Hung Tcui
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ἀγωνίζομαι»
ἀγωνίζομαι = κοπιάζω, πολεμώ
Ενεστώτας
Οριστική
ἀγωνίζομαι, ἀγωνίζῃ/ἀγωνίζει, ἀγωνίζεται, ἀγωνιζόμεθα, ἀγωνίζεσθε, ἀγωνίζονται
Υποτακτική
ἀγωνίζωμαι, ἀγωνίζῃ, ἀγωνίζηται, ἀγωνιζώμεθα, ἀγωνίζησθε, ἀγωνίζωνται
Ευκτική
ἀγωνιζοίμην, ἀγωνίζοιο, ἀγωνίζοιτο, ἀγωνιζοίμεθα, ἀγωνίζοισθε, ἀγωνίζοιντο
Προστακτική
---, ἀγωνίζου, ἀγωνιζέσθω, ---, ἀγωνίζεσθε, ἀγωνιζέσθων ή ἀγωνιζέσθωσαν
Απαρέμφατο
ἀγωνίζεσθαι
Μετοχή
ἀγωνιζόμενος
ἀγωνιζομένη
ἀγωνιζόμενον
Παρατατικός
Οριστική
ἠγωνιζόμην, ἠγωνίζου, ἠγωνίζετο, ἠγωνιζόμεθα, ἠγωνίζεσθε, ἠγωνίζοντο
Μέλλοντας
Οριστική
ἀγωνιοῦμαι, ἀγωνιῇ/ἀγωνιεῖ, ἀγωνιεῖται, ἀγωνιούμεθα, ἀγωνιεῖσθε, ἀγωνιοῦνται
Ευκτική
ἀγωνιοίμην, ἀγωνιοῖο, ἀγωνιοῖτο, ἀγωνιοίμεθα, ἀγωνιοῖσθε, ἀγωνιοῖντο
Απαρέμφατο
ἀγωνιεῖσθαι
Μετοχή
ἀγωνιούμενος
ἀγωνιουμένη
ἀγωνιούμενον
Παθητικός Μέλλοντας
Οριστική
ἀγωνισθήσομαι, ἀγωνισθήσῃ/ἀγωνισθήσει, ἀγωνισθήσεται, ἀγωνισθησόμεθα, ἀγωνισθήσεσθε, ἀγωνισθήσονται
Ευκτική
ἀγωνισθησοίμην, ἀγωνισθήσοιο, ἀγωνισθήσοιτο, ἀγωνισθησοίμεθα, ἀγωνισθήσοισθε, ἀγωνισθήσοιντο
Απαρέμφατο
ἀγωνισθήσεσθαι
Μετοχή
ἀγωνισθησόμενος
ἀγωνισθησομένη
ἀγωνισθησόμενον
Αόριστος
Οριστική
ἠγωνισάμην, ἠγωνίσω, ἠγωνίσατο, ἠγωνισάμεθα, ἠγωνίσασθε, ἠγωνίσαντο
Υποτακτική
ἀγωνίσωμαι, ἀγωνίσῃ, ἀγωνίσηται, ἀγωνισώμεθα, ἀγωνίσησθε, ἀγωνίσωνται
Ευκτική
ἀγωνισαίμην, ἀγωνίσαιο, ἀγωνίσαιτο, ἀγωνισαίμεθα, ἀγωνίσαισθε, ἀγωνίσαιντο
Προστακτική
---, ἀγώνισαι, ἀγωνισάσθω, ---, ἀγωνίσασθε, ἀγωνισάσθων ή ἀγωνισάσθωσαν
Απαρέμφατο
ἀγωνίσασθαι
Μετοχή
ἀγωνισάμενος
ἀγωνισαμένη
ἀγωνισάμενον
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
ἠγωνίσθην, ἠγωνίσθης, ἠγωνίσθη, ἠγωνίσθημεν, ἠγωνίσθητε, ἠγωνίσθησαν
Υποτακτική
ἀγωνισθῶ, ἀγωνισθῇς, ἀγωνισθῇ, ἀγωνισθῶμεν, ἀγωνισθῆτε, ἀγωνισθῶσι(ν)
Ευκτική
ἀγωνισθείην, ἀγωνισθείης, ἀγωνισθείη, ἀγωνισθείημεν ή ἀγωνισθεῖμεν, ἀγωνισθείητε ή ἀγωνισθεῖτε, ἀγωνισθείησαν ή ἀγωνισθεῖεν
Προστακτική
---, ἀγωνίσθητι, ἀγωνισθήτω, ---, ἀγωνίσθητε, ἀγωνισθέντων ή ἀγωνισθήτωσαν
Απαρέμφατο
ἀγωνισθῆναι
Μετοχή
ἀγωνισθείς
ἀγωνισθεῖσα
ἀγωνισθέν
Παρακείμενος
Οριστική
ἠγώνισμαι, ἠγώνισαι, ἠγώνισται, ἠγωνίσμεθα, ἠγώνισθε, ἠγωνισμένοι εἰσί(ν)
Υποτακτική
ἠγωνισμένος- ἠγωνισμένη-ἠγωνισμένον ὦ
ἠγωνισμένος- ἠγωνισμένη-ἠγωνισμένον ᾖς
ἠγωνισμένος- ἠγωνισμένη-ἠγωνισμένον ᾖ
ἠγωνισμένοι- ἠγωνισμέναι-ἠγωνισμένα ὦμεν
ἠγωνισμένοι- ἠγωνισμέναι-ἠγωνισμένα ἦτε
ἠγωνισμένοι- ἠγωνισμέναι-ἠγωνισμένα ὦσι
Ευκτική
ἠγωνισμένος- ἠγωνισμένη-ἠγωνισμένον εἴην
ἠγωνισμένος- ἠγωνισμένη-ἠγωνισμένον εἴης
ἠγωνισμένος- ἠγωνισμένη-ἠγωνισμένον εἴη
ἠγωνισμένοι- ἠγωνισμέναι-ἠγωνισμένα εἴημεν (εἶμεν)
ἠγωνισμένοι- ἠγωνισμέναι-ἠγωνισμένα εἴητε (εἶτε)
ἠγωνισμένοι- ἠγωνισμέναι-ἠγωνισμένα εἴησαν (εἶεν)
Προστακτική
---, ἠγώνισο, ἠγωνίσθω, ---, ἠγώνισθε, ἠγωνίσθων ή ἠγωνίσθωσαν
Απαρέμφατο
ἠγωνίσθαι
Μετοχή
ἠγωνισμένος,
ἠγωνισμένη,
ἠγωνισμένον
Υπερσυντέλικος
ἠγωνίσμην, ἠγώνισο, ἠγώνιστο, ἠγωνίσμεθα, ἠγώνισθε, ἠγωνισμένοι ἦσαν
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ἀγωνίζομαι»
Οριστική
ἀγωνίζομαι, ἀγωνίζῃ/ἀγωνίζει, ἀγωνίζεται, ἀγωνιζόμεθα, ἀγωνίζεσθε, ἀγωνίζονται
ἀγωνίζωμαι, ἀγωνίζῃ, ἀγωνίζηται, ἀγωνιζώμεθα, ἀγωνίζησθε, ἀγωνίζωνται
ἀγωνιζοίμην, ἀγωνίζοιο, ἀγωνίζοιτο, ἀγωνιζοίμεθα, ἀγωνίζοισθε, ἀγωνίζοιντο
---, ἀγωνίζου, ἀγωνιζέσθω, ---, ἀγωνίζεσθε, ἀγωνιζέσθων ή ἀγωνιζέσθωσαν
ἀγωνίζεσθαι
ἀγωνιζόμενος
Παρατατικός
Οριστική
ἠγωνιζόμην, ἠγωνίζου, ἠγωνίζετο, ἠγωνιζόμεθα, ἠγωνίζεσθε, ἠγωνίζοντο
Μέλλοντας
Οριστική
ἀγωνιοῦμαι, ἀγωνιῇ/ἀγωνιεῖ, ἀγωνιεῖται, ἀγωνιούμεθα, ἀγωνιεῖσθε, ἀγωνιοῦνται
ἀγωνιοίμην, ἀγωνιοῖο, ἀγωνιοῖτο, ἀγωνιοίμεθα, ἀγωνιοῖσθε, ἀγωνιοῖντο
ἀγωνιεῖσθαι
ἀγωνιούμενος
Παθητικός Μέλλοντας
Οριστική
ἀγωνισθήσομαι, ἀγωνισθήσῃ/ἀγωνισθήσει, ἀγωνισθήσεται, ἀγωνισθησόμεθα, ἀγωνισθήσεσθε, ἀγωνισθήσονται
ἀγωνισθησοίμην, ἀγωνισθήσοιο, ἀγωνισθήσοιτο, ἀγωνισθησοίμεθα, ἀγωνισθήσοισθε, ἀγωνισθήσοιντο
ἀγωνισθήσεσθαι
ἀγωνισθησόμενος
Οριστική
ἠγωνισάμην, ἠγωνίσω, ἠγωνίσατο, ἠγωνισάμεθα, ἠγωνίσασθε, ἠγωνίσαντο
ἀγωνίσωμαι, ἀγωνίσῃ, ἀγωνίσηται, ἀγωνισώμεθα, ἀγωνίσησθε, ἀγωνίσωνται
ἀγωνισαίμην, ἀγωνίσαιο, ἀγωνίσαιτο, ἀγωνισαίμεθα, ἀγωνίσαισθε, ἀγωνίσαιντο
---, ἀγώνισαι, ἀγωνισάσθω, ---, ἀγωνίσασθε, ἀγωνισάσθων ή ἀγωνισάσθωσαν
ἀγωνίσασθαι
ἀγωνισάμενος
Οριστική
ἠγωνίσθην, ἠγωνίσθης, ἠγωνίσθη, ἠγωνίσθημεν, ἠγωνίσθητε, ἠγωνίσθησαν
ἀγωνισθῶ, ἀγωνισθῇς, ἀγωνισθῇ, ἀγωνισθῶμεν, ἀγωνισθῆτε, ἀγωνισθῶσι(ν)
ἀγωνισθείην, ἀγωνισθείης, ἀγωνισθείη, ἀγωνισθείημεν ή ἀγωνισθεῖμεν, ἀγωνισθείητε ή ἀγωνισθεῖτε, ἀγωνισθείησαν ή ἀγωνισθεῖεν
---, ἀγωνίσθητι, ἀγωνισθήτω, ---, ἀγωνίσθητε, ἀγωνισθέντων ή ἀγωνισθήτωσαν
ἀγωνισθῆναι
ἀγωνισθείς
Παρακείμενος
Οριστική
ἠγώνισμαι, ἠγώνισαι, ἠγώνισται, ἠγωνίσμεθα, ἠγώνισθε, ἠγωνισμένοι εἰσί(ν)
Υποτακτική
ἠγωνισμένος- ἠγωνισμένη-ἠγωνισμένον ὦ
ἠγωνισμένος- ἠγωνισμένη-ἠγωνισμένον ᾖς
ἠγωνισμένοι- ἠγωνισμέναι-ἠγωνισμένα ὦμεν
Ευκτική
ἠγωνισμένος- ἠγωνισμένη-ἠγωνισμένον εἴην
Προστακτική
---, ἠγώνισο, ἠγωνίσθω, ---, ἠγώνισθε, ἠγωνίσθων ή ἠγωνίσθωσαν
Απαρέμφατο
ἠγωνίσθαι
ἠγωνισμένος,
Υπερσυντέλικος
ἠγωνίσμην, ἠγώνισο, ἠγώνιστο, ἠγωνίσμεθα, ἠγώνισθε, ἠγωνισμένοι ἦσαν
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου