Michael Tompsett
Κωνσταντίνος Μάντης, Από τη Συνθήκη των Σεβρών στη Συνθήκη της Λωζάννης
Τα εδαφικά οφέλη που αποκόμισε η Ελλάδα με την υπογραφή της Συνθήκης των Σεβρών (28 Ιουλίου/10 Αυγούστου 1920) βασίστηκαν σε μεγάλο βαθμό στη συμμετοχή των ελληνικών δυνάμεων τόσο στις πολεμικές επιχειρήσεις των τελευταίων ετών του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου στο πλευρό της Εγκάρδιας Συνεννόησης (Dakin, 2012: 333-337) όσο και κατά την επέμβαση της ίδιας Συμμαχίας το 1919 στη Νότια Ρωσία ενάντια στο καθεστώς των μπολσεβίκων (Οικονόμου, 1978: 212). Ο Ελευθέριος Βενιζέλος αξιοποίησε τη βοήθεια που προσέφερε ο ελληνικός στρατός στις συμμαχικές δυνάμεις προκειμένου να διεκδικήσει τα μέγιστα δυνατά οφέλη για την Ελλάδα. Το αίσιο αποτέλεσμα των διεκδικήσεων αυτών, εντούτοις, υπήρξε προϊόν αφενός της διπλωματικής δεινότητας του Έλληνα πρωθυπουργού κι αφετέρου ευνοϊκών συγκυριών που προέκυψαν κατά το διάστημα των διαπραγματεύσεων από τους κλυδωνισμούς και τις πρόσκαιρες ισορροπίες στις σχέσεις μεταξύ των ισχυρότερων κρατών της Συμμαχίας. Υπ’ αυτή την έννοια η υπογραφή της Συνθήκης δε σήμαινε και την άμεση ή εύκολη εφαρμογή της. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος γνώριζε πως η Ελλάδα θα είχε αρκετές δυσκολίες να διαχειριστεί προκειμένου να εφαρμοστούν πράγματι και να γίνουν αποδεκτοί από τους Οθωμανούς οι όροι της Συνθήκης αυτής (Κλάψης, 2019: 325-332).
Η παραχώρηση στην Ελλάδα της Δυτικής Θράκης -η οποία είχε προηγουμένως παραχωρηθεί από τη Βουλγαρία στους Συμμάχους-, της Ανατολικής Θράκης μέχρι την περιοχή της Τσατάλτζας, των νησιών του βορειοανατολικού Αιγαίου, της Σμύρνης και μιας περιοχής γύρω από αυτή -υπό την προσωρινή επικυριαρχία των Τούρκων-, αποτέλεσε ένα σημαντικό επίτευγμα της διπλωματικής συνεργασίας Βρετανών και Ελλήνων, το οποίο δυσαρεστούσε τους Ιταλούς και τους Γάλλους. Η απόβαση, άλλωστε, ελληνικών στρατευμάτων στη Σμύρνη, ήδη από το Μάη του 1919, για να αποτραπεί επιθετική κίνηση των ιταλικών δυνάμεων στην περιοχή αυτή, είχε αφυπνίσει των τουρκικό εθνικισμό. Ο στρατηγός Μουσταφά Κεμάλ, μάλιστα, που στάλθηκε για να επιβλέψει την αποστράτευση των δυνάμεων του τουρκικού στρατού, ανέλαβε την ηγεσία των εθνικιστών (Dakin, 2012: 339-342).
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος γνώριζε πως η παρουσία των ελληνικών δυνάμεων στην περιοχή της δυτικής Μικράς Ασίας ήταν επισφαλής, είχε εντούτοις την ελπίδα πως η παρουσία των Γάλλων στην Κιλικία και των Ιταλών στην Αττάλεια θα λειτουργούσε εξισορροπητικά απέναντι στις τουρκικές αντιδράσεις. Βασιζόταν, επίσης, στη στήριξη της Μεγάλης Βρετανίας και προσδοκούσε ενίσχυση του ελληνικού στοιχείου στη ζώνη της Σμύρνης μέσω εθελοντικής μετανάστευσης Ελλήνων σε αυτήν από τις γύρω περιοχές με παράλληλη -εθελοντική πάντα- αποχώρηση Μουσουλμάνων προς το εσωτερικό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Οι προσδοκίες αυτές πάντως δεν αναιρούσαν το γεγονός πως η Ελλάδα θα αναγκαζόταν να επιβάλει τους όρους της Συνθήκης με τη δύναμη των όπλων στον Κεμάλ και τους υποστηρικτές του, οι οποίοι είχαν εξαρχής δηλώσει την άρνησή τους να την αποδεχτούν (Κλάψης, 2019: 294-308).
Με την επιστροφή του στην Ελλάδα ο Ελευθέριος Βενιζέλος εξήγγειλε τη διεξαγωγή εκλογών προκειμένου να υπάρξει η νόμιμη επικύρωση των διπλωματικών του επιτευγμάτων. Η περαιτέρω παράταση της «Βουλής των Λαζάρων» δεν μπορούσε να γίνει αποδεκτή, γι’ αυτό και η προσφυγή στις εκλογές ήταν αναγκαία. Ο Βενιζέλος, άλλωστε, θεωρούσε βέβαιη την επικράτησή του, εφόσον είχε προσφέρει στους Έλληνες την υλοποίηση της κυριότερης εθνικής τους επιδίωξης. Γνώριζε πως οι πολίτες είχαν υποστεί ποικίλες ταλαιπωρίες τα χρόνια που προηγήθηκαν λόγω των πολυετών πολεμικών αναμετρήσεων και του υψηλού οικονομικού κόστους αυτών, αλλά πίστευε πως τα εδαφικά κέρδη θα υπερίσχυαν της τυχόν δυσαρέσκειας. Έτσι, παρά το γεγονός πως καλούταν να αντιμετωπίσει συνεργαζόμενα μεταξύ τους τα αντίπαλα κόμματα, τα οποία είχαν συγκροτήσει τον συνασπισμό της «Ηνωμένης Αντιπολιτεύσεως», δεν ανησυχούσε για το αποτέλεσμα.
Πέρα από την εκπλήρωση του εθνικού στόχου της Μεγάλης Ιδέας, το κόμμα των Φιλελευθέρων ανέμενε σημαντική εκλογική στήριξη από τις νεοαποκτηθείσες περιοχές της Δυτικής και Ανατολικής Θράκης, καθώς και από την παραχώρηση δικαιώματος ψήφου στους -θεωρητικά- ελεγχόμενους στρατιώτες. Η αντιπολίτευση, από την άλλη, στήριζε την κριτική της κυρίως στον τυραννικό χαρακτήρα που έλαβαν τα μέτρα εναντίον των αντιβενιζελικών από το 1917 και μετά. Θέμα τερματισμού της πολεμικής δραστηριότητας στη Μικρά Ασία δεν έθετε επισήμως, έστω κι αν κάποιοι πολιτευτές εκμεταλλεύονταν την κόπωση που είχε επέλθει στους πολίτες αναφερόμενοι στην αναγκαιότητα απεμπλοκής του ελληνικού στρατού από την περιοχή αυτή (Κλάψης, 2019: 332-334).
Είναι γεγονός, πάντως, πως το κόμμα των Φιλελευθέρων προκειμένου να κάμψει τις αντιστάσεις των φιλοβασιλικών, οι οποίοι επιχειρούσαν να υπονομεύσουν την προετοιμασία της χώρας για τη συμμετοχή της στον πόλεμο, αναγκάστηκε από το 1917 να λάβει αυστηρά και εμφανώς αντισυνταγματικά μέτρα εις βάρος τους. Με διάταγμα του 1917 επιχείρησε την εκκαθάριση του δικαστικού σώματος, ενώ με νόμους του 1917 και του 1918 ήρε τη μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων για να απολύσει όσους ανήκαν στην αντίπαλη παράταξη. Από τον Ιούνιο του 1917, μάλιστα, είχε ξεκινήσει τις εκτοπίσεις φιλοβασιλικών πολιτικών και τις αποστρατεύσεις φιλοβασιλικών αξιωματικών (Αλιβιζάτος, 2011: 233-235).
Εκτός, ωστόσο, από τη δυσαρέσκεια που είχε προκληθεί τόσο από την αυταρχικότητα των στελεχών του κόμματος των Φιλελευθέρων όσο και από τη φορολογική επιβάρυνση για τη μακρόχρονη διατήρηση ενός πολυάριθμου στρατεύματος, ένα ακόμη γεγονός λειτούργησε επιβαρυντικά για τον Βενιζέλο. Στις 12/25 Οκτωβρίου 1920 ο βασιλιάς Αλέξανδρος, που υποκαθιστούσε τον πατέρα του Κωνσταντίνο, πέθανε. Εξέλιξη που άφηνε ανοιχτό το ενδεχόμενο επαναφοράς του Κωνσταντίνου και έδινε απρόσμενα στις επικείμενες εκλογές χαρακτήρα αναμέτρησης μεταξύ των δύο ηγετικών προσωπικοτήτων της χώρας. Έτσι, την 1η/11η Νοεμβρίου 1920 η Ηνωμένη Αντιπολίτευση κέρδισε την πλειοψηφία των εδρών -260 από τις 370- ανατρέποντας τις πολιτικές ισορροπίες στη χώρα. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος αποχώρησε λίγες μέρες μετά από την Ελλάδα, αφήνοντας τους πολιτικούς του αντιπάλους να καρπωθούν τα οφέλη των δικών του επιτυχιών (Dakin, 2012: 342-344).
Μετά τις νικηφόρες για την Ηνωμένη Αντιπολίτευση εκλογές η πρωθυπουργία δόθηκε στον μετριοπαθή και φιλικά προσκείμενο στην Entente Δημήτριο Ράλλη, έστω κι αν η προσωπική του δύναμη στο κοινοβούλιο ήταν μικρή. Ο πολιτικά ισχυρότερος Δημήτριος Γούναρης δεν θεωρήθηκε συνετή επιλογή για την πρωθυπουργική θέση, διότι θα εντείνονταν οι αντιδράσεις από τη μεριά των Συμμάχων. Απώτερος στόχος, άλλωστε, ήταν να γίνει εξαρχής εμφανές στα μέλη της Entente πως η νέα κυβέρνηση δεν επρόκειτο να διαφοροποιήσει την εξωτερική πολιτική της Ελλάδας.
Η δέσμευση της ελληνικής κυβέρνησης να διατηρήσει στρατό στην περιοχή της Μικράς Ασίας οδηγούσε στην ανάγκη να προσδιοριστεί και να αποφασιστεί ο τρόπος δράσης του ελληνικού στρατού. Υπό τις υποδείξεις της στρατιωτικής ηγεσίας επιλέχθηκε η προέλαση των στρατευμάτων με στόχο την κατάληψη των σημαντικών από στρατηγικής άποψης περιοχών Εσκί Σεχίρ και Αφιόν Καραχισάρ. Η αναγνωριστική, ωστόσο, προώθηση προς το Εσκί Σεχίρ, τον Ιανουάριο του 1921, αναχαιτίστηκε από τις δυνάμεις των Τούρκων εθνικιστών, γεγονός που φανέρωνε την ενίσχυση και τη βελτίωση της οργάνωσής τους. Η ανησυχητική αυτή εξέλιξη ώθησε τον Ελευθέριο Βενιζέλο να προτείνει στην κυβέρνηση του Δ. Ράλλη την υπαναχώρηση του στρατού στα προσδιορισμένα από τη Συνθήκη των Σεβρών όρια, με μόνη εδαφική προσθήκη την περιοχή της κοιλάδας του Μαιάνδρου. Η δεκτικότητα, όμως, του Ράλλη απέναντι στην υπόδειξη αυτή είχε ως αποτέλεσμα την παρέμβαση του Δ. Γούναρη προκειμένου να αναλάβει την πρωθυπουργία ο Νικόλαος Καλογερόπουλος, ο οποίος βρισκόταν περισσότερο υπό τον έλεγχό του.
Ο νέος πρωθυπουργός εκπροσώπησε την Ελλάδα στη Συνδιάσκεψη του Λονδίνου, τον Φεβρουάριο του 1921, στο πλαίσιο της οποίας γινόταν μια προσπάθεια από τους Συμμάχους να βρεθεί μια αμοιβαία αποδεκτή λύση στο ζήτημα της Μικράς Ασίας. Εκεί ήρθε αντιμέτωπος με τη συνειδητοποίηση πως ουσιαστικός συνομιλητής από την τουρκική πλευρά ήταν η κεμαλική κυβέρνηση της Άγκυρας, η οποία τηρούσε αδιάλλακτη στάση και απαιτούσε αφενός την απομάκρυνση του ελληνικού στρατού από τη Μικρά Ασία και αφετέρου τον έλεγχο της Ανατολικής Θράκης. Η συμμαχική πρόταση να ανακηρυχθεί αυτόνομη η περιοχή του Αϊδινίου με χριστιανό διοικητή και με αναλογική συμμετοχή στους αξιωματικούς της εκεί χωροφυλακής από τους ντόπιους και του συμμάχους βρήκε σύμφωνη την ελληνική πλευρά, έστω κι αν οι ελληνικές δυνάμεις θα περιορίζονταν στη Σμύρνη. Οι εθνικιστές της Άγκυρας, ωστόσο, απέρριψαν την πρόταση αυτή (Κλάψης, 2019: 341-344).
Η Συνδιάσκεψη του Λονδίνου πέρα από το γεγονός πως δεν απέδωσε κάποιο όφελος για την ελληνική πλευρά αποτέλεσε και μια σαφή επιβεβαίωση πως η Γαλλία και η Ιταλία είχαν πια αναθεωρήσει τη στάση τους. Με την υπογραφή μυστικών συμφωνιών με τον απεσταλμένο της Άγκυρας οι δύο χώρες δήλωναν πρόθυμες να αποχωρήσουν από τη Μικρά Ασία με αντάλλαγμα προνομιακές οικονομικές συμφωνίες. Αν και τελικά απορρίφθηκαν οι συμφωνίες αυτές από την εθνοσυνέλευση της Άγκυρας, λόγω της έκτασης των προνομιών που παραχωρούσαν, φανέρωναν ωστόσο την αλλαγή των συσχετισμών εις βάρος της Ελλάδας (Γιαννουλόπουλος, 1978: 164).
Με δεδομένη την απουσία θετικών αποτελεσμάτων στη Συνδιάσκεψη του Λονδίνου η ελληνική κυβέρνηση θεώρησε αναγκαία την προέλαση του στρατού προκειμένου να υπάρξει πίεση σε στρατιωτικό επίπεδο. Προχώρησε, έτσι, σε ευρύτατες απομακρύνσεις βενιζελικών ή και ουδέτερων αξιωματικών από το μάχιμο στράτευμα και στις 10/23 Μαρτίου 1921 ξεκίνησε νέα επίθεση με στόχο την κατάληψη του τόξου Εσκί Σεχίρ – Αφιόν Καραχισάρ. Η σθεναρή πίεση, ωστόσο, των τουρκικών δυνάμεων απέτρεψε την επίτευξη του στόχου αυτού και προκάλεσε αναταράξεις στην πολιτική σκηνή της χώρας. Ο Καλογερόπουλος παραιτήθηκε και την πρωθυπουργία ανέλαβε ο Δημήτριος Γούναρης, ο οποίος αποτελούσε ούτως ή άλλως τον αρχηγό της αντιβενιζελικής παράταξης.
Κατά τη διάρκεια της δικής του πρωθυπουργίας η βενιζελική παράταξη, υπό την προεδρία του Παναγιώτη Δαγκλή, επιχείρησε να διαμορφώσει κλίμα συναίνεσης με την αντιβενιζελική κυβέρνηση, προσφέροντας στήριξη στις αποφάσεις για συνέχιση της πολεμικής δραστηριότητας. Ο Γούναρης, ωστόσο, δεν θεωρούσε πως υπήρχε λόγος να αλλάξει τη στάση του απέναντι στους βενιζελικούς και ενέτεινε τις διώξεις εναντίον τους (Γιαννουλόπουλος, 1978: 164 -167).
Η ανεπιτυχής επιθετική προσπάθεια του Μαρτίου δεν οδήγησε την ελληνική πλευρά στο να αλλάξει τους στρατιωτικούς της στόχους. Έτσι, παρά το γεγονός πως τα συμμαχικά μέλη της Entente ανήγγειλαν πως θα παραμείνουν ουδέτερα απέναντι στην ελληνοτουρκική σύρραξη και η Μεγάλη Βρετανία έπαψε να προμηθεύει με όπλα την Ελλάδα, αποφασίστηκε νέα επίθεση. Λίγο πριν την έναρξη της νέας αυτής προσπάθειας (27 Ιουνίου/10 Ιουλίου 1921) οι Σύμμαχοι έθεσαν υπόψη των αντιμαχόμενων μια ακόμη ειρηνευτική πρόταση με μερικές πρόσθετες παραχωρήσεις υπέρ των Τούρκων. Η πρωτοβουλία αυτή, αν και δεν απορρίφθηκε από την ελληνική κυβέρνηση, δεν απέτρεψε την εκδήλωση της επίθεσης.
Οι Βρετανοί αντιλαμβανόμενοι το αδιέξοδο της Ελλάδας επιδίωξαν εκ νέου την επίτευξη ενός συμβιβασμού με τις κεμαλικές δυνάμεις. Σε συνάντηση που είχε ο Δ. Γούναρης με τον υπουργό Εξωτερικών της Μεγάλης Βρετανίας, Curzon, αποδέχτηκε να επιτρέψει στις Δυνάμεις να διαχειριστούν τις διαπραγματεύσεις. Η Γαλλία, ωστόσο, το ίδιο διάστημα (7/20 Οκτωβρίου 1921) υπέγραφε συμφωνία με τον Κεμάλ δεχόμενη να αποσύρει τα στρατεύματά της από την Κιλικία και να ενισχύσει με πολεμικό υλικό τους Τούρκους με τον όρο πως θα της παραχωρούνταν οικονομικά προνόμια στο μέλλον. Η Μεγάλη Βρετανία μη θέλοντας να εξωθήσει την κατάσταση σε διάλυση της Entente προχώρησε σε πολύμηνες διαπραγματεύσεις με τη Γαλλία προκειμένου να υιοθετήσουν μια κοινή στάση στα ζητήματα της Μέσης Ανατολής.
Η αδυναμία εξεύρεσης συμβιβαστικής λύσης σε συνδυασμό με τις σημαντικές οικονομικές δυσκολίες του κράτους οδήγησαν την ελληνική κυβέρνηση την άνοιξη του 1922, ύστερα από πρόταση του υπουργού Οικονομικών Πέτρου Πρωτοπαπαδάκη, στην επιβολή αναγκαστικού εσωτερικού δανεισμού με τη διχοτόμηση των χαρτονομισμάτων. Το μισό χαρτονόμισμα ανταλλασσόταν με ομολογίες του δημοσίου και το άλλο μισό, έχοντας πια μισή αξία, παρέμενε στον κάτοχό του. Κατ’ αυτό τον τρόπο η χώρα αντιμετώπιζε προσωρινά την έλλειψη ρευστότητας.
Παραλλήλως, το Μάη του 1922 ο Παπούλας παραιτήθηκε από τη διοίκηση της στρατιάς της Μικράς Ασίας και τη θέση του ανέλαβε ο αντιστράτηγος Γιώργος Χατζανέστης. Ενώ, τον ίδιο μήνα, παραιτήθηκε από την πρωθυπουργία ο Δ. Γούναρης και αντικαταστάθηκε στις 9/22 Μαΐου από τον Πρωτοπαπαδάκη. Η αστάθεια που επικρατούσε τόσο στο στρατιωτικό όσο και στο πολιτικό μέτωπο ήταν εμφανής και δικαιολογούσε εν μέρει την απόφαση της ελληνικής κυβέρνησης, τον Ιούλιο του 1922, να προχωρήσει σε μετακινήσεις στρατευμάτων προς την Ανατολική Θράκη προκειμένου να καταλάβει την Κωνσταντινούπολη. Σχέδιο, ωστόσο, που εγκαταλείφθηκε λόγω της ξεκάθαρης αντίθεσης των Συμμάχων σε αυτό.
Την ίδια, άλλωστε, περίοδο η κυβέρνηση αποδέχτηκε την πρόταση του Ύπατου Αρμοστή της Σμύρνης, Αριστείδη Στεργιάδη, για τη δημιουργία ενός αυτόνομου κράτους στην περιοχή της δυτικής Μικράς Ασίας. Στις 18/30 Ιουλίου ο Στεργιάδης προχώρησε στην ανακήρυξη της Ιωνίας σε αυτόνομη περιοχή, αλλά η ανταπόκριση των κατοίκων ήταν ελάχιστη, καταδικάζοντας την όλη προσπάθεια σε αποτυχία (Κλάψης, 2019: 352-355).
Στις 13/26 Αυγούστου 1922 ο Κεμάλ εξαπέλυσε επίθεση σε μεγάλο μήκος του ελληνικού μετώπου εξαναγκάζοντας τον ελληνικό στρατό σε οπισθοχώρηση. Παρά τη σθεναρή αντίσταση ορισμένων μεραρχιών, όπως ήταν εκείνες των συνταγματαρχών Στ. Γονατά και Ν. Πλαστήρα, η κατάσταση ήταν μη αναστρέψιμη. Στις 29 Αυγούστου/11 Σεπτεμβρίου οι Τούρκοι έχοντας ήδη εισέλθει στη Σμύρνη ξεκίνησαν σφαγές χριστιανών και δύο μέρες μετά κατέκαψαν την πόλη (Dakin, 2012: 355-357).
Η είδηση της ήττας των ελληνικών στρατευμάτων προκάλεσε αγανάκτηση στην κοινή γνώμη. Στις 28 Αυγούστου/10 Σεπτεμβρίου ανέλαβε την πρωθυπουργία ο Ν. Τριανταφυλλάκος, ο οποίος είχε διατελέσει αρμοστής της Ελλάδας στην Κωνσταντινούπολη. Στον Πειραιά άρχισαν να καταφτάνουν οι πρώτοι πρόσφυγες, ενώ η χώρα βρισκόταν σε δεινή οικονομική θέση.
Αν και ήταν δεδομένη πια η απώλεια της Μικράς Ασίας παρέμενε το ζήτημα της Ανατολικής Θράκης που αποτελούσε πάγιο αίτημα της κεμαλικής πλευράς. Στις 6/19 Σεπτεμβρίου 1922 αποχώρησαν και οι τελευταίες ελληνικές δυνάμεις από τη Μικρά Ασία, αφήνοντας πλέον τη διευθέτηση της κατάστασης στις διπλωματικές πρωτοβουλίες. Οι συμμαχικές χώρες ήρθαν σε αντιπαράθεση μεταξύ τους λόγω της απροθυμίας των Βρετανών να συναινέσουν στην παραχώρηση της Ανατολικής Θράκης στον Κεμάλ. Στις 10/23 Σεπτεμβρίου, ωστόσο, ύστερα από επίμονη πίεση της Γαλλίας, οι Σύμμαχοι καλούσαν την τουρκική πλευρά σε διαπραγματεύσεις για τη διασφάλιση της ειρήνης, προσφέροντάς τους την Ανατολική Θράκη (Γιαννουλόπουλος, 1978: 248-250).
Στους κόλπους των στρατευμάτων που επέστρεψαν από το μέτωπο διαμορφώθηκε μια επαναστατική ομάδα με στόχο την απομάκρυνση του Κωνσταντίνου και την αναζήτηση των υπευθύνων της καταστροφής. Ο βενιζελικός Νικόλαος Πλαστήρας από τη Χίο και ο μετριοπαθής βασιλικός Στυλιανός Γονατάς από τη Μυτιλήνη, με την προσχώρηση και στελεχών του ναυτικού, αποφάσισαν την κατάληψη της Αθήνας. Αν και αρχική πρόθεση υπήρξε ο αιφνιδιασμός του βασιλιά, ο Στυλιανός Γονατάς φρόντισε να ριχτούν με αεροπλάνο επαναστατικές προκηρύξεις στην πρωτεύουσα στις 13/26 Σεπτεμβρίου, γνωστοποιώντας τα αιτήματα των στρατιωτικών: α) παραίτηση του Κωνσταντίνου, β) διάλυση της Βουλής, γ) σχηματισμός κυβέρνησης που να εμπνέει εμπιστοσύνη στην Entente, και δ) ενίσχυση του μετώπου στη Θράκη. Με τις δυνάμεις των επαναστατών να βρίσκονται το ίδιο βράδυ στο Λαύριο, τα περιθώρια αντίδρασης ήταν μικρά. Ο Κωνσταντίνος παραιτήθηκε την επόμενη μέρα επιτρέποντας τη δίχως βία επικράτηση του κινήματος (Γιαννουλόπουλος, 1978: 251-253).
Μια από τις πρώτες πράξεις της επαναστατικής κυβέρνησης ήταν η παραπομπή σε δίκη πολιτικών και στρατιωτικών προσώπων που θεωρήθηκαν υπεύθυνα για την καταστροφή με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας. Παρά τις πιέσεις από άλλες χώρες και κυρίως από τη Μεγάλη Βρετανία να μην προχωρήσει η επιβολή θανατικής ποινής, οι πρώην πρωθυπουργοί Δ. Γούναρης, Ν. Στράτος, Π. Πρωτοπαπαδάκης, οι πρώην υπουργοί Γ. Μπαλτάτζης και Ν. Θεοτόκης, όπως και ο Γ. Χατζανέστης που υπήρξε ο τελευταίος διοικητής του στρατεύματος εκτελέστηκαν στις 15/28 Νοεμβρίου στο Γουδί. Το γεγονός αυτό προκάλεσε τη διακοπή των διπλωματικών σχέσεων με τη Μεγάλη Βρετανία, επιδεινώνοντας την ήδη δύσκολη διπλωματική θέση της Ελλάδας (Κλάψης, 2019: 357-362).
Η «Δίκη των Εξ» αποτέλεσε εξαρχής σαφή προσπάθεια να αποδοθεί η ευθύνη για την κατάρρευση του μετώπου αφενός σε λάθη της στρατιωτικής ηγεσίας και αφετέρου στη διπλωματική απομόνωση της χώρας από την Entente εξαιτίας της επιστροφής του Κωνσταντίνου, την οποία είχε επιδιώξει η τότε πολιτική ηγεσία (Γιαννουλόπουλος, 1987: 257-259).
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος ανέλαβε, ύστερα από πρόσκληση της επαναστατικής κυβέρνησης, να ηγηθεί της ελληνικής αντιπροσωπείας στη Συνδιάσκεψη Ειρήνης στη Λωζάννη τον Νοέμβριο του 1922. Με δεδομένη την απώλεια της Ανατολικής Θράκης, στόχος του ήταν να αντικρούσει τις τουρκικές αξιώσεις για τη Δυτική Θράκη και για τα νησιά του βορειοανατολικού Αιγαίου. Χωρίς καμία ουσιαστική στήριξη ο Βενιζέλος επιδίωξε συμφωνίες που θα ωφελούσαν την Ελλάδα, όπως υπήρξε η πρωτοβουλία του για την ανταλλαγή πληθυσμών με την Τουρκία προκειμένου να διευκολυνθεί η στέγαση των προσφύγων στον ελληνικό χώρο. Η πρωτοβουλία του υπήρξε επιτυχής, αφού πρώτα διευθετήθηκε το ζήτημα σχετικά με την παραμονή του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην Κωνσταντινούπολη, στο οποίο ο Βενιζέλος είχε τη στήριξη και των άλλων αντιπροσωπειών. Στις 17/30 Ιανουαρίου 1923 η Ελλάδα και η Τουρκία υπέγραψαν τη Σύμβαση για την Ανταλλαγή Ελληνοτουρκικών Πληθυσμών.
Η ελληνική πλευρά αντιμετώπισε με δυναμικό τρόπο και την επίμονη αξίωση της Τουρκίας να της καταβληθούν πολεμικές αποζημιώσεις. Υπό την απειλή πως θα χρησιμοποιήσει την αναδιοργανωμένη από τον υποστράτηγο Θεόδωρο Πάγκαλο στρατιά του Έβρου για να καταλάβει την Ανατολική Θράκη, η ελληνική αντιπροσωπεία ανάγκασε την Τουρκία να παραιτηθεί από την είσπραξη πολεμικών αποζημιώσεων.
Με τους επιτυχείς χειρισμούς του Βενιζέλου το τελικό κείμενο της Συνθήκης Ειρήνης της Λωζάννης (24 Ιουλίου 1923) αναγνώριζε την ελληνική κυριαρχία στη Δυτική Θράκη, ορίζοντας ως σύνορο με την Τουρκία τον ποταμό Έβρο, όπως και στα νησιά του βορειοανατολικού Αιγαίου, με την εξαίρεση της Ίμβρου και της Τενέδου. Ο Βενιζέλος είχε κατορθώσει να αντιμετωπίσει την απαίτηση των Τούρκων για διενέργεια δημοψηφίσματος στη Δυτική Θράκη, θέτοντας ανάλογο αίτημα για τις περιοχές της Καλλίπολης και της Κωνσταντινούπολης (Κλάψης, 2019: 362-372).
Η πραγμάτωση της Μεγάλης Ιδέας με τη Συνθήκη των Σεβρών είχε ως έρεισμα προσωρινές διπλωματικές και στρατιωτικές ισορροπίες, οι οποίες πιθανώς, αν είχαν εξεταστεί πιο αντικειμενικά και χωρίς την πίεση των εθνικών προσδοκιών, θα οδηγούσαν σε διαφορετικές και πιο περιορισμένες αξιώσεις από την ελληνική πλευρά. Επρόκειτο, ωστόσο, για το όραμα δεκαετιών με υψηλό συναισθηματικό φορτίο που δεν επέτρεπε πάντοτε τις ψύχραιμες εκτιμήσεις των δεδομένων. Ύστερα, πάντως, από τη μεγάλη ήττα στο μικρασιατικό μέτωπο ο ρεαλισμός και η ικανότητα του Ελευθέριου Βενιζέλου να αξιοποιεί στο μέγιστο δυνατό βαθμό κάθε διαπραγματευτικό μέσο πίεσης συνέβαλαν ώστε να μην υπάρξουν ακόμη σημαντικότερες απώλειες για την Ελλάδα. Κατ’ αυτό τον τρόπο ο ίδιος πολιτικός που ζήτησε όσο περισσότερα μπορούσε στις Σέβρες κατόρθωσε να συγκρατήσει το μέγεθος των απωλειών στη Λωζάννη, συμβιβαζόμενος έγκαιρα με την πραγματικότητα της αμετάκλητης κατάρρευσης της Μεγάλης Ιδέας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου