Εξεταστεα Υλη & Τροπος αξιολογησης 2025

Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «πλέκω»

Carol Leigh 
 
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «πλέκω»
 
Ενεργητική Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
πλέκω, πλέκεις, πλέκει, πλέκομεν, πλέκετε, πλέκουσι(ν)
Υποτακτική
πλέκω, πλέκς, πλέκ, πλέκωμεν, πλέκητε, πλέκωσι(ν)
Ευκτική
πλέκοιμι, πλέκοις, πλέκοι, πλέκοιμεν, πλέκοιτε, πλέκοιεν
Προστακτική
---, πλέκε, πλεκέτω, ---, πλέκετε, πλεκόντων (ή πλεκέτωσαν)
Απαρέμφατο
πλέκειν
Μετοχή
πλέκων, πλέκουσα, πλέκον
 
Αόριστος
Οριστική
πλεξα, πλεξας, πλεξε(ν), πλέξαμεν, πλέξατε, πλεξαν
Υποτακτική
πλέξω, πλέξς, πλέξ, πλέξωμεν, πλέξητε, πλέξωσι(ν)
Ευκτική
πλέξαιμι, πλέξαις ή πλέξειας, πλέξαι ή πλέξειε(ν), πλέξαιμεν, πλέξαιτε, πλέξαιεν ή πλέξειαν
Προστακτική
---, πλέξον, πλεξάτω, ---, πλέξατε, πλεξάντων (ή πλεξάτωσαν)
Απαρέμφατο
πλέξαι
Μετοχή
πλέξας, πλέξασα, πλέξαν
 
Μέση Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
πλέκομαι, πλέκ ή πλέκει, πλέκεται, πλεκόμεθα, πλέκεσθε, πλέκονται
Υποτακτική
πλέκωμαι, πλέκ, πλέκηται, πλεκώμεθα, πλέκησθε, πλέκωνται
Ευκτική
πλεκοίμην, πλέκοιο, πλέκοιτο, πλεκοίμεθα, πλέκοισθε, πλέκοιντο
Προστακτική
---, πλέκου, πλεκέσθω, ---, πλέκεσθε, πλεκέσθων ή πλεκέσθωσαν
Απαρέμφατο
πλέκεσθαι
Μετοχή
πλεκόμενος
πλεκομένη
πλεκόμενον
 
Παρατατικός
Οριστική
πλεκόμην, πλέκου, πλέκετο, πλεκόμεθα, πλέκεσθε, πλέκοντο
 
Παθητικός Αόριστος Α΄
Οριστική
πλέχθην, πλέχθης, πλέχθη, πλέχθημεν, πλέχθητε, πλέχθησαν
Υποτακτική
πλεχθ, πλεχθς, πλεχθ, πλεχθμεν, πλεχθτε, πλεχθσι(ν)
Ευκτική
πλεχθείην, πλεχθείης, πλεχθείη, πλεχθείημεν ή πλεχθεμεν, πλεχθείητε ή πλεχθετε, πλεχθείησαν ή πλεχθεεν
Προστακτική
---, πλέχθητι, πλεχθήτω, ---, πλέχθητε, πλεχθέντων ή πλεχθήτωσαν
Απαρέμφατο
πλεχθναι
Μετοχή
πλεχθείς
πλεχθεσα
πλεχθέν
 
Παθητικός Αόριστος Β΄
Οριστική
πλάκην, πλάκης, πλάκη, πλάκημεν, πλάκητε, πλάκησαν
Υποτακτική
πλακ, πλακς, πλακ, πλακμεν, πλακτε, πλακσι(ν)
Ευκτική
πλακείην, πλακείης, πλακείη, πλακείημεν ή πλακεμεν, πλακείητε ή πλακετε, πλακείησαν ή πλακεεν
Προστακτική
---, πλάκηθι, πλακήτω, ---, πλάκητε, πλακέντων ή πλακήτωσαν
Απαρέμφατο
πλακναι
Μετοχή
πλακείς, πλακεσα, πλακέν
 
Παρακείμενος
Οριστική
πέπλεγμαι, πέπλεξαι, πέπλεκται, πεπλέγμεθα, πέπλεχθε, πεπλεγμένοι εσί(ν)
 
Υποτακτική
πεπλεγμένος- πεπλεγμένη- πεπλεγμένον
πεπλεγμένος- πεπλεγμένη- πεπλεγμένον ς
πεπλεγμένος- πεπλεγμένη- πεπλεγμένον
πεπλεγμένοι- πεπλεγμέναι- πελεγμένα μεν
πεπλεγμένοι- πεπλεγμέναι- πελεγμένα τε
πεπλεγμένοι- πεπλεγμέναι- πελεγμένα σι
 
Ευκτική
πεπλεγμένος- πεπλεγμένη- πεπλεγμένον εην
πεπλεγμένος- πεπλεγμένη- πεπλεγμένον εης
πεπλεγμένος- πεπλεγμένη- πεπλεγμένον εη
πεπλεγμένοι- πεπλεγμέναι- πελεγμένα εημεν (εμεν)
πεπλεγμένοι- πεπλεγμέναι- πελεγμένα εητε (ετε)
πεπλεγμένοι- πεπλεγμέναι- πελεγμένα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---, πέπλεξο, πεπλέχθω, --- πέπλεχθε, πεπλέχθων ή πεπλέχθωσαν
 
Απαρέμφατο
πεπλέχθαι
Μετοχή
πεπλεγμένος,
πεπλεγμένη,
πεπλεγμένον

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου