δεδωκυῖα- δεδωκός ἴσθι
δεδωκότες- δεδωκυῖαι- δεδωκότα ἔστε
δεδωκέναι
Μετοχή
δεδωκώς- δεδωκυῖα- δεδωκός
Υπερσυντέλικος
Οριστική
ἐδεδώκειν, ἐδεδώκεις, ἐδεδώκει, ἐδεδώκεμεν, ἐδεδώκετε, ἐδεδώκεσαν
Μέση Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
δίδομαι, δίδοσαι, δίδοται, διδόμεθα, δίδοσθε, δίδονται
διδῶμαι, διδῷ, διδῶται, διδώμεθα, διδῶσθε, διδῶνται
διδοίμην, διδοῖο, διδοῖτο, διδοίμεθα, διδοῖσθε, διδοῖντο
---, δίδοσο, διδόσθω, ---, δίδοσθε, διδόσθων ή διδόσθωσαν
Απαρέμφατο
δίδοσθαι
Μετοχή
διδόμενος
διδομένη
διδόμενον
Παρατατικός
Οριστική
ἐδιδόμην, ἐδίδοσο, ἐδίδοτο, ἐδιδόμεθα, ἐδίδοσθε, ἐδίδοντο
Μέλλοντας
Οριστική
δώσομαι, δώσῃ/δώσει, δώσεται, δωσόμεθα, δώσεσθε, δώσονται
δωσοίμην, δώσοιο, δώσοιτο, δωσοίμεθα, δώσοισθε, δώσοιντο
Απαρέμφατο
δώσεσθαι
Μετοχή
δωσόμενος
δωσομένη
δωσόμενον
Παθητικός Μέλλοντας
Οριστική
δοθήσομαι, δοθήσῃ/δοθήσει, δοθήσεται, δοθησόμεθα, δοθήσεσθε, δοθήσονται
δοθησοίμην, δοθήσοιο, δοθήσοιτο, δοθησοίμεθα, δοθήσοισθε, δοθήσοιντο
Απαρέμφατο
δοθήσεσθαι
Μετοχή
δοθησόμενος
δοθησομένη
δοθησόμενον
Μέσος Αόριστος Β ́
Οριστική
ἐδόμην, ἔδου, ἔδοτο, ἐδόμεθα, ἔδοσθε, ἔδοντο
δῶμαι, δῷ, δῶται, δώμεθα, δῶσθε, δῶνται
δοίμην, δοῖο, δοῖτο, δοίμεθα, δοῖσθε, δοῖντο
---, δοῦ, δόσθω, ---, δόσθε, δόσθων ή δόσθωσαν
δόσθαι
Μετοχή
δόμενος
δομένη
δόμενον
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
ἐδόθην, ἐδόθης, ἐδόθη, ἐδόθημεν, ἐδόθητε, ἐδόθησαν
δοθῶ, δοθῇς, δοθῇ, δοθῶμεν, δοθῆτε, δοθῶσι(ν)
δοθείην, δοθείης, δοθείη, δοθείημεν ή δοθεῖμεν, δοθείητε ή δοθεῖτε, δοθείησαν ή
---, δόθητι, δοθήτω, ---, δόθητε, δοθέντων ή δοθήτωσαν
Απαρέμφατο
δοθῆναι
δοθείς
δοθεῖσα
Παρακείμενος
Οριστική
δέδομαι, δέδοσαι, δέδοται, δεδόμεθα, δέδοσθε, δέδονται
Υποτακτική
δεδομένος- δεδομένη-δεδομένον ὦ
δεδομένος- δεδομένη-δεδομένον ᾖς
δεδομένοι- δεδομέναι-δεδομένα ὦμεν
Ευκτική
δεδομένος- δεδομένη-δεδομένον εἴην
Προστακτική
---, δέδοσο, δεδόσθω--- δέδοσθε, δεδόσθων ή δεδόσθωσαν
Απαρέμφατο
δεδόσθαι
Μετοχή
δεδομένος,
δεδομένη,
δεδομένον
Υπερσυντέλικος
ἐδεδόμην, ἐδέδοσο, ἐδέδοτο, ἐδεδόμεθα, ἐδέδοσθε, ἐδέδοντο
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου