Κοινοτικός Ιερός Ναός Ευαγγελισμού της
Θεοτόκου Αλεξανδρείας Κωνσταντίνος Καβάφης «Του έκτου ή του
έβδομου αιώνος» Είν’ ενδιαφέρουσα πολύ και συγκινητική η Αλεξάνδρεια του έκτου αιώνος, ή του
εβδόμου στες αρχές πριν έλθει ο κραταιός Αραβισμός. Ελληνικά ομιλεί ακόμη, επισήμως‧ ίσως χωρίς πολλήν ζωντάνια, πλην, ως
κόσμιον, την γλώσσα μας ακόμη ομιλεί. Από το Ελληνικόν μοιραίως θα σβυσθεί‧ μ’ ακόμη εντός αυτού βαστιέται όσο
μπορεί. Δεν είν’ αφύσικον αν έτσι αισθηματικά την εποχή της ατενίσομεν αυτήν, εμείς που τώρα ξαναφέραμεν ελληνική λαλιά στο έδαφός της. Κ. Π. Καβάφης, Ατελή Ποιήματα
1918-1932, Φιλολογική έκδοση: RenataLavagnini Η κατάκτηση της Αλεξάνδρειας το 642
μ.Χ., στα μέσα δηλαδή του έβδομου αιώνα, από τους Άραβες, αποτέλεσε το κρίσιμο
εκείνο γεγονός που τερμάτισε τη σχεδόν χιλιετή ελληνική παρουσία στη
θεμελιωμένη από τον Μέγα Αλέξανδρο (331 π.Χ.) πόλη της Αιγύπτου. Η ελληνική
ταυτότητα της πόλης αυτής είχε αρχίσει να χάνει τη δυναμική της ήδη από τον 6ο
μ.Χ. αιώνα, όπως το επισημαίνει ο Καβάφης, συνέχιζε όμως να είναι εμφανής στη γλώσσα
των ανθρώπων και θα κατόρθωνε -πιθανώς- να διατηρηθεί για μεγαλύτερο διάστημα,
αν δεν μεσολαβούσε η βίαιη επέλαση των Αράβων και οι διώξεις κατά του ελληνικού
και του χριστιανικού στοιχείου. Μικρός αριθμός Ελλήνων θα συνεχίσει να
υπάρχει στην Αλεξάνδρεια και κατά το επόμενο διάστημα, αλλά μόνο κατά τον 19ο
μ.Χ. αιώνα -την εποχή, άρα, του ποιητή- χάρη στην ανάκτηση της αλλοτινής
εμπορικής της σημασίας και την οικονομική αναγέννησής της, θα προσελκύσει ξανά
η πόλη αυτή μεγάλο αριθμό Ελλήνων και θα ακουστεί ξανά με δυναμισμό η ελληνική
γλώσσα στο έδαφός της. Εύλογα, λοιπόν, ο Καβάφης στρέφει τη ματιά του με
συγκίνηση στη μακρινή εκείνη εποχή (6ος – 7ος αιώνας μ.Χ.), όταν έσπασε ο
τελευταίος κρίκος της μακραίωνης ελληνικής πορείας της πόλης, καθώς ο ίδιος και
οι συγκαιρινοί του αποτέλεσαν, κατά κάποιο τρόπο, τη γενιά που κατόρθωσε να
επανασυνδέσει την Αλεξάνδρεια με το ένδοξο ελληνικό της παρελθόν, επαναφέροντας
τη γλώσσα και τον πολιτισμό των Ελλήνων στο αιγυπτιακό αυτό έδαφος. «Είν’ ενδιαφέρουσα πολύ και συγκινητική η Αλεξάνδρεια του έκτου αιώνος, ή του
εβδόμου στες αρχές πριν έλθει ο κραταιός Αραβισμός.» Κατά τον έκτο αιώνα, όπως και στις
αρχές του έβδομου αιώνα, η Αλεξάνδρεια αποτελεί ακόμη τμήμα της Βυζαντινής
αυτοκρατορίας, γεγονός που διασφαλίζει τις προϋποθέσεις για τη συνέχιση του
ελληνικού της χαρακτήρα. Η περίοδος αυτή, ωστόσο, είναι μεταβατική, εφόσον
οδηγεί στο κλείσιμο ενός μεγάλου κεφαλαίου για την ιστορία της πόλης. Αποτελεί,
έτσι, μια ενδιαφέρουσα περίοδο -από την οπτική των Ελλήνων τουλάχιστον- εφόσον
περικλείει τα τελευταία στάδια της ελληνικής της ταυτότητας. Είναι, συνάμα,
συγκινητική, ακριβώς γιατί οι Έλληνες που μελετούν την ιστορική αυτή περίοδο
γνωρίζουν πως οδηγεί στη ραγδαία πολιτισμική αλλοίωση της περιοχής, λόγω της
επερχόμενης κατάκτησής της από τους Άραβες. Όπως, μάλιστα, σχολίαζε ο ίδιος ο
Καβάφης σ’ ένα άρθρο του για το μουσείο της Αλεξάνδρειας: «Η βυζαντινή εποχή
της Αιγύπτου ενδιαφέρει ζωηρώς τους νεωτέρους Έλληνας, οίτινες από τινός
ήρχισαν σπουδάζοντες μετά περισσοτέρου ζήλου την μακράν μεσαιωνικήν αυτών
ιστορίαν, την τόσο πλουσίαν εν ενδόξοις σελίσι». Ο Καβάφης ως Έλληνας Αλεξανδρινός και
«επίγονος» του αλλοτινού ελληνισμού της Αιγύπτου δεν μπορεί παρά να αντικρίζει
με συγκίνηση τα τελευταία βήματα της μακράς ελληνικής πολιτισμικής παρουσίας
στην Αίγυπτο γενικότερα και στην πόλη του, την Αλεξάνδρεια, ειδικότερα. «Ελληνικά ομιλεί ακόμη, επισήμως‧ ίσως χωρίς πολλήν ζωντάνια, πλην, ως
κόσμιον, την γλώσσα μας ακόμη ομιλεί.» Η Αλεξάνδρεια της μεταβατικής εκείνης
περιόδου είναι ακόμη ελληνόφωνη, ακολουθώντας την παγιωμένη πεποίθηση πως τα
ελληνικά αποτελούν τη γλώσσα των μορφωμένων κι εκείνων που έχουν εκπαιδευτεί με
τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Η χρήση της ελληνικής γλώσσας, ωστόσο, έχει αρχίσει
ήδη να χάνει την πρότερη δυναμική της, φανερώνοντας την απαρχή της παρακμής
της. Όπως το τονίζει ο Καβάφης, βέβαια, με την αξιοποίηση μιας εμφατικής
επανάληψης («Ελληνικά ομιλεί ακόμη / την γλώσσα μας ακόμη ομιλεί»), παρά την
όποια απώλεια στη ζωντάνια και τη δυναμική της, η παρουσία της ελληνικής
γλώσσας παραμένει εμφανής και συνεχίζει να δηλώνει την ελληνική καταγωγή της
Αλεξάνδρειας. Για τον Καβάφη το θέμα της διάδοσης του
ελληνισμού -και της ελληνικής γλώσσας- πέρα από τα αρχικά γεωγραφικά του όρια,
έχει σταθερά ιδιαίτερη σημασία, εφόσον συνιστά καίριο δείκτη τόσο για τη δύναμη
της επιρροής του, όσο και για την ποιότητά του. Η ελληνική γλώσσα, άλλωστε,
ξεπερνά κατά πολύ τα γεωγραφικά όρια του κυρίως ελληνισμού, φανερώνοντας πως
έχει τη δυνατότητα να αποτελέσει έναν κοινό κώδικα επικοινωνίας για πολυπληθείς
εθνικές ομάδες και, παράλληλα, να αποτελέσει ουσιαστικό μέσο για τη βαθύτερη
πνευματική τους καλλιέργεια. Μια σκέψη που συγκινεί τον Καβάφη, γι’ αυτό και
τονίζει πολύ συχνά τη μεγάλη γεωγραφική της εξάπλωση, έστω κι αν γνωρίζει την
πορεία παρακμής που ακολούθησε. «Από το Ελληνικόν μοιραίως θα σβυσθεί‧ μ’ ακόμη εντός αυτού βαστιέται όσο
μπορεί.» Η μοίρα της Αλεξάνδρειας μοιάζει
προδιαγεγραμμένη, καθώς η αναδυόμενη αραβική δύναμη θα παρασύρει τα πάντα στο
πέρασμά της, καθιστώντας ανέφικτη την προσπάθεια των βυζαντινών να διασώσουν
τις κτήσεις τους στην περιοχή της Αιγύπτου. Το σβήσιμό της, επομένως, από τον
χάρτη των ελληνικών περιοχών είναι δεδομένο, χωρίς αυτό να κάμπτει ακόμη τη
θέληση των Ελλήνων της Αλεξάνδρειας να τη διατηρήσουν στον ελληνικό κόσμο για
όσο καιρό μπορούν. Δηλωτική της θέλησης αυτής είναι αφενός η συνέχιση της
χρήσης των Ελληνικών κι αφετέρου οι δύσκολες μάχες των βυζαντινών με τους
επίδοξους κατακτητές της περιοχής, όπως ήταν -λίγες μόλις δεκαετίες πριν από
την τελική της πτώση- οι Πέρσες της δυναστείας των Σασσανιδών. «Δεν είν’ αφύσικον αν έτσι αισθηματικά την εποχή της ατενίσομεν αυτήν, εμείς που τώρα ξαναφέραμεν ελληνική λαλιά στο έδαφός της.» Στην καταληκτική στροφή του ποιήματος το
άμεσο προσωπικό ενδιαφέρον του ποιητή σχετικά με την ελληνική παρουσία στην
Αλεξάνδρεια επεξηγείται με σαφήνεια, καθώς, όπως το δηλώνει, ανήκει κι ο ίδιος
στη γενιά εκείνη που έφερε εκ νέου την ελληνική γλώσσα στο έδαφός της («εμείς
που τώρα ξαναφέραμεν…»). Είναι, επομένως, λογικό, ο ίδιος και οι συγκαιρινοί
του να συγκινούνται, όταν ανατρέχουν στην τελευταία ιστορική περίοδο κατά την
οποία η ελληνική γλώσσα παρέμενε ακόμη ζωντανή στην Αλεξάνδρεια, μιας και
αναλογίζονται πως έχουν ξεχωριστή τιμή και ευθύνη, αφού χάρη σ’ εκείνους η τόσο
πολύτιμη ελληνική γλώσσα επιστρέφει ξανά -αιώνες μετά- και φωτίζει με τη δύναμή
της το αλεξανδρινό έδαφος. Ο Καβάφης αισθάνεται έντονα τόσο το
αίσθημα της τιμής που προκύπτει από την επίγνωση πως ο ίδιος πιάνει εκ νέου το
νήμα της ελληνικής ταυτότητας της Αλεξάνδρειας, που τόσο βίαια είχε κοπεί, όσο
και, κυρίως, το αίσθημα της ευθύνης, εφόσον αντιλαμβάνεται πως με το έργο του
δεν εκπροσωπεί μόνο τον εαυτό του, αλλά πρωτίστως την ελληνική πνευματική
παρουσία, την ελληνική γλώσσα και τη γενικότερη συνέχιση του ελληνισμού στην
Αλεξάνδρεια, όπως αυτό φανερώνεται από μια εναλλακτική γραφή της καταληκτικής
στροφής: «Δεν είν’ αφύσικον αν έτσι αισθηματικά την εποχή της ατενίζω αυτήν εγώ που Έλλην ποιητής, - κι Έλλην δικός
της το ελληνικό μου έργον κάμνω στο έδαφός της.» Σε αυτή την εκδοχή του ποιήματος ο
Καβάφης τονίζει περισσότερο και σαφώς πιο εμφατικά τη δική του θέση σε σχέση με
την Αλεξάνδρεια, αποκαλύπτοντας τον ιδιαίτερο τρόπο με τον οποίο έβλεπε τη δική
του εθνική ταυτότητα. Ο Καβάφης ήταν, όπως το τονίζει, Έλληνας, αλλά Έλληνας της
Αλεξάνδρειας, χωρίς το γεγονός πως ζει σε μια περιοχή πέρα από τον κυρίως ελληνικό
χώρο να μειώνει την ελληνικότητά του. Ο Καβάφης αισθάνεται -και δικαίως- πως,
αν και η οικογένειά του προέρχεται από την Κωνσταντινούπολη και ο ίδιος έχει
γεννηθεί στην Αλεξάνδρεια, έχει αμιγώς ελληνική ταυτότητα, θεωρώντας πως τα
εδάφη αυτά αποτέλεσαν σημαντικές κοιτίδες του ελληνικού πολιτισμού, κι ας μην ανήκουν
-με συμβατικούς όρους- στα όρια του ελληνικού κράτους. Ο ελληνισμός, άλλωστε,
υπήρξε και παραμένει απλωμένος πολύ πέρα από τον κατεξοχήν ελληνικό χώρο, καθώς
οικονομικοί κυρίως λόγοι ωθούν διαχρονικά τους Έλληνες σε συνεχείς μετακινήσεις.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου