Γιώργης Παυλόπουλος «Το ποίημα» παράλληλο για «Τα Αντικλείδια» | Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Γιώργης Παυλόπουλος «Το ποίημα» παράλληλο για «Τα Αντικλείδια»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Salvador Dali

Γιώργης Παυλόπουλος «Το ποίημα» παράλληλο για «Τα Αντικλείδια»

Φεύγει νύχτα μ’ ένα παλιό αμάξι
γέρος πια φοράει μαύρα.
Ποιος είναι και που πηγαίνει
κανείς δεν ξέρει.
Μέσα στη σκέψη του υπάρχει το ποίημα
που ποτέ δεν θα γράψει.
Τόσο αόριστο σαν τη ζωή του.
Μέσα στο κούφιο μπαστούνι του
υπάρχει ένα φίδι χρυσό.
Καθώς θα το τυλίγει απόψε στο λαιμό της
σε κάποιο ελεεινό ξενοδοχείο
θα τον κοιτάζει στον καθρέφτη
χλωμός ο άλλος εαυτός του.
Αυτός που χρόνια φτιάχνει το ποίημα
καλπάζοντας τώρα στο πλάι του
και ανάβοντας ολοένα τ’ άλογα που έχουν μεθύσει
απ’ το σκοτάδι και τη λάσπη.

Μετά την εικόνα που μας δίνει ο Παυλόπουλος στα αντικλείδια για την πόρτα της Ποίησης που παραμένει κλειστή ενώ είναι πάντοτε ανοιχτή, έρχεται με «Το ποίημα» να μας δώσει μια εικόνα πολύ εντονότερη για την εμμονή που διακατέχει τους ποιητές.
Αναλυτικότερα:
Ο ποιητής για τον οποίο μας μιλά ο Παυλόπουλος είναι ένας άντρας γεμάτος μυστήριο καθώς κανείς δεν τον γνωρίζει και με τη στάση του δίνει την εντύπωση ότι αυτός ο γέρος ποιητής έχει περάσει πολλά χρόνια αποφεύγοντας τους ανθρώπους. Κανείς δεν τον ξέρει όπως άλλωστε και κανείς δεν ξέρει που πηγαίνει, κι αυτό γιατί εκείνος έχει αφοσιώσει τη ζωή του στην ποίηση αποφεύγοντας τις κοινωνικές συναναστροφές που μόνο εμπόδιο θα μπορούσαν να σταθούν στη δημιουργικότητά του.
Παρά την απομόνωσή του όμως και παρά το γεγονός ότι έχει πια γεράσει το ποίημα που ήθελε πάντοτε να γράψει υπάρχει ακόμη στη σκέψη του αδιαμόρφωτο και παντελώς απρόσιτο, μοιάζοντας κάπως με τη ζωή του που δεν πήρε τελικά μια οριστική μορφή, δεν απέκτησε καθαρές γραμμές και σημεία αναφοράς, εφόσον εκείνος βρισκόταν πάντοτε δέσμιος του απροσέγγιστου ποιήματος.
Ο γέρος ποιητής κατευθύνεται προς κάποιο φτηνό ξενοδοχείο όπου θα συναντήσει μια γυναίκα για να κατευνάσει ίσως τις επιθυμίες του σώματος και κρατώντας μαζί του ένα χρυσό φίδι, ένα κόσμημα για να τη δελεάσει. Κι όμως γνωρίζει ότι ακόμη και τη στιγμή που θα είναι μαζί με τη γυναίκα, ακόμη και την ώρα που θα περνά στο λαιμό της το κόσμημα, ο άλλος εαυτός του θα τον κοιτάζει χλωμός και ταλαιπωρημένος από τον καθρέφτη. Ο άλλος εαυτός του, αυτός που είναι ολόψυχα δοσμένος στην ποίηση και στη συνεχή αναζήτηση του ποιήματος, τον ακολουθεί πάντοτε και του θυμίζει τη βασική αποτυχία του, την αποτυχία του να δημιουργήσει το ποίημα.
Ακόμη και τώρα που εκείνος βρίσκεται μέσα στο αυτοκίνητο και κατευθύνεται προς το ξενοδοχείο, πλάι στα αυτοκίνητο τρέχει ο άλλος του εαυτός, ο δέσμιος της ποίησης, καλπάζοντας με τ’ άλογά του – ερχόμενος προφανώς από παλιότερες εποχές. Καλπάζει δίπλα του πιέζοντας τ’ άλογα να φτάσουν το αυτοκίνητο, αδιαφορώντας για τη λάσπη και το σκοτάδι που τα ταλαιπωρεί. Όπου κι αν πηγαίνει, όσο κι αν προσπαθεί ο εαυτός του που έχει δοθεί – μέχρι σημείου τρέλας – στην ποίηση τον ακολουθεί, θυμίζοντάς του ότι το ποίημα αυτό που χρόνια μέσα του παλεύει, παραμένει ακόμη μη διατυπωμένο, βασανιστικά απροσέγγιστο.
Η ιδέα λοιπόν που διατυπώνει ο Παυλόπουλος στα αντικλείδια ότι υπάρχουν άνθρωποι που έχουν χαλάσει μάταια τη ζωή τους προσπαθώντας να βρουν το μυστικό της ποίησης, λαμβάνει εδώ εφιαλτική υπόσταση στο πρόσωπο του γέρου ποιητή και του σκοτεινού εαυτού του, που βρίσκονται σε μια μακρόχρονη πάλη με το ποίημα.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...