Γιώργος Σεφέρης «Με τον τρόπο του Γ.Σ.» Ιδιαίτερα
γνωστό από τον εναρκτήριο στίχο του, το ποίημα αυτό παρουσιάζεται από τον τίτλο
του ως «μίμηση ύφους» (a la maniére de), με τη διαφορά ότι ο ποιητής
εμφανίζεται να μιμείται τον εαυτό του, καθώς τα αρχικά παραπέμπουν στο όνομά
του. Το ποίημα αναπτύσσεται με τη μορφή περιδιάβασης σε τουριστικούς και
αρχαιολογικούς τόπους της μεσοπολεμικής Ελλάδας και εστιάζεται στα αισθήματα
αλλοτρίωσης, απραξίας και στασιμότητας, που αποδίδουν τη σχέση των ανθρώπων με
τον τόπο, το παρελθόν, τους γύρω τους αλλά και τον εαυτό τους. Όπου
και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει. Στο
Πήλιο μέσα στις καστανιές το πουκάμισο του Κενταύρου γλιστρούσε
μέσα στα φύλλα για να τυλιχτεί στο κορμί μου καθώς
ανέβαινα την ανηφόρα κι η θάλασσα μ’ ακολουθούσε ανεβαίνοντας
κι αυτή σαν τον υδράργυρο θερμομέτρου ώσπου
να βρούμε τα νερά του βουνού. Στη
Σαντορίνη αγγίζοντας νησιά που βουλιάζαν ακούγοντας
να παίζει ένα σουραύλι* κάπου στις αλαφρόπετρες μου
κάρφωσε το χέρι στην κουπαστή μια
σαΐτα τιναγμένη ξαφνικά από
τα πέρατα μιας νιότης βασιλεμένης*. Στις
Μυκήνες σήκωσα τις μεγάλες πέτρες και τους θησαυρούς των Ατρειδών και
πλάγιασα μαζί τους στο ξενοδοχείο της «Ωραίας Ελένης του Μενελάου»· χάθηκαν
μόνο την αυγή που λάλησε η Κασσάντρα μ’
έναν κόκορα κρεμασμένο στο μαύρο λαιμό της. Στις
Σπέτσες στον Πόρο και στη Μύκονο με
χτίκιασαν* οι βαρκαρόλες*. Τι
θέλουν όλοι αυτοί που λένε πως
βρίσκουνται στην Αθήνα ή στον Πειραιά; O
ένας έρχεται από τη Σαλαμίνα και ρωτάει τον άλλο μήπως «έρχεται εξ Ομονοίας» «Όχι
έρχομαι εκ Συντάγματος» απαντά κι είν’ ευχαριστημένος «βρήκα
το Γιάννη και με κέρασε ένα παγωτό». Στο
μεταξύ η Ελλάδα ταξιδεύει δεν
ξέρουμε τίποτε δεν ξέρουμε πως είμαστε ξέμπαρκοι* όλοι εμείς δεν
ξέρουμε την πίκρα του λιμανιού σαν ταξιδεύουν όλα τα καράβια· περιγελάμε
εκείνους που τη νιώθουν. Παράξενος
κόσμος που λέει πως βρίσκεται στην Αττική και δε βρίσκεται πουθενά· αγοράζουν
κουφέτα για να παντρευτούνε κρατούν
«σωσίτριχα»* φωτογραφίζουνται ο
άνθρωπος που είδα σήμερα καθισμένος σ’ ένα φόντο με πιτσούνια και με λουλούδια δέχουνταν
το χέρι του γερο-φωτογράφου να του στρώνει τις ρυτίδες που
είχαν αφήσει στο πρόσωπό του όλα
τα πετεινά τ’ ουρανού. Στο
μεταξύ η Ελλάδα ταξιδεύει ολοένα ταξιδεύει κι
αν «ορώμεν ανθούν πέλαγος Αιγαίον νεκροίς»* είναι
εκείνοι που θέλησαν να πιάσουν το μεγάλο καράβι με το κολύμπι εκείνοι
που βαρέθηκαν να περιμένουν τα καράβια που δεν μπορούν να κινήσουν την
ΕΛΣΗ τη ΣΑΜOΘΡΑΚΗ τον ΑΜΒΡΑΚΙΚO. Σφυρίζουν
τα καράβια τώρα που βραδιάζει στον Πειραιά σφυρίζουν
ολοένα σφυρίζουν μα δεν κουνιέται κανένας αργάτης* καμιά
αλυσίδα δεν έλαμψε βρεμένη στο στερνό φως που βασιλεύει ο
καπετάνιος μένει μαρμαρωμένος μες στ’ άσπρα και στα χρυσά. Όπου
και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει· παραπετάσματα
βουνών αρχιπέλαγα γυμνοί γρανίτες… Το
καράβι που ταξιδεύει το λένε ΑΓ ΩΝΙΑ 937. Α/π
Αυλίς, περιμένοντας να ξεκινήσει. Καλοκαίρι
1936 Γ.
Σεφέρης, Ποιήματα, Ίκαρος *σουραύλι:
φλογέρα *βασιλεμένη: περασμένη *χτίκιασαν: ταλαιπώρησαν, βασάνισαν *βαρκαρόλες:
τραγούδια που συνηθίζουν οι βενετσιάνοι γονδολιέρηδες *ξέμπαρκοι: ναυτικοί που
δεν έχουν μπαρκάρει, άνεργοι *σωσίτριχα: φάρμακα για την τριχόπτωση
*ορώμεν...νεκροίς: βλέπουμε ν’ ανθίζει νεκρούς το Αιγαίο *αργάτης: βαρούλκο που
ανελκύει ή ποντίζει την άγκυρα Ιστορικό
πλαίσιο ποιήματος Με
το βασιλικό διάταγμα της 17ης Δεκεμβρίου διαλύεται η Ε΄
Εθνοσυνέλευση, προκηρύσσονται νέες εκλογές για τις 26 Ιανουαρίου 1936 με
αναλογικό σύστημα. Αυτές διεξάγονται με υποδειγματικό τρόπο, αλλά φέρνουν στη
βουλή αντιπροσώπους –εκτός των δύο πρώτων κομμάτων, φιλελεύθερων (126 έδρες)
και λαϊκών (72)- ένδεκα άλλων μικρότερων κομμάτων. Με
τον κατακερματισμό των εδρών είναι αδύνατο να σχηματιστεί αυτοδύναμη βιώσιμη
κυβέρνηση. Μάταια ο βασιλιάς, Γεώργιος Β΄, στην κοινή σύσκεψη των πολιτικών
αρχηγών στις 13 Φεβρουαρίου υπενθυμίζοντας την κρίσιμη διεθνή κατάσταση και την
απειλή του πολέμου, επικαλείται τον πατριωτισμό των πολιτικών αρχηγών να
συνεργαστούν και να δώσουν ισχυρή κυβέρνηση στον ταλαιπωρημένο τόπο, αλλά αυτοί
-ξεκινώντας από διάφορους κομματικούς υπολογισμούς- δεν συμφωνούν μεταξύ τους. Τον
Μάρτιο συνέρχεται η βουλή και εκλέγεται πρόεδρός της με τη σύμπραξη των
κομμουνιστών (ύστερα από έγγραφη συμφωνία Σοφούλη – Σκλάβαινα, όπως αποκαλύπτεται
τον επόμενο μήνα) ο Σοφούλης με 157ψήφους έναντι 137. Κυβέρνηση όμως είναι αδύνατο να σχηματιστεί χωρίς τη
συνεργασία του με τους λαϊκούς του Τσαλδάρη, αλλά αυτή δεν πραγματοποιείται. Ο ίδιος
ο Σοφούλης αναγκάζεται να δηλώσει μέσα στη βουλή: «τα μίση και αι ασχημίαι, η
εμπάθεια, η οποία έχει αποκορυφώσει τον διχασμόν» είναι ο μόνος κίνδυνος που
απειλεί με πλήρη καταστροφή το έθνος. Οι
στρατιωτικοί κινούνται και πάλι. Ο Ιωάννης Μεταξάς, ο οποίος καλείται στις 5
Μαρτίου 1936 στα ανάκτορα, δηλώνει ότι δεν ανέχεται την ανάμειξη των
στρατιωτικών στην πολιτική ζωή της χώρας και ότι αναλαμβάνει να εξουδετερώσει
κάθε εκδήλωσή της! Έτσι αυθημερόν ορκίζεται ως υπουργός των στρατιωτικών. Στις 7
Μαρτίου νέα προσπάθεια συνεννοήσεως φιλελευθέρων και λαϊκών για τον σχηματισμό
πολιτικής κυβερνήσεως ναυαγεί και πάλι από τις αντιδράσεις των αδιαλλάκτων και
των δύο παρατάξεων. Ήταν οι μέρες που ο Χίτλερ ανακαταλάμβανε την αφοπλισμένη
περιοχή της Ρηνανίας. Από
δω και πέρα σειρά αλλεπάλληλων γεγονότων εδραιώνουν τη θέση του Μεταξά μέσα
στην κυβέρνηση και οδηγούν τη χώρα στη δικτατορία της 4ης Αυγούστου
1936: στις 18 Μαρτίου πεθαίνει στο Παρίσι ο Βενιζέλος, ο μεγαλύτερος πολιτικός της
νεώτερης Ελλάδας, θαυμαστός ιδίως για τη διορατικότητά του και για τον χειρισμό
των εξωτερικών υποθέσεων∙ στις 13 Απριλίου τον ακολουθεί στον τάφο ο
πρωθυπουργός Κ. Δεμερτζής σε ηλικία 60 ετών και στη θέση του ο βασιλιάς, χωρίς
να συμβουλευθεί κανέναν, τοποθετεί τον Ιωάννη Μεταξά∙ τέλος, στις 17 Μαΐου,
πεθαίνει και ο αρχηγός του λαϊκού κόμματος Παναγής Τσαλδάρης. Την
παραμονή του Μεταξά στην εξουσία εξασφαλίζει και η ψήφος εμπιστοσύνης ή ανοχής
που του έδωσαν στις 25 Απριλίου οι αρχηγοί των πολιτικών κομμάτων, εξαιρέσει
του Αλεξ. Παπαναστασίου, του Αλ. Μυλωνά και του Γ. Παπανδρέου. Ενόμιζαν ότι η
λύση του πολιτικού θέματος με την κυβέρνηση Μεταξά ήταν προσωρινή και ότι θα τους
επέτρεπε να εξακολουθούν με άνεση τα παζαρέματά τους. Οι πολιτικοί με τη
γενικότερη απερίσκεπτη συμπεριφορά τους, αλλά και με την πράξη τους αυτή
περνούσαν οι ίδιοι τον βρόχο γύρω από τον λαιμό τους και άνοιγαν τον δρόμο προς
τη δικτατορία. Η ιδέα της τρεφόταν από την κατάσταση αυτή και καλλιεργούνταν
έντεχνα. Στις 4 Ιουνίου ο Παπαναστασίου μάταια παρατηρούσε: «Εις την Ελλάδα υπό
την επήρειαν του μεγάλου κομματικού πάθους, μικραί διαφοραί εξωγκώθησαν εις
σύμβολα μέχρι βαθμού επικινδύνου και αι αγαθώτεραι προσπάθειαι συνετρίβησαν.
Υπό τοιούτους όρους εμφανίζεται επιτηδείως το φάσμα αυταρχικής διακυβερνήσεως,
δηλαδή επιβολής δικτατορίας. Το φαινόμενο είναι πράγματι απογοητευτικόν». Απόστολος
Ε. Βακαλόπουλος, Νέα ελληνική ιστορία, 1204-1985, Εκδόσεις Βάνιας «Όπου
και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει.» Ο
στίχος μοτίβο του ποιήματος λειτουργεί αφενός τόσο σε κυριολεκτικό όσο και σε
μεταφορικό επίπεδο, κι αφετέρου αναφέρεται τόσο στο παρελθόν όσο και στο παρόν
της Ελλάδας. Η κύρια ερμηνεία του, ωστόσο, σχετίζεται με την απογοήτευση που
βιώνει ο ποιητής, καθώς διαπιστώνει τη στασιμότητα που επικρατεί στην πατρίδα
του σε κρίσιμους καιρούς, αλλά και την αδιαφορία που επιδεικνύουν οι
συγκαιρινοί του για τα ουσιώδη ζητήματα, παρασυρμένοι από τη γοητεία του
επιφανειακού και του εφήμερου. Στο
πρώτο μέρος του ποιήματος ο Γιώργος Σεφέρης αντικρίζει την Ελλάδα, όπως ακριβώς
εκείνη επιχειρεί να αναδειχθεί σταδιακά, ως τουριστικός προορισμός∙ εξέλιξη που
δυσαρεστεί τον ποιητή, εφόσον δεν θεωρεί άξια επιλογή για την πατρίδα του το να
μετατραπεί σε τουριστικό προορισμό. Μια χώρα με τόσο σημαντικό παρελθόν θα
όφειλε, κατά τη γνώμη του, να επιδιώξει νέες ουσιαστικές επιτεύξεις και όχι να
μετατραπεί σε χώρο φιλοξενίας τουριστών. Ακολουθεί, πάντως, τις «τουριστικές»
διαδρομές, διατηρώντας κατά νου το ιστορικό και μυθολογικό τους παρελθόν, για
να δηλώσει την «πτώση» που σηματοδοτεί η αδιαφορία για το παρελθόν τους και η
τουριστική τους αξιοποίηση. «Στο
Πήλιο μέσα στις καστανιές το πουκάμισο του Κενταύρου γλιστρούσε
μέσα στα φύλλα για να τυλιχτεί στο κορμί μου καθώς
ανέβαινα την ανηφόρα κι η θάλασσα μ’ ακολουθούσε ανεβαίνοντας
κι αυτή σαν τον υδράργυρο θερμομέτρου ώσπου
να βρούμε τα νερά του βουνού.» Πρώτος
προορισμός του ποιητή το έξοχης ομορφιάς Πήλιο, το οποίο ήταν συνδεδεμένο με
τους μύθους των Κενταύρων. Κατά τη διάρκεια της ανάβασής του στο βουνό ο
ποιητής αισθάνεται να τον κυνηγά το πουκάμισο του Κένταυρου Νέσσου. Πρόκειται
για τον χιτώνα με το δηλητήριο, που είχε δώσει ο Νέσσος στην Δηιάνειρα, τη
γυναίκα του ηρωικού Ηρακλή, υποτιθέμενα για να τον κάνει να την ερωτευτεί ξανά
σε περίπτωση που εκείνος έπαυε να την αγαπά και να την επιθυμεί, αλλά στην
πραγματικότητα για να τον σκοτώσει. Ο τόπος αυτός που γέννησε πλούτο μύθων και
φανέρωσε την ισχυρή δημιουργική διάθεση του ελληνικού πολιτισμού, διατηρεί
πλέον μόνο το φυσικό του κάλλος και έχει αφεθεί στους περιηγητές και τους
τουρίστες. Ο
ποιητής ανεβαίνοντας την ανηφόρα και αισθανόμενος τη ζέστη να τον κυριεύει
βλέπει τη θάλασσα να τον ακολουθεί, ανεβαίνοντας κι εκείνη, όπως ο υδράργυρος
του θερμόμετρου. Μια ιδιαίτερης δραστικότητας παρομοίωση μέσω της οποίας
δηλώνεται το πόσο θελκτικότερη γίνεται η θάλασσα για τον επισκέπτη της περιοχής
που έχει ζεσταθεί υπερβολικά από την προσπάθεια να ανέβει στο βουνό. Η θάλασσα
μοιάζει ολοένα και πιο επιθυμητή, μέχρι που οι αναβάτες βρίσκουν τα δροσερά
νερά του βουνού και διασφαλίζουν μια άλλη πηγή δροσιάς. Στη
Σαντορίνη αγγίζοντας νησιά που βουλιάζαν ακούγοντας
να παίζει ένα σουραύλι κάπου στις αλαφρόπετρες μου
κάρφωσε το χέρι στην κουπαστή μια
σαΐτα τιναγμένη ξαφνικά από
τα πέρατα μιας νιότης βασιλεμένης. Κι
αν στο Πήλιο ό,τι έχει ξεχαστεί είναι το μυθικό παρελθόν, στη Σαντορίνη εκείνο
που έχει αφεθεί στη λήθη είναι το ιστορικό παρελθόν του νησιού. Ο ποιητής
αναφέρεται στα νησιά που δημιουργήθηκαν από τη λάβα του ηφαιστείου,
χαρακτηρίζοντάς τα νησιά που βουλιάζουν, αφού η ίδια δύναμη που τα έφτιαξε
μπορεί και να τα καταστρέψει, όπως η μεγάλη έκρηξη το 1613 π.Χ. που διαμόρφωσε
την καλντέρα του νησιού και προκάλεσε ένα καταστροφικό παλιρροιακό κύμα. Στη
Σαντορίνη του 1936, που δεν είχε ακόμη αναδειχθεί τουριστικά, ο ποιητής ακούει
τον ήχο της φλογέρας πιθανώς ενός βοσκού, ο οποίος στέκει στην ελαφρόπετρα, την
περιβόητη θηραϊκή γη που αποτέλεσε βασικό στοιχείο εκμετάλλευσης του νησιού για
δεκαετίες. Όταν ξαφνικά μια σαΐτα καρφώνει το χέρι του στην κουπαστή του
πλοίου∙ μια σαΐτα που έχει έρθει από τα πέρατα μιας ξεχασμένης νιότης, από την
εποχή που ακόμη άκμαζε στη Σαντορίνη ο πολιτισμός εκείνος που αφανίστηκε από τη
μεγάλη έκρηξη του ηφαιστείου της. Ο ακμάζων προϊστορικός πολιτισμός του νησιού
-στοιχεία του οποίου είναι ακόμη ορατά στο νησί- ενταφιάστηκε από την τέφρα της
έκρηξης του ηφαιστείου, μα στα χρόνια του ποιητή η Θήρα δεν είχε ακόμη
δημιουργήσει κάτι άξιο λόγου ως συνέχεια του σημαντικού παρελθόντος της. «Στις
Μυκήνες σήκωσα τις μεγάλες πέτρες και τους θησαυρούς των Ατρειδών και
πλάγιασα μαζί τους στο ξενοδοχείο της «Ωραίας Ελένης του Μενελάου»· χάθηκαν
μόνο την αυγή που λάλησε η Κασσάντρα μ’
έναν κόκορα κρεμασμένο στο μαύρο λαιμό της.» Η
επόμενη στάση του ποιητή είναι οι Μυκήνες χαρακτηριστικό γνώρισμα των οποίων
αποτελούν οι μεγάλες πέτρες που είχαν χρησιμοποιηθεί για να χτιστούν τα τείχη
του ανακτόρου. Εκεί βρέθηκαν οι τάφοι των Ατρειδών που περιείχαν πολύτιμα
κτερίσματα, όπως το χρυσό προσωπείο του Αγαμέμνονα. Η περιοχή των Μυκηνών
υπήρξε άλλοτε το κέντρο του περιβόητου μυκηναϊκού πολιτισμού και διέθετε
αφθονία πλούτου και στρατιωτικής δύναμης. Στη νεότερη εποχή, ωστόσο, η περιοχή
αυτή διαθέτει μόνο τα απομεινάρια του παλαιού πολιτισμού, τα αρχαιολογικά
μνημεία που θυμίζουν το ένδοξο παρελθόν της. Προσελκύει τουρίστες, που έρχονται
για να θαυμάσουν τα ταφικά μνημεία και να βιώσουν κάτι από το μεγαλείο του
αρχαίου πολιτισμού. Κατά τρόπο παρόμοιο και ο ποιητής διαμένει στην περιοχή, ως
τουρίστας, όπως ειρωνικά φανερώνεται από το όνομα του ξενοδοχείου στο οποίο
διανυκτέρευσε. Το ξενοδοχείο «Ωραία Ελένη του Μενελάου» αποτελεί μια ακόμη υπόμνηση
των επιτευγμάτων και του μεγαλείου της περιοχής κατά την αρχαιότητα. Ο
ποιητής κοιμάται έχοντας στη σκέψη του όλα τα εκπληκτικά θεάματα του
αρχαιολογικού αυτού χώρου, αλλά τα ξεχνά διαμιάς όταν ακούει τις δυσοίωνες
προειδοποιήσεις της Κασσάνδρας. Η Κασσάνδρα, κόρη του βασιλιά της Τροίας,
Πρίαμου, μεταφέρθηκε στις Μυκήνες από τον Αγαμέμνονα, ως λάφυρο πολέμου.
Καταδικασμένη να μπορεί να προβλέπει το μέλλον, χωρίς όμως να γίνεται πιστευτή,
χρησιμοποιείται από τον ποιητή ως σύμβολο για να συνδέσει το παρόν του με το
παρελθόν των Μυκηνών. Ο ποιητής το 1936 βλέπει ήδη τα προειδοποιητικά σημάδια
των μεγάλων δυσκολιών που έρχονται, γι’ αυτό και παρουσιάζει την Κασσάνδρα να
έχει στο λαιμό της κρεμασμένο έναν μαύρο κόκορα, για να τονίσει ότι όλα
υποδεικνύουν πως η Ελλάδα μπαίνει σε μια εξαιρετικά δύσκολη ιστορική περίοδο,
έστω κι αν οι συγκαιρινοί του ποιητή δεν είχαν τη δυνατότητα ή την προθυμία να
το αντιληφθούν. «Στις
Σπέτσες στον Πόρο και στη Μύκονο με
χτίκιασαν οι βαρκαρόλες.» Στους
επόμενους τουριστικούς προορισμούς της χώρας, στις Σπέτσες, στον Πόρο και στη
Μύκονο, ο ποιητής αισθάνεται έντονη ενόχληση από τα δυτικότροπα τραγούδια που
απευθύνονταν στους ξενόφερτους τουρίστες και υποδήλωναν μια σαφή αλλοίωση της
τοπικής, αυθεντικής παράδοσης των νησιών αυτών. Οι ελληνικοί τόποι του παρόντος
δεν ακολουθούσαν την αλλοτινή πορεία εξέλιξης μέσω του εμπορίου ή των
επιστημών∙ επέλεγαν την παράδοσή τους στα θέλγητρα της τουριστικής ανάπτυξης, η
οποία αποτελούσε οπισθοδρόμηση, κατά τον ποιητή, και όχι ουσιαστική πρόοδο. «Τι
θέλουν όλοι αυτοί που λένε πως
βρίσκουνται στην Αθήνα ή στον Πειραιά;» Με
το ρητορικό αυτό ερώτημα ο ποιητής στρέφει την προσοχή του στους συγκαιρινούς
του, προκειμένου να στηλιτεύσει την ελαφρότητα που τους διακρίνει, την απουσία
πραγματικής παιδείας και την εμμονή τους με την εικόνα και το πώς θα
εντυπωσιάσουν τους άλλους. Για ποιο λόγο, αναρωτιέται ο ποιητής, συρρέουν
άνθρωποι από τις άλλες περιοχές της Ελλάδας στα δύο μεγάλα αστικά κέντρα; Γιατί
το θεωρούν σημαντικό να βρεθούν στις μεγάλες πόλεις, εγκαταλείποντας τις δικές
τους περιοχές; Πόση αξία έχει το να βρίσκεται κάποιος στην Αθήνα και πόσο
νομίζει πως αυτό θα εντυπωσιάσει φίλους και γνωστούς από την περιφερειακή
περιοχή στην οποία έχει προέλθει; O
ένας έρχεται από τη Σαλαμίνα και ρωτάει τον άλλο μήπως «έρχεται εξ Ομονοίας» «Όχι
έρχομαι εκ Συντάγματος» απαντά κι είν’ ευχαριστημένος «βρήκα
το Γιάννη και με κέρασε ένα παγωτό». Ο
διάλογος μεταξύ των δύο γνωστών με τη χρήση της καθαρεύουσας, ώστε να δηλωθεί η
υποτιθέμενη γνώση της γλώσσας, φανερώνει το πόσο ανούσιες ήταν οι ανησυχίες των
πολιτών σε μια περίοδο κατά την οποία η χώρα κινδύνευε να τεθεί υπό τον έλεγχο
ενός δικτάτορα. Οι άνθρωποι αυτοί αισθάνονται σπουδαίοι επειδή κινούνται στην
πρωτεύουσα, χρησιμοποιούν επιδεικτικά την αρχαιοπρεπή πρόθεση «εκ» αντί της
σύγχρονης πρόθεσης «από», και εμφανίζονται ευχαριστημένοι για ένα ευτελές
κέρασμα. Η αγωνία τους δεν σχετίζεται με την πολιτική πραγματικότητα της χώρας
και τις δυσοίωνες διεθνείς εξελίξεις, αλλά για το πώς θα δείξουν ότι είναι
«μορφωμένοι» και πως περνούν καλά. Η ειρωνική αποτύπωση του συγκεκριμένου
περιστατικού φανερώνει εναργώς την απογοήτευση του ποιητή για το πόσο αδιάφοροι
ήταν οι συγκαιρινοί του. «Στο
μεταξύ η Ελλάδα ταξιδεύει δεν
ξέρουμε τίποτε δεν ξέρουμε πως είμαστε ξέμπαρκοι όλοι εμείς δεν
ξέρουμε την πίκρα του λιμανιού σαν ταξιδεύουν όλα τα καράβια· περιγελάμε
εκείνους που τη νιώθουν.» Τη
στιγμή, ωστόσο, που οι Έλληνες αναλώνονται σε ανούσιες προσπάθειες να
εντυπωσιάσουν τους γύρω τους, η Ελλάδα συνεχίζει την πορεία της, χωρίς να είναι
ακόμη σαφές προς ποια κατεύθυνση. Όταν, άλλωστε, συνέθετε το ποίημά του ο
Σεφέρης, η πολιτική κατάσταση ήταν ακόμη μετέωρη και τα γεγονότα στο εξωτερικό
υποδείκνυαν μια επερχόμενη κρίση. Οι περισσότεροι Έλληνες, άρα, δεν είχαν καμία
γνώση για το τι συνέβαινε ή τι επρόκειτο να συμβεί∙ δεν είχαν καν συναίσθηση
του γεγονότος πως δεν ήταν σε θέση να επηρεάσουν τις επερχόμενες εξελίξεις. Σαν
άνεργοι ναυτικοί έμεναν έξω από το ταξίδι της χώρας τους, διότι όλα τα ουσιώδη
εκείνη την εποχή αποφασίζονταν και προετοιμάζονταν χωρίς τη δική τους
συμμετοχή. Παραδομένοι
στην πλήρη απραξία τους οι Έλληνες εκείνης της εποχής δεν μπορούσαν να
κατανοήσουν πώς είναι να βρίσκεσαι σε μια χώρα όπου όλοι επιδίδονται σε
ουσιώδεις εργασίες και επιχειρούν να πετύχουν ό,τι καλύτερο μπορούν. Δεν
μπορούσαν να νιώσουν το τι σημαίνει να έχουν τεθεί πράγματι τα θεμέλια για την
ανάπτυξη, εφόσον κάτι τέτοιο δεν συνέβαινε στην Ελλάδα εκείνης της εποχής.
Έτσι, δεν μπορούσαν να νιώσουν την πίκρα ενός λιμανιού, όταν βλέπει όλα τα
καράβια του να βρίσκονται σε ταξίδι -να εργάζονται, να πρωτοπορούν, να
επιτυγχάνουν- και γι’ αυτό περιγελούσαν όποιον τους επισήμανε πως η Ελλάδα θα
έπρεπε να βρίσκεται σε μια διαφορετική κατάσταση∙ σε μια πορεία συνεχούς
προσπάθειας εξέλιξης. «Παράξενος
κόσμος που λέει πως βρίσκεται στην Αττική και δε βρίσκεται πουθενά·» Ο
ποιητής παραξενεύεται με την τάση όλων αυτών των ανθρώπων που ήθελαν να
δηλώνουν πως βρίσκονται στα όρια της πρωτεύουσας, έστω κι αν ήταν από την
επαρχία και δεν είχαν καμία σχέση με την περιοχή της Αττικής. Ήθελαν να
περνιούνται για «πρωτευουσιάνοι», έστω κι αν επί της ουσίας ήταν απάτριδες,
αφού οι ρίζες τους δεν βρίσκονταν στην πόλη αυτή, μήτε είχαν την πρόθεση ή τη
δυνατότητα να κάνουν κάποιο πραγματικό ξεκίνημα στην Αθήνα. «αγοράζουν
κουφέτα για να παντρευτούνε κρατούν
«σωσίτριχα» φωτογραφίζουνται ο
άνθρωπος που είδα σήμερα καθισμένος σ’ ένα φόντο με πιτσούνια και με λουλούδια δέχουνταν
το χέρι του γερο-φωτογράφου να του στρώνει τις ρυτίδες που
είχαν αφήσει στο πρόσωπό του όλα
τα πετεινά τ’ ουρανού.» Οι
άνθρωποι εκείνης της εποχής, ανυποψίαστοι για τα επερχόμενα δεινά, παντρεύονταν
και φωτογραφίζονταν, έχοντας κυρίως την έγνοια για την εξωτερική τους εμφάνιση,
γι’ αυτό και αγόραζαν φάρμακα για την τριχόπτωση, ώστε να μη χάσουν τα μαλλιά
τους και δείχνουν λιγότερο ελκυστικοί. Η παράδοξη αυτή ανησυχία των ανθρώπων
για την εξωτερική τους εμφάνιση αποτυπώνεται από τον ποιητή μέσα από ένα
περιστατικό που αντίκρισε ο ίδιος. Ένας άνθρωπος έκατσε για να τον
φωτογραφίσουν με φόντο λουλούδια και μικρά περιστέρια (πιτσούνια) -ή
νεόνυμφους, όπως είναι η μεταφορική σημασία της λέξης- αφήνοντας τον φωτογράφο
να προσπαθεί να διορθώσει την εμφάνισή του και να στρώσει τις ρυτίδες στο
πρόσωπό του∙ ρυτίδες που είχαν προκληθεί από την πολύχρονη προσπάθειά του να
δείχνει καμαρωτός και υπερήφανος, όπως κάνουν τα πουλιά του ουρανού, τα οποία
δεν έχουν ευθύνες ή υποχρεώσεις και μοιάζουν τόσο θελκτικά στους ανθρώπους. Το
ενδιαφέρον των συνανθρώπων του για την εξωτερική τους εμφάνιση και για τις
φωτογραφίσεις προκαλεί πικρία στον ποιητή, ο οποίος δεν μπορεί να κατανοήσει
την εμμονή τους με τα επιφανειακά και τα ανούσια, έστω κι αν ζουν σε μια
εξαιρετικά κρίσιμη ιστορική περίοδο. «Στο
μεταξύ η Ελλάδα ταξιδεύει ολοένα ταξιδεύει κι
αν «ορώμεν ανθούν πέλαγος Αιγαίον νεκροίς» είναι
εκείνοι που θέλησαν να πιάσουν το μεγάλο καράβι με το κολύμπι εκείνοι
που βαρέθηκαν να περιμένουν τα καράβια που δεν μπορούν να κινήσουν την
ΕΛΣΗ τη ΣΑΜOΘΡΑΚΗ τον ΑΜΒΡΑΚΙΚO.» Η
ρηχότητα των πολιτών της Ελλάδας, η εμμονή τους με τα ανούσια ζητήματα και η
αδιαφορία τους για τα ουσιώδη δεν σταματούν την εξέλιξη των γεγονότων∙ η
Ελλάδα, έστω και χωρίς την ενεργή συμμετοχή των πολιτών της συνεχίζει την
πορεία της και το αδιάκοπο ταξίδι της στην ιστορία. Ο ποιητής φροντίζει,
πάντως, να διαμορφώσει ένα έντονο σχήμα αντίθεσης ανάμεσα στην Ελλάδα που
ολοένα ταξιδεύει και την αδράνεια τόσο των πολιτών της όσο και των καραβιών της
«που δεν μπορούν να κινήσουν». Τα αγκυροβολημένα ατμόπλοια και οι αδιάφοροι
πολίτες διαμορφώνουν ένα πλαίσιο αδράνειας, το οποίο έρχεται σκόπιμα σε
αντίθεση με την Ελλάδα που δεν παύει να ταξιδεύει, προκειμένου να τονιστεί το
γεγονός πως οι ιστορικές εξελίξεις δεν μένουν στάσιμες επειδή οι πολίτες μιας
χώρας δεν έχουν την αναγκαία ωριμότητα για να συμμετάσχουν στα κοινά. Η Ελλάδα
βρισκόταν το 1936 σε πολιτικό αδιέξοδο, μα αυτό δεν σήμαινε πως είχαν διακοπεί
οι διεργασίες εκείνες που θα οδηγούσαν τη χώρα και τους πολίτες αντιμέτωπους με
δεινές καταστάσεις. Η
φαινομενικά αινιγματική αναφορά στο Αιγαίο που ανθίζει από νεκρούς επεξηγείται
από τον ίδιο τον ποιητή σε μια εγγραφή στο ημερολόγιό του εκείνης της εποχής.
Οι νεκροί του Αιγαίου ήταν οι σημαντικοί άνθρωποι των χρόνων που είχαν
προηγηθεί, οι οποίοι αισθανόμενοι πως η Ελλάδα βρισκόταν σε κατάσταση παρακμής
επιχείρησαν να παλέψουν μόνοι τους για να επιφέρουν αλλαγές∙ άνθρωποι που
αγωνίστηκαν με όση δύναμη είχαν, αλλά ερχόμενοι αντιμέτωποι με την επικρατούσα
αδράνεια καταποντίστηκαν τελικά, μη επιτυγχάνοντας στην προσπάθειά τους να
δώσουν κάποια ώθηση στη χώρα. Ο
στίχος από την τραγωδία «Αγαμέμνων» του Αισχύλου συνδέεται με τις συνεχείς
αναφορές του ποιητή στην αρχαία παράδοση της Ελλάδας, ενώ παράλληλα αποδίδει με
ιδιαίτερα δραστικό τρόπο την πεποίθηση του ποιητή πως οι προσπάθειες
μεμονωμένων αξιόλογων ανθρώπων καταδικάζονται σε αποτυχία εξαιτίας της γενικότερης
απάθειας των πολιτών της χώρας. Σε δεύτερο επίπεδο ο ποιητής καταγράφει
αυτούσιο τον στίχο του Αισχύλου ως έμμεση απάντηση στη δοκησισοφία όσων
χρησιμοποιούν εκφράσεις καθαρεύουσας, χωρίς όμως να μελετούν την αρχαιοελληνική
γραμματεία και χωρίς να αποκτούν ουσιαστική γνώση. Αξίζει
να σημειωθεί πως ορισμένα από τα αναφερόμενα ατμόπλοια, όπως το Έλση, αλλά και
το Αυλίς, στο οποίο επρόκειτο να επιβιβαστεί ο ποιητής εκείνο το καλοκαίρι,
βυθίστηκαν λίγα χρόνια μετά από τους Γερμανούς, στο πλαίσιο του Β΄ Παγκόσμιου
Πολέμου. Σάββατο,
22 Αυγούστου 1936 Όσο
προχωρεί ο καιρός και τα γεγονότα, ζω ολοένα με το εντονώτερο συναίσθημα πως
δεν είμαστε στην Ελλάδα, πως αυτό το κατασκεύασμα που τόσοι σπουδαίοι και
ποικίλοι απεικονίζουν καθημερινά δεν είναι ο τόπος μας αλλά ένας εφιάλτης με
ελάχιστα φωτεινά διαλείμματα, γεμάτα μια πολύ βαριά νοσταλγία. Να νοσταλγείς
τον τόπο σου, ζώντας στον τόπο σου, τίποτε δεν είναι πιο πικρό. Ωστόσο νομίζω
πως αυτό το συναίσθημα, συνειδητό ή όχι – αδιάφορο, χαρακτηρίζει όσους από τους
ανθρώπους μας των εκατό τόσων τελευταίων χρόνων αξίζει να τους λογαριάσει
κανείς. Οι μεγάλοι κολυμπητάδες, που αγωνίστηκαν, όσο κρατούσαν τα μπράτσα
τους, να φτάσουν και να ιδούνε από πιο κοντά αυτό το σκληρό νησί του Αιόλου, την
άλλη Ελλάδα. [Όλοι τους βούλιαξαν…] «Σφυρίζουν
τα καράβια τώρα που βραδιάζει στον Πειραιά σφυρίζουν
ολοένα σφυρίζουν μα δεν κουνιέται κανένας αργάτης καμιά
αλυσίδα δεν έλαμψε βρεμένη στο στερνό φως που βασιλεύει ο
καπετάνιος μένει μαρμαρωμένος μες στ’ άσπρα και στα χρυσά.» Το
κλίμα ακινησίας και αδράνειας που τόσο πικραίνει τον ποιητή αποδίδεται εναργώς
μέσα από την εικόνα των καραβιών που δεν αποπλέουν και του «μαρμαρωμένου»
καπετάνιου. Παρά τα σφυρίγματα των καραβιών την ώρα που βραδιάζει -όταν είναι
αργά πια για δράση-, δεν γίνεται αντιληπτή καμία κίνηση που θα επέτρεπε τον
απόπλου τους. Τα βαρούλκα που θα σήκωναν την άγκυρα μένουν ακίνητα και, συνάμα,
δεν εμφανίζεται κάποια αλυσίδα να βγαίνει από το νερό, λάμποντας στο τελευταίο
φως της ημέρας. Όλα απομένουν στάσιμα και αδρανή, όπως ακριβώς ο καπετάνιος που
έχει απομείνει απολύτως ακίνητος μέσα στην επίσημη στολή του. «Όπου
και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει· παραπετάσματα
βουνών αρχιπέλαγα γυμνοί γρανίτες… Το
καράβι που ταξιδεύει το λένε ΑΓ ΩΝΙΑ 937.» Ο
ποιητής επαναλαμβάνει τη βαθιά αίσθηση απογοήτευσης που του προκαλεί η Ελλάδα,
δοθέντος πως επρόκειτο για μια χώρα που όχι μόνο είχε χρεοκοπήσει λίγα χρόνια
πριν (1932), αλλά πολύ περισσότερο για μια χώρα με πολιτικά ανώριμους ηγέτες,
οι οποίοι δεν μπορούσαν καν να θέσουν στην άκρη τις διαφορές τους, ώστε να
σχηματίσουν μια δημοκρατική κυβέρνηση, θέτοντας σε κίνδυνο το μέλλον της
πατρίδας τους. Το τοπίο του ελληνικού χώρου αποκτά στη σκέψη του ποιητή
χαρακτηριστικά που καθρεφτίζουν την αίσθηση εγκλωβισμού που βιώνει εσωτερικά.
Τα παραπετάσματα βουνών και τα αρχιπέλαγα που μοιάζουν με γυμνά πετρώματα
αποδίδουν εναργώς το αίσθημα στασιμότητας και αδράνειας. Όλα μοιάζουν παγωμένα,
αδιάφορα και σκληρά τη στιγμή που το καράβι της χώρας -η εσωτερική αίσθηση του
ποιητή- ονομάζεται «Αγωνία» 1937∙ αγωνία και φόβος για το τι πρόκειται να φέρει
η επόμενη χρονιά στη χώρα αυτή που κανείς δεν μοιάζει πρόθυμος να υιοθετήσει
υπεύθυνη στάση και να δράσει προς όφελός της.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου