Πλάτων, Πολιτεία 519b-520a (Η αλληγορία του σπηλαίου: οι φιλόσοφοι)
Πλάτων, Πολιτεία 519b-520a (Η αλληγορία
του σπηλαίου: οι φιλόσοφοι) Ο Σωκράτης συνεχίζει την ερμηνεία της
αλληγορίας. Σε προηγούμενο βιβλίο της Πολιτείας εξηγούσε για ποιον λόγο πρέπει
να κυβερνούν οι φιλόσοφοι ή οι φύλακες να είναι φιλόσοφοι. Τώρα φαίνεται ότι η
αναζήτηση του Αγαθού από τον φιλόσοφο, δηλαδή η πορεία του προς την αληθινή
γνώση, απαιτεί τη θυσία της καθαρά θεωρητικής ζωής προς όφελος του πολιτικού
αγαθού. Ο φιλόσοφος οφείλει να γίνει πολιτικός· ακόμη κι αν δεν έχει διάθεση να
εξουσιάζει. Ως γνώστης του δικαίου και του αγαθού, έχει χρέος απέναντι στην
πολιτεία που του παρείχε την κατάλληλη παιδεία να κατέβει στο σπήλαιο. Κείμενο αναφοράς Τί δέ; Τόδε οὐκ εἰκός, ἦν δ’ ἐγώ, καὶἀνάγκη ἐκ τῶν προειρημένων, μήτε τοὺς ἀπαιδεύτους καὶἀληθείας ἀπείρους ἱκανῶς ἄν ποτε πόλιν ἐπιτροπεῦσαι, μήτε τοὺς ἐν παιδείᾳἐωμένους διατρίβειν διὰ τέλους, τοὺς μὲν ὅτι σκοπὸν ἐν τῷ βίῳ οὐκ ἔχουσιν ἕνα, οὗ στοχαζομένους δεῖἅπαντα πράττειν ἃἂν πράττωσιν ἰδίᾳ τε καὶ δημοσίᾳ, τοὺς δὲὅτι ἑκόντες εἶναι οὐ πράξουσιν, ἡγούμενοι ἐν μακάρων νήσοις ζῶντες ἔτι ἀπῳκίσθαι; Ἀληθῆ, ἔφη. Ἡμέτερον δὴἔργον, ἦν δ’ ἐγώ, τῶν οἰκιστῶν τάς τε βελτίστας φύσεις ἀναγκάσαι ἀφικέσθαι πρὸς τὸ μάθημα ὃἐν τῷ πρόσθεν ἔφαμεν εἶναι μέγιστον, ἰδεῖν τε τὸἀγαθὸν καὶἀναβῆναι ἐκείνην τὴν ἀνάβασιν, καὶἐπειδὰν ἀναβάντες ἱκανῶς ἴδωσι, μὴἐπιτρέπειν αὐτοῖς ὃ νῦν ἐπιτρέπεται. Τὸ ποῖον δή; Τὸ αὐτοῦ, ἦν δ’ ἐγώ, καταμένειν καὶ μὴἐθέλειν πάλιν καταβαίνειν παρ’ ἐκείνους τοὺς δεσμώτας μηδὲ μετέχειν τῶν παρ’ ἐκείνοις πόνων τε καὶ τιμῶν, εἴτε φαυλότεραι εἴτε σπουδαιότεραι. Ἔπειτ’, ἔφη, ἀδικήσομεν αὐτούς, καὶ ποιήσομεν χεῖρον ζῆν, δυνατὸν αὐτοῖς ὂν ἄμεινον; Ἐπελάθου, ἦν δ’ ἐγώ, πάλιν, ὦ φίλε, ὅτι νόμῳ οὐ τοῦτο μέλει, ὅπως ἕν τι γένος ἐν πόλει διαφερόντως εὖ πράξει, ἀλλ’ ἐν ὅλῃ τῇ πόλει τοῦτο μηχανᾶται ἐγγενέσθαι, συναρμόττων τοὺς πολίτας πειθοῖ τε καὶἀνάγκῃ, ποιῶν μεταδιδόναι ἀλλήλοις τῆς ὠφελίας ἣν ἂν ἕκαστοι τὸ κοινὸν δυνατοὶὦσιν ὠφελεῖν καὶ αὐτὸς ἐμποιῶν τοιούτους ἄνδρας ἐν τῇ πόλει, οὐχ ἵνα ἀφιῇ τρέπεσθαι ὅπῃἕκαστος βούλεται, ἀλλ’ ἵνα καταχρῆται αὐτὸς αὐτοῖς ἐπὶ τὸν σύνδεσμον τῆς πόλεως. Ἀληθῆ, ἔφη· ἐπελαθόμην γάρ. 1η Μετάφραση Τότε; Δεν είναι φυσικό, είπα εγώ, και
δεν συνάγεται κατανάγκην από όσα έχουμε πει ότι άνθρωποι αμόρφωτοι, δίχως καμιά
εμπειρία της αλήθειας, δεν θα ήταν ποτέ δυνατόν να διοικήσουν ικανοποιητικά μια
πολιτεία ούτε, επίσης, άνθρωποι αφημένοι να περνούν ως το τέλος τη ζωή τους
μελετώντας; Οι πρώτοι επειδή δεν έχουν θέσει ένα στόχο προς τον οποίο θα πρέπει
να κατατείνουν όλες οι πράξεις τους, οι ιδιωτικές και οι δημόσιες, οι δεύτεροι επειδή
από δική τους προαίρεση δεν πρόκειται να ασχοληθούν με τίποτε πρακτικό, καθώς
θα νομίζουν ότι έχουν μεταφερθεί, ζωντανοί ακόμη, και ζουν στα νησιά των
μακάρων! Δίκιο έχεις, είπε. Το έργο λοιπόν, είπα εγώ, που έχουμε να
επιτελέσουμε εμείς, οι θεμελιωτές της πόλης, είναι να υποχρεώσουμε όσους από τη
φύση τους είναι προικισμένοι κατά τον καλύτερο τρόπο να προσεγγίσουν εκείνο το
μάθημα που προηγουμένως το χαρακτηρίσαμε ως το μέγιστο: να αντικρύσουν το Αγαθό
και να βγάλουν εκείνη την ανηφοριά, και σαν ανέβουν και το κοιτάξουν αρκετά, να
μην τους επιτρέψουμε αυτό που τώρα επιτρέπεται. Δηλαδή ποιο; Το να μένουν, είπα εγώ, εκεί και να μη
θέλουν να κατέβουν πάλι δίπλα σ’ εκείνους τους δεσμώτες και να μοιραστούν μαζί
τους τούς κόπους και τις τιμές, είτε αυτές είναι τιποτένιες είτε σπουδαιότερες. Μα τότε, είπε, δεν θα τους αδικήσουμε
και δεν θα τους κάνουμε να ζουν χειρότερα, ενώ μπορούν να ζήσουν καλύτερα; Ξέχασες πάλι, είπα εγώ, φίλε μου, ότι
τον νόμο δεν τον ενδιαφέρει πώς μια ορισμένη τάξη στην πόλη θα γίνει ιδιαίτερα
ευτυχισμένη, αλλά αναζητεί τρόπους, ώστε η ευτυχία αυτή να πραγματοποιηθεί για
όλη την πόλη συνενώνοντας αρμονικά τους πολίτες με την πειθώ αλλά και τον
εξαναγκασμό, κάνοντάς τους να δίνουν ο ένας στον άλλο την ωφέλεια που μπορεί καθένας
από αυτούς να προσφέρει στο σύνολο και πλάθοντας ο ίδιος ο νόμος τέτοιους άνδρες
στην πόλη όχι για να τους αφήνει έπειτα να τραβούν κατα ’κει που αρέσει στον καθένα,
αλλά για να τους χρησιμοποιεί ο ίδιος για την ενίσχυση της ενότητας της πόλης. Σωστά, είπε. το είχα ξεχάσει. (μετάφραση Ν. Μ. Σκουτερόπουλος) 2η Μετάφραση Τι λοιπόν; δεν είναι κι αυτό φυσικό και
δε βγαίνει αναγκαστικά απ’ όσα είπαμε ως τώρα, πως μήτε οι απαίδευτοι που ποτέ
τους δεν γνώρισαν την αλήθεια, θα μπορούσαν ποτέ να κυβερνήσουν την πολιτεία,
μήτε εκείνοι που τους αφήνουν να περνούν ως το τέλος τη ζωή τους με την
παιδεία∙ οι πρώτοι επειδή δεν έχουν ένα ωρισμένο σκοπό, που κυνηγώντας τον να
κανονίζουν ανάλογα όλες τις πράξεις και στον ιδιωτικό και το δημόσιο βίο τους,
και οι άλλοι πάλι, γιατί ποτέ δε θ’ αποφάσιζαν από θέλησή τους να καταγίνουν με
καμιά πρακτική απασχόληση, νομίζοντας πως, από ζωντανοί ακόμα, βρίσκονται και
ζουν στα νησιά των Μακάρων. Αλήθεια. Δουλειά μας λοιπόν είναι τώρα, εμείς οι
ιδρυτές της πολιτείας να αναγκάσωμε τις ξεχωριστές εκείνες φύσεις να επιδοθούν
στο μάθημα, που το αναγνωρίσαμε πριν πως είναι το ανώτερο, να ιδούν το αγαθό
και να επιχειρήσουν εκείνο το ανέβασμα, και αφού εκεί απάνω το δουν αρκετά, να
μην τους επιτρέψωμε να κάμουν αυτό που επιτρέπεται τώρα. Ποιο τάχα; Να μείνουν εκεί πάνω και να μη εννοούν
να κατέβουν πίσω, κοντά σε κείνους τους δεσμώτες, ούτε να συμμερίζουνται μαζί
τους τους ίδιους μόχτους και τιμές, είτε ταπεινότερες είτε σπουδαιότερες. Μα πώς; τόσο, θα τους αδικήσωμε και θα τους
κάμωμε να ζουν χειρότερα, ενώ μπορούν να ζουν πολύ καλύτερα; Ξέχασες πάλι, φίλε μου, πως δεν
ενδιαφέρεται ο νόμος να εξασφαλίσει ξεχωριστά μια μονάχα τάξη μέσα στην πόλη,
αλλά ζητά να βρει με τι μέσα θα το κατορθώσει αυτό για ολόκληρη την πόλη⸱ και γι’ αυτό το σκοπό συνδυάζει
αρμονικά τα διάφορα στοιχεία και αναγκάζει τους πολίτες με την πειθώ και με τη
βία να παιρνοδίνουν μεταξύ τους την ωφέλεια που είναι ικανός ο καθένας να
προσφέρει στο κοινό, και μορφώνει ο ίδιος τέτοιους άντρες μες στην πόλη, όχι
για ν’ αφήνει τον καθένα να τραβά το δρόμο που του αρέσει, αλλά για να τους
χρησιμοποιεί αυτός ως σύνδεσμο της πολιτείας. Έχεις δίκιο. το είχα ξεχάσει
πραγματικώς. (μετάφραση Ι. Γρυπάρης) ἀνάβασις: Το ουσιαστικό αυτό, όπως και το
αντίστοιχο ρήμα, χρησιμοποιείται συμβολικά από τον Πλάτωνα, για να δείξει την
πορεία του ανθρώπου προς τη γνώση και την προσέγγιση (θέαση) του Αγαθού.
Πρόκειται για μια πορεία ανηφορική· απαιτεί χρόνο και μόχθο. Αντιστοίχως
μακρόχρονη και κοπιώδης περιγράφεται στην Πολιτεία η εκπαίδευση των ἐν παιδείᾳ πολιτών και μελλοντικών φυλάκων. κατάβασις: Και αυτό το ουσιαστικό, όπως και το
αντίστοιχο ρήμα, χρησιμοποιείται συμβολικά. δείχνει μια πορεία επιστροφής: από
τη θεωρητική ενασχόληση με σχετικώς αφηρημένα αντικείμενα, όπως τα μαθηματικά
και η διαλεκτική, στην πρακτική αντιμετώπιση προβλημάτων της καθημερινής ζωής
μέσα στην πόλη. Οι φύλακες, οι πεπαιδευμένοι, έχουν χρέος να επιστρέψουν στην καθημερινότητα
και από ηγετική θέση να προσφέρουν στο σύνολο των πολιτών όσα έμαθαν και είδαν
στην πορεία τους προς το Αγαθό. μεταδιδόναι ἀλλήλοις τῆς ὠφελίας, συναρμόττων τοὺς πολίτας, [...] σύνδεσμον τῆς πόλεως: Όλες αυτές οι εκφράσεις τονίζουν
εμφατικά μια θεμελιακή ιδέα της πλατωνικής Πολιτείας: Η πόλη αποτελεί ένα
οργανικό σύνολο, έναν οργανισμό που προϋποθέτει τη συνύπαρξη και συλλειτουργία
των μελών του. Μέλη της πολιτείας είναι οι πολίτες· εφόσον η πόλη επιδιώκει τη
συλλογική ευτυχία, θεωρείται αναγκαίο να υπάρχουν μεταξύ των πολιτών ισχυροί
δεσμοί. Η μη διάσπαση του κοινωνικού ιστού αλλά και η ισχύς του αποτελούν για
τον Πλάτωνα ύψιστο ζητούμενο. Θυμίζουμε ότι στον μύθο του Πρωταγόρα (6η
Διδακτική Ενότητα) το δώρο του Δία στους ανθρώπους, με το οποίο τους δόθηκε ως
δυνατότητα η πολιτική αρετή, ήταν η αἰδὼς και η δίκη, για να λειτουργήσουν ως πόλεων κόσμοι τε καὶ δεσμοὶ φιλίας συναγωγοί. Ενδεικτικές
Δραστηριότητες Α. Τι λέει το κείμενο; 1. Για
ποιους λόγους υπάρχει πρόβλημα να βρεθούν κατάλληλα πρόσωπα για τη διοίκηση
μιας πόλης; Σύμφωνα με τον Σωκράτη για τη διοίκηση
της πόλης δεν είναι κατάλληλοι μήτε οι απαίδευτοι πολίτες μήτε οι
πεπαιδευμένοι, όταν εκείνοι αφήνονται σε μια συνεχή κατάσταση μελέτης. Οι
απαίδευτοι πολίτες κρίνονται ακατάλληλοι να αναλάβουν τη διοίκηση της πολιτείας
γιατί αφενός δεν έχουν γνωρίσει την αλήθεια και αφετέρου δεν έχουν ένα
συγκεκριμένο στόχο στη ζωή τους, η επιδίωξη του οποίου θα καθόριζε κάθε τους
πράξη τόσο δημόσια όσο και ιδιωτική. Η έλλειψη κατάλληλης παιδείας δεν τους
επιτρέπει να φτάσουν στη ζητούμενη θέαση του αγαθού και άρα στη γνώση του
πραγματικά επιθυμητού. Παραμένουν έρμαια κατώτερων επιθυμιών και προσωπικών
φιλοδοξιών, αδυνατώντας έτσι να αφοσιωθούν με πλήρη αυταπάρνηση στην υπηρεσία
των συμπολιτών τους∙ κάτι που συνιστά αναγκαία προϋπόθεση για τους ιδανικούς
άρχοντες. Ο απαίδευτος μη έχοντας γνωρίσει το
κατ’ ουσίαν αγαθό, δεν είναι σε θέση να κατευθύνει κάθε πράξη και απόφαση με
τέτοιο τρόπο, ώστε να επιδιώκει την ευδαιμονία όλων ανεξαιρέτως των πολιτών.
Παρασύρεται από τις τυχαίες περιστάσεις και τα τρέχοντα γεγονότα, βασίζοντας
την πολιτική του στο επικαιρικό, ενώ δεν παύει να έχει κατά νου λανθασμένες
επιδιώξεις. Οι πεπαιδευμένοι πολίτες, από την άλλη,
όσοι δηλαδή μέσω της παιδείας έχουν φτάσει στη θέαση του αγαθού, απέχουν από
την πρακτική ζωή και από την εμπλοκή τους στα θέματα του πολιτικού βίου.
Προτιμούν τον θεωρητικό βίο της μελέτης και της σκέψης, μη θέλοντας να
συσχετιστούν εκ νέου με τους «δεσμώτες», με τους απαίδευτους δηλαδή πολίτες, οι
οποίοι κινούνται ακόμη σ’ ένα επίπεδο εγωιστικών και υλικών επιδιώξεων. Οι
πεπαιδευμένοι επιλέγουν τη γαλήνη της πνευματικής ζωής, που τους δίνει την
αίσθηση πως προτού καν πεθάνουν έχουν ήδη εγκατασταθεί στα νησιά των μακαρίων
-νησιά στη Δύση πέρα από τις στήλες του Ηρακλέους στο ρεύμα του Ωκεανού, όπου
σύμφωνα με τις λαϊκές δοξασίες ζούσαν οι ήρωες, οι άνθρωποι της χρυσής εποχής
(η πρώτη γενιά του ανθρώπινου γένους) καθώς και οι ευσεβείς. Οι φιλόσοφοι αντιλαμβάνονται πως η
ανάληψη ευθυνών στη διοίκηση της πολιτείας σημαίνει την απαιτητική και συχνά
εξαντλητική αντιπαράθεση με φιλόδοξους, ανταγωνιστικούς ανθρώπους, οι οποίοι
προκειμένου να εξασφαλίσουν τις προσωπικές τους επιδιώξεις θέτουν εμπόδια σε
κάθε προσπάθεια που αποσκοπεί στο συλλογικό καλό. Γνωρίζουν πως μια τέτοια
ευθύνη θα τερμάτιζε την ψυχική και πνευματική γαλήνη που με κόπο κατέκτησαν,
καθώς θα τους ωθούσε σ’ έναν συνεχή αγώνα ενάντια στην άγνοια, τον υλισμό και
την κενοδοξία των άλλων ανθρώπων. 2. Ποιο
είναι το έργο των οἰκιστῶν, για να λυθεί το πρόβλημα
διακυβέρνησης; Οι οἰκιστές, οι ιδρυτές της πολιτείας, είναι
ο ίδιος ο Σωκράτης και οι συνομιλητές του, οι οποίοι στο πλαίσιο μιας
θεωρητικής συζήτησης προσδιορίζουν τα χαρακτηριστικά της ιδανικής πολιτείας. Οι
οἰκιστές αυτοί, έχοντας την εμπειρία της
πραγματικής κοινωνίας και γνωρίζοντας τις ελλείψεις και τις εγγενείς αδυναμίες
της, επιχειρούν στη δική τους σύλληψη να θέσουν τους όρους που απαιτούνται,
ώστε στην ιδεατή πολιτεία να μην εμφανιστούν παρόμοιες αρνητικές καταστάσεις. Ένα βασικό πρόβλημα του υπαρκτού κόσμου
που πρέπει να αποφευχθεί στη νέα πολιτεία είναι η στάση που κρατούν οι πολίτες
εκείνοι που χάρη στα ιδιαίτερα πνευματικά τους χαρίσματα κατορθώνουν να φτάσουν
στη θέαση του αγαθού. Οι άνθρωποι αυτοί αφού αντικρίσουν το αγαθό και φτάσουν
έτσι στον ανώτερο βαθμό γνώσης και αντίληψης, δεν επιθυμούν κατόπιν να
εμπλέκονται στα τρέχοντα προβλήματα της κοινωνίας. Επιλέγουν την
αποστασιοποίηση από τις ανάγκες των συμπολιτών τους, και προτιμούν να
ασχολούνται -σε θεωρητικό πάντα επίπεδο- με φιλοσοφικές αναζητήσεις και
προβληματισμούς. Παραμένουν σε μια κατάσταση αδρανούς γαλήνης, όπου οι γνώσεις
και οι εξαιρετικές πνευματικές τους ικανότητες αφιερώνονται σε περαιτέρω
νοητικές διερευνήσεις, χωρίς ωστόσο να αξιοποιούνται προς όφελος της πολιτείας,
όπως και θα έπρεπε. Η αδιαφορία των φιλοσόφων κι η
απροθυμία τους να επανέλθουν σε επαφή με τους συμπολίτες τους, ώστε να
οδηγήσουν κι αυτούς σε μια ανοδική πνευματική πορεία, είναι κάτι που δε θα
επιτρέπεται στην ιδανική πολιτεία. Οι φιλόσοφοι θα οφείλουν αφού ολοκληρώσουν
τη δική τους ανέλιξη προς τη θέαση του αγαθού, να επιστρέφουν στους κόλπους της
πολιτείας και αναλαμβάνοντας την ευθύνη της διοίκησής της να εργάζονται για το
καλό των συμπολιτών τους. Η συσχέτιση που κάνει ο Σωκράτης με την
κατάσταση που επικρατεί στις μέρες του υποδηλώνει μια διάθεση μομφής προς τους
φιλοσόφους και εν γένει πνευματικούς ανθρώπους της εποχής του, οι οποίοι
προτιμούν τον ανέφελο θεωρητικό βίο αφήνοντας τον έλεγχο της πολιτείας σε
επίδοξους δημαγωγούς. 3. Ποιος
είναι ο απώτερος στόχος του νόμου; Με
ποια μέσα προσπαθεί να τον πετύχει; Ο Πλάτωνας μέσω του Σωκράτη διατυπώνει
την άποψη πως εκείνο που ενδιαφέρει τον νόμο δεν είναι η υπερβολική ευδαιμονία
μιας μόνο μερίδας των πολιτών, αλλά η διασφάλιση της ευδαιμονίας για όλη
συλλογικά την πόλη. Δίκαιη, αλλά και απαιτητική μέριμνα, για την επίτευξη της
οποίας ο νόμος επιτελεί τριπλή λειτουργία: α. συναρμόττων τοὺς πολίτας πειθοῖ τε καὶἀνάγκῃ Η πρώτη βασική λειτουργία του νόμου
είναι η συνένωση των πολιτών σ’ ένα αρμονικό σύνολο∙ συνένωση που αποτελεί το
θεμέλιο της κοινωνικής συνύπαρξης, παρουσιάζει όμως σημαντικές δυσκολίες κατά
την πραγμάτωσή της, καθώς, προκειμένου οι πολίτες να βρουν μεταξύ τους την
αναγκαία ισορροπία, οφείλει ο καθένας να αντιλαμβάνεται τη θέση που του αρμόζει
μέσα στο πλαίσιο της κοινωνίας και να παραμένει σε αυτή, χωρίς ν’ αποζητά
ρόλους ή δικαιώματα που δεν του αναλογούν. Κι αν αυτό μοιάζει εύκολο ή εύλογο,
στην πραγματικότητα δεν έχουν όλοι οι άνθρωποι τη δυνατότητα να κρίνουν
αντικειμενικά τον εαυτό τους και ν’ αποδεχτούν τα όρια των ικανοτήτων και
προοπτικών τους. Στοιχείο που δημιουργεί δυσαρμονία στην κοινωνική συνοχή, υπό
την έννοια πως πολίτες που από τη φύση τους δεν έχουν τα αναγκαία προσόντα και
τις απαιτούμενες ικανότητες επιζητούν να διακριθούν σε τομείς που δεν μπορούν
να τους υπηρετήσουν επάξια ή επιζητούν προνόμια που δεν τα δικαιούνται. Ο νόμος, επομένως, οφείλει είτε με την
πειθώ είτε με τη βία να επιφέρει την αναγκαία εξισορρόπηση ανάμεσα στους
πολίτες. Ο νόμος οφείλει, δηλαδή, να πείσει τους πολίτες να κινούνται στα όρια
που τους αντιστοιχούν και να μην επιδιώκουν και να μην επιθυμούν επιτεύξεις που
είναι έξω από τις δυνατότητές τους. Ως πειθώ εκλαμβάνουμε την έγκαιρη
διαπαιδαγώγηση των πολιτών, ώστε να αντιλαμβάνονται την αξία του νόμου και να
υπακούν εκουσίως σε αυτόν. Ενώ, αν αυτό δεν καταστεί εφικτό, τότε ο νόμος θα
πρέπει να καταφύγει στη βία για να επαναφέρει κάθε πολίτη στη θέση του. Ως βία
εκλαμβάνουμε τα μέσα που έχει ο νόμος, όπως είναι οι ποινές και οι κυρώσεις,
για να επιβάλει τη θέλησή του. Η δυσαρμονία στη συνένωση των πολιτών
μπορεί να λάβει ποικίλες μορφές, οι οποίες συνιστούν κάθε φορά παρεκβάσεις από
την έννοια της δικαιοσύνης και του αλληλοσεβασμού που πρέπει να διέπει τις
σχέσεις των πολιτών. Αν αντικρίσουμε το ζήτημα σε επίπεδο ατόμου, μπορούμε να
λάβουμε υπόψη μας -με όρους του Πλάτωνα- τη συνήθη πιθανότητα της επικράτησης
του ἀλόγιστου ή ἐπιθυμητικού μέρους της ψυχής, που είναι
και το πιο φιλοχρήματο και φιλοκερδές, και την εξώθηση έτσι του ανθρώπου σε
πράξεις απληστίας, προκειμένου να ικανοποιήσει εγωιστικές τάσεις και επιθυμίες.
Ο Πλάτωνας, άλλωστε, λαμβάνει σοβαρά υπόψη του τη διαβρωτική επενέργεια του
χρήματος και του πλούτου στις συνειδήσεις των ανθρώπων, γι’ αυτό και καθορίζει
εξαρχής έναν εξαιρετικά λιτό βίο για τους άρχοντες. Σε ό,τι αφορά λοιπόν την πρώτη
λειτουργία του νόμου διαπιστώνουμε πως σχετίζεται σε μεγάλο βαθμό με πτυχές της
κοινωνικής ύπαρξης των ατόμων, όπως είναι η δικαιοσύνη κι ο αλληλοσεβασμός.
Μιας και η αρμονική συνύπαρξη των πολιτών πραγματώνεται πληρέστερα, αν κάθε
πολίτης έχει αυξημένο το αίσθημα δικαίου, αλλά και το αίσθημα σεβασμού απέναντι
στους συνανθρώπους του. Καθίσταται, το δίχως άλλο, δυσκολότερη η εγωκεντρική
και πείσμων διεκδίκηση ατομικών συμφερόντων για έναν πολίτη που δεν θέλει ν’
αδικήσει τους συμπολίτες του. β. ποιῶν μεταδιδόναι ἀλλήλοις τῆς ὠφελίας ἣν ἂν ἕκαστοι τὸ κοινὸν δυνατοὶὦσιν ὠφελεῖν Η δεύτερη λειτουργία του νόμου καλύπτει
περισσότερο την οικονομική πλευρά της κοινωνικής συνύπαρξης, διασφαλίζοντας την
αυτάρκεια της πόλης με τον κατάλληλο καταμερισμό των εργασιών. Εφόσον κάθε
άνθρωπος έχει μια σειρά ικανοτήτων και δεξιοτήτων, που του επιτρέπουν να είναι
ιδιαίτερα αποτελεσματικός σε μια συγκεκριμένη ενασχόληση, τότε το μέγιστο
δυνατό όφελος για την πόλη προκύπτει, αν κάθε πολίτης ασχολείται με τον τομέα που
του ταιριάζει. Ο καταμερισμός αυτός προσφέρει στην πόλη επάρκεια αγαθών, αλλά
και στο ίδιο το άτομο την ικανοποίηση πως μπορεί να συνεισφέρει στο κοινωνικό
σύνολο στο οποίο είναι ενταγμένο. Ο πολίτης αισθάνεται χρήσιμος, απολαμβάνει το
σεβασμό των συμπολιτών του και συνάμα μαθαίνει να εκτιμά την προσφορά των
συνανθρώπων του σε δράσεις που ο ίδιος δεν θα μπορούσε να επιτελέσει. Ο καταμερισμός των εργασιών, επομένως,
λειτουργεί παράλληλα κι ως συνεκτικός δεσμός ανάμεσα στους πολίτες καθώς
ενισχύει τον αλληλοσεβασμό και την αμοιβαία εκτίμηση. Ωστόσο, προκύπτει και σ’
αυτή την περίπτωση το ζήτημα πως δεν είναι πάντοτε εύκολο για κάθε πολίτη να
αποδεχτεί τη θέση που του αποδίδεται απ’ την πολιτεία, καθώς ίσως θεωρήσει πως
δεν του αναγνωρίζονται επαρκώς οι δεξιότητες και οι δυνατότητες που κατέχει. Το
ίδιο το άτομο δεν είναι πάντοτε ο καλύτερος κριτής του εαυτού του, καθώς
ενδέχεται είτε από φιλαυτία είτε από ματαιοδοξία είτε από αδυναμία κρίσης να
μην είναι σε θέση να οριοθετήσει ορθά τον τομέα της δραστηριότητάς του. γ.καὶ αὐτὸς ἐμποιῶν τοιούτους ἄνδρας ἐν τῇ πόλει, οὐχ ἵνα ἀφιῇ τρέπεσθαι ὅπῃἕκαστος βούλεται, ἀλλ’ ἵνα καταχρῆται αὐτὸς αὐτοῖς ἐπὶ τὸν σύνδεσμον τῆς πόλεως Η τρίτη λειτουργία που επιτελεί ο νόμος
σχετίζεται με την έγκαιρη και κατάλληλη διαπαιδαγώγηση των πολιτών, ώστε να
είναι σε θέση να αποτελέσουν οργανικά και αναπόσπαστα μέλη του κοινωνικού
συνόλου. Το ιδανικό του πολίτη που λειτουργεί ως φορέας συνοχής στο πλαίσιο της
πολιτείας, σέβεται τους νόμους και θέτει τον εαυτό του στην υπηρεσία του κοινού
και συλλογικού οφέλους, δεν προκύπτει συμπτωματικά και χωρίς την αναγκαία
μέριμνα. Η παρέμβαση του νόμου οφείλει να ξεκινά από την εκπαίδευση των νέων
μελών της πολιτείας και να συνεχίζει στην με κάθε θεμιτό μέσο αγωγή των
ενήλικων πολιτών, ώστε η αίσθηση της κοινωνικότητας και η επιθυμία της
συνύπαρξης να δημιουργείται σε αυτούς ισχυρή. Οι πολίτες, μάλιστα, θα πρέπει να
κατανοούν πως εκείνο που τους ωφελεί περισσότερο είναι ν’ ακολουθούν τις
υποδείξεις του νόμου και να μην επιζητούν την ανεξέλεγκτη και κατά βούληση
δράση. Η επιζητούμενη ευδαιμονία για το σύνολο της πολιτείας επιτυγχάνεται με
την κοινή επιδίωξή της απ’ όλους τους πολίτες, που καλούνται να αναγνωρίσουν
την υπεροχή του συλλογικού συμφέροντος έναντι του ατομικού. Το να πράττει κάθε
πολίτης σύμφωνα με τις δικές του επιθυμίες, χωρίς να λογοδοτεί και χωρίς να
συμμορφώνεται στις υποδείξεις του νόμου, είναι ο ασφαλέστερος δρόμος για την
αποτυχία της επιδιωκόμενης συλλογικής ευτυχίας. Σημαντική, οπότε, δράση του
νόμου είναι η έγκαιρη ενστάλαξη στους πολίτες της πεποίθησης πως η ατομική τους
ευπορία και ευδαιμονία υπηρετείται αποτελεσματικότερα από τη συλλογική επιτυχία
της πολιτείας. Ο έλεγχος του νόμου πάνω στις πράξεις
και τις επιδιώξεις των μελών της πολιτείας δεν περιορίζεται μόνο στους πολίτες,
αλλά περιλαμβάνει αναγκαία και τους άρχοντες, οι οποίοι είναι εξίσου επιρρεπείς
σε παρεκκλίσεις απ’ το συλλογικά επωφελές για χάρη ίδιων συμφερόντων. Ο νόμος,
σύμφωνα με τον Πρωταγόρα, έρχεται να οριοθετήσει τη δράση των ατόμων, ώστε να
μην κάνει κάθε πολίτης ό,τι θέλει παραγνωρίζοντας τα δικαιώματα των συμπολιτών
του, αλλά και τις ανάγκες της ίδιας της πολιτείας. Συνάμα, ελέγχει τη δράση όχι
μόνο των πολιτών, αλλά και των αρχόντων, φροντίζοντας με τις κατάλληλες
κυρώσεις να επαναφέρει κάθε άνθρωπο στη δίκαιη, αρμόζουσα και κοινωνικά
αναμενόμενη συμπεριφορά. Ο νόμος λειτουργεί ενισχυτικά στην προσπάθεια της
πολιτείας να ωθήσει τους πολίτες της στην ενάρετη διαβίωση, και άρα κατέχει ένα
σημαντικό ρόλο σε ό,τι σχετίζεται με την αρμονική συνύπαρξη των ατόμων και την
άρτια οργάνωση της κοινωνίας. Διαπιστώνουμε, επομένως, πως τόσο ο
Πλάτωνας όσο και ο Πρωταγόρας αντικρίζουν τον νόμο ως το μέσο εκείνο που
πειθαρχεί, ελέγχει και κατευθύνει κατάλληλα τη δράση των πολιτών, ώστε να
προκύπτουν τα εκάστοτε ζητούμενα οφέλη για την πόλη και το κοινωνικό σύνολο.
Επιτελεί, δηλαδή, ο νόμος λειτουργίες εξαιρετικά σημαντικές, που αποσκοπούν στο
να υπηρετήσουν το συμφέρον και την ευδαιμονία των πολιτών, προασπίζοντας την
κοινωνική συνοχή και τις αρχές του δικαίου. Ωστόσο, θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας
πως η θετική λειτουργία του νόμου, όπως την παραδέχονται ο Πλάτωνας και ο
Πρωταγόρας δεν γίνεται καθολικά αποδεκτή, καθώς ο νόμος συχνά γίνεται
αντιληπτός ως φορέας καταπίεσης. Β.
Ας εμβαθύνουμε στο νόημα του κειμένου 1. Για
ποιον λόγο η προσέγγιση του Αγαθού παρομοιάζεται με θέαση και ανάβαση (ἰδεῖν τε τὸἀγαθὸν καὶἀναβῆναι ἐκείνην τὴν ἀνάβασιν); Μπορείτε να συνδυάσετε την απάντησή σας και με την πλατωνική θεωρία των
Ιδεών; Το ουσιαστικό ἀνάβασιν, όπως και το αντίστοιχο ρήμα,
χρησιμοποιείται συμβολικά από τον Πλάτωνα, για να δείξει την πορεία του
ανθρώπου προς τη γνώση και την προσέγγιση (θέαση) του Αγαθού. Πρόκειται για μια
πορεία ανηφορική· απαιτεί χρόνο και μόχθο. Αντιστοίχως μακρόχρονη και κοπιώδης
περιγράφεται στην Πολιτεία η εκπαίδευση των ἐν παιδείᾳ πολιτών και μελλοντικών φυλάκων. Μια ιδιαιτέρως απαιτητική διαδικασία
είναι η «θέαση» του αγαθού, εφόσον η προσέγγιση του κόσμου των Ιδεών δεν
γίνεται μέσω των αισθήσεων, όπως γίνεται η αντίληψη του υπαρκτού κόσμου, αλλά
μέσω των νοητικών λειτουργιών. Η αξίωση αυτής της διαφορετικής προσέγγισης δεν
είναι εύκολη, καθώς το άτομο οφείλει να αναθεωρήσει πλήρως τον τρόπο πρόσληψης της
πραγματικότητας και να βασιστεί πλέον στη σκέψη, τη λογική και τους αφηρημένους
συλλογισμούς. Χρειάζεται, άρα, να μάθει έναν εντελώς νέο τρόπο αντίληψης
προκειμένου να «αντικρίσει» την Ιδέα του αγαθού και της δικαιοσύνης, όπως και τις
Ιδέες κάθε άλλης έννοιας. 2. Σε
δύο σημεία του κειμένου γίνεται αναφορά στον εξαναγκασμό αφενός των φιλοσόφων,
αφετέρου των πολιτών. Αφού τα
εντοπίσετε, να σχολιάσετε τη θέση του Πλάτωνα και να προβληματιστείτε ως προς
το σκεπτικό με το οποίο νομιμοποιεί τον εξαναγκασμό αυτό. α) τάς τε βελτίστας φύσεις ἀναγκάσαιἀφικέσθαι πρὸς τὸ μάθημα ὃἐν τῷ πρόσθεν ἔφαμεν εἶναι μέγιστον, Η ευθύνη και η δύναμη που αναλογεί
στους φιλοσόφους (φύλακες - άρχοντες) δεν μπορεί να συνδυαστεί με την προσδοκία
ευδαιμονίας. Αν τους δοθεί η εξουσία και συνάμα τους επιτραπεί να διεκδικούν
την ατομική τους ευτυχία, τότε το αποτέλεσμα θα είναι για άλλη μια φορά η
διαφθορά, η έπαρση και η αδιαφορία για το σημαντικό έργο που έχουν να επιτελέσουν,
όπως δηλαδή καταλήγουν οι άνθρωποι εξουσίας διαχρονικά σε όλες τις κοινωνίες. Υπ’ αυτή την έννοια οι φύλακες,
μολονότι κατέχουν στην ιδεώδη πόλη την εξουσία, δεν θα έχουν ούτε περιουσία
ούτε θα κτίζουν μεγάλες και ωραίες κατοικίες, ούτε θα διαθέτουν χρήματα ούτε θα
φιλοξενούν γνωστούς και φίλους. Η ζωή τους θα είναι πειθαρχημένη και λιτή.
Προϋπόθεση, η οποία μοιάζει αυστηρή, αλλά στην πραγματικότητα είναι αναγκαία
προκειμένου να διαφυλαχθεί η ιδεώδης πολιτεία από τη δύναμη της εξουσίας να
διαφθείρει τους ανθρώπους που την κατέχουν. Η θέση του Σωκράτη είναι πως εφόσον στο
πλαίσιο της Πολιτείας οι φιλόσοφοι θα λάβουν την καλύτερη δυνατή παιδεία και θα
είναι αποδεδειγμένα οι κατάλληλοι άνθρωποι ν’ αναλάβουν την εξουσία, θα πρέπει
να πεισθούν και να κατανοήσουν την ευθύνη και το χρέος που έχουν απέναντι στους
συμπολίτες τους. Η ανάληψη της εξουσίας θα πρέπει να γίνεται αντιληπτή ως
υποχρέωση, ως μέγιστη ευθύνη, και όχι ως προνόμιο. Όπως, άλλωστε, κάθε άλλος
πολίτης με βάση τον καταμερισμό των εργασιών και των υποχρεώσεων, οφείλει να
ενισχύσει το κοινωνικό σύνολο υπηρετώντας στη θέση που ταιριάζει καλύτερα στις
δυνατότητές του, έτσι και οι φιλόσοφοι πρέπει ν’ ανταποκριθούν στην ευθύνη που
τους αναλογεί υπηρετώντας την πολιτεία από την ανώτερη θέση στην κοινωνική
κατάταξη, αυτή του άρχοντα. β) συναρμόττων τοὺς πολίτας πειθοῖ τε καὶἀνάγκῃ, ποιῶν μεταδιδόναι ἀλλήλοις τῆς ὠφελίας ἣν ἂν ἕκαστοι τὸ κοινὸν δυνατοὶὦσιν ὠφελεῖν Ο Σωκράτης τονίζει πως βασική μέριμνα
του Νόμου δεν είναι πώς θα ευτυχήσει υπερβολικά μία μόνο από τις κοινωνικές
τάξεις, αλλά πώς θα επιτευχθεί η ευδαιμονία για το σύνολο των πολιτών. Ο Νόμος
και μέσω αυτού η Πολιτεία -η ιδανική Πολιτεία που δομείται από τον Πλάτωνα-
επιχειρεί α) να ενώσει όλους τους πολίτες σ’ ένα αρμονικό σύνολο είτε πείθοντάς
του για τα οφέλη αυτής της συνύπαρξης είτε
εξαναγκάζοντάς τους δια της βίας να συμμορφωθούν στην κοινή αυτή θέληση, β)
να ωθήσει τους πολίτες να αξιοποιούν ο καθένας τις ιδιαίτερες κλίσεις και
ικανότητές του, ώστε να προσφέρεται από την εργασία και προσφορά κάθε
μεμονωμένου ατόμου το καλύτερο και μέγιστο δυνατό αποτέλεσμα προς όφελος της
κοινωνικής ομάδας και γ) να διαπαιδαγωγεί και να διαμορφώνει κατά τέτοιο τρόπο τους
πολίτες, ώστε αφενός να είναι σε θέση να αποτελέσουν κατάλληλα μέλη του
κοινωνικού συνόλου κι αφετέρου να μπορεί να τους αξιοποιεί σε σχέση με τη
συνοχή της πολιτειακής συνύπαρξης, μη επιτρέποντάς τους την αυτόνομη,
ανεξέλεγκτη και εγωκεντρικά εστιασμένη δράση. Η άποψη αυτή βρίσκει το ανάλογό της και
στα λόγια του Περικλή, όπως αυτά έχουν καταγραφεί από τον Θουκυδίδη (ΙΙ 60): «ἐγὼ γὰρ ἡγοῦμαι πόλιν πλείω ξύμπασαν ὀρθουμένην ὠφελεῖν τοὺς ἰδιώτας ἢ καθ’ ἕκαστον τῶν πολιτῶν εὐπραγοῦσαν, ἁθρόαν δὲ σφαλλομένην. Καλῶς μὲν γὰρ φερόμενος ἀνὴρ τὸ καθ’ ἑαυτὸν διαφθειρομένης της πατρίδος οὐδὲν ἧσσον ξυναπόλλυται, κακοτυχῶν δὲἐν εὐτυχούσῃ πολλῷ μᾶλλον διασῴζεται» [Εγώ τουλάχιστον πιστεύω, ότι η
πόλις, η οποία ακμάζει ως σύνολον, ωφελεί περισσότερον τους ιδιώτας, παρά εάν,
ενώ καθείς από τους πολίτας ευτυχή, εκείνη ως σύνολον αποτυγχάνη. (Μετάφραση:
Ελευθέριος Βενιζέλος)]. Ο Σωκράτης, επομένως, αναγνωρίζει την
ανάγκη της συλλογικής ευδαιμονίας και πιστεύει πως το συλλογικά επωφελές
υπερτερεί της ευτυχίας μιας μερίδας πολιτών. Κριτική σχετικά με τη νομιμοποίηση του
εξαναγκασμού Παρά το εύλογο της αξίωσης του Σωκράτη
να διαφυλαχθεί η Πολιτεία απ’ τη διαφθορά της εξουσίας, προωθώντας στις
ανώτατες θέσεις πολίτες που έχουν κατακτήσει τους υψηλότερους αναβαθμούς γνώσης
και αντίληψης, η αντίφαση που προκύπτει σε σχέση με τον στόχο της Πολιτείας για
διασφάλιση της συλλογικής ευδαιμονίας, δεν αίρεται. Ο Αριστοτέλης διέγνωσε
πρώτος την αντίφαση αυτή, τονίζοντας πως δεν μπορεί μια Πολιτεία που επιδιώκει
την ευτυχία όλων των πολιτών της να εξαναγκάζει, ακόμη και με τη βία, τους
φιλοσόφους της ν’ αναλάβουν την εξουσία, όταν οι ίδιοι δεν θέλουν κάτι τέτοιο.
Δεν μπορεί να υπάρξει συλλογική ευτυχία, όταν μια μερίδα των πολιτών έχει
εξαναγκαστεί σε κάτι που της φέρνει δυστυχία. Η αντίφαση αυτή, ωστόσο, αποτελεί
θεωρητικό κυρίως σχήμα, αν λάβουμε υπόψη μας την αξία αυτού που επιδιώκει ο
Σωκράτης (Πλάτωνας). Το ζητούμενο σε ό,τι αφορά την εξουσία της Πολιτείας είναι
διττό: από τη μία πρέπει να δίνεται σ’ εκείνους μόνο που έχουν πραγματικά την
ικανότητα και τις γνώσεις να τη διαχειριστούν σωστά, κι από την άλλη δεν πρέπει
να ταυτίζεται με τον πλούτο και τη δύναμη, όπως κατ’ επανάληψη έχει συμβεί στα
χρόνια των δημαγωγών. Ιδανικός άρχων δεν είναι εκείνος που έχει τη φιλοδοξία
και τη θέληση να κυβερνήσει, επειδή προφανώς αποσκοπεί σε ίδια οικονομικά και
κοινωνικά οφέλη. Ιδανικός άρχων είναι εκείνος που, κατά πώς το πρεσβεύει ο
Πλάτωνας, έχει φτάσει μέσα από μια κοπιώδη πορεία στη θέαση του αγαθού, έχει
αντικρίσει τον ιδανικό κόσμο των Ιδεών και μπορεί πλέον να μεταδώσει στους
συμπολίτες του την επιθυμία ν’ ανέλθουν σε αρτιότερα σχήματα κοινωνικής
συνύπαρξης∙ σχήματα που το δίχως άλλο μπορούν να διασφαλίσουν τη συλλογική
ευδαιμονία, εφόσον από αυτά ελλείπει η κυριαρχία του υλισμού και λοιπών εγγενών
ελαττωμάτων της συνήθους περιορισμένης αντίληψης των ανθρώπων δεσμωτών. Οι φιλόσοφοι έχοντας διανύσει την
πορεία εκείνη που τους έχει επιτρέψει την ευδαιμονική θέαση του αγαθού, δεν
μπορούν να παραμείνουν αμέτοχοι και εσαεί μακάριοι, οφείλουν ν’ αναλάβουν το
υψηλό χρέος τους απέναντι στους συμπολίτες τους που παραμένουν εγκλωβισμένοι σε
κατάσταση άγνοιας. Μέσα, άλλωστε, από την πραγμάτωση αυτού του χρέους, όσο
επώδυνο κι αν είναι για τους ίδιους, οι φιλόσοφοι θα πρέπει να εκμαιεύσουν την
ευδαιμονία εκείνη που προκύπτει απ’ την προσφορά στον άλλον άνθρωπο. Η δική
τους ευδαιμονία δεν θα έχει τον απόλυτο βαθμό της ανέφελης ενασχόλησης με τα
πνευματικά ζητήματα, θα έχει όμως το χαρακτήρα της βαθιάς ικανοποίησης που
αντλείται από την επίτευξη ενός δυσεπίτευκτου έργου∙ της σωστής καθοδήγησης των
άλλων πολιτών, ώστε να γνωρίσουν τις ουσιαστικές αξίες που θα πρέπει να διέπουν
τον ατομικό και συλλογικό τους βίο. Η ένσταση πως οι φιλόσοφοι θ’ αδικηθούν
αν εξαναγκασθούν ν’ αναλάβουν την εξουσία παρά τη θέλησή τους, έχει νόημα μόνο
στο πλαίσιο μιας θεωρητικά σχεδιαζόμενης και ιδεατής Πολιτείας, όπου
επιχειρείται η ιδανική διαβίωση για όλους τους πολίτες. Στην πραγματικότητα,
όμως, εκείνο που θέλει ν’ αποφύγει ο Πλάτωνας, τα φαινόμενα δηλαδή διαφθοράς
και ανικανότητας των αρχόντων, είναι τέτοιας σοβαρότητας, ώστε η αυστηρότητά
του είναι δικαιολογημένη. Κατά τρόπο ανάλογο δικαιολογείται η
θέση του Σωκράτη πως εξίσου αποδεκτός είναι ο εξαναγκασμός των πολιτών να συνυπάρξουν
μεταξύ τους αρμονικά και να συνεισφέρουν ο καθένας στο κοινό σύνολο ό,τι
μπορούν ανάλογα με τις δυνατότητες και τις ικανότητές τους. Ο απώτερος στόχος,
η διαμόρφωση μιας επιτυχημένης και άρτιας πόλης, είναι κατά πολύ σημαντικότερος
από την ευτυχία των επιμέρους ατόμων. 3. Θεωρείτε
ότι ως προς τις αξίες της δημόσιας ζωής υπάρχουν ομοιότητες ανάμεσα στην ιδεατή
πλατωνική πολιτεία και στις πρώτες πόλεις στον πρωταγόρειο μύθο; Τόσο ο Πρωταγόρας όσο και ο Σωκράτης
τονίζουν το επωφελές της αρμονικής συνύπαρξης των πολιτών στο πλαίσιο μιας
οργανωμένης κοινωνίας. Στον πρωταγόρειο μύθο ως καίριες αξίες της δημόσιας ζωής
παρουσιάζονται η αἰδώς
και η δίκη, σταλμένες από τον Δία στους ανθρώπους προκειμένου να επιτευχθεί η
οργάνωση της κοινωνίας και η διαμόρφωση φιλικών σχέσεων (ἄγοντα εἰς ἀνθρώπους αἰδῶ τε καὶ δίκην, ἵν’ εἶεν πόλεων κόσμοι τε καὶ δεσμοὶ φιλίας συναγωγοί). Η αἰδώς είναι μια πολύπλευρη ηθική έννοια
που νοείται ως αίσθημα ντροπής, ως αίσθημα προφύλαξης της τιμής του ατόμου μέσα
από τον σεβασμό για τον εαυτό του, και ως σεβασμός προς τους άλλους ανθρώπους. Το
άτομο συναισθανόμενο ντροπή για τις πράξεις του, που παρεκκλίνουν από τα
κοινωνικώς αποδεκτά πρότυπα, διαφυλάττει την τιμή και την αξιοπρέπειά του, ενώ
παράλληλα εκφράζει μέσω αυτού του αισθήματος και το σεβασμό για τους
συνανθρώπους του. Ο σεβασμός προς τους άλλους σημαίνει τόσο την εκτίμηση για τη
γνώμη που σχηματίζει ο άλλος άνθρωπος, όσο και την αποφυγή προσβολής ή
ενόχλησης του άλλου. Δίκη σημαίνει αντίληψη του ορθού και του δικαίου, αποτελεί
το έμφυτο κριτήριο του ανθρώπου για το ποιες πράξεις είναι δίκαιες και σωστές.
Η αρχική σημασία της λέξης συνέπιπτε με την έννοια του εθίμου και της
συνήθειας, καθώς από τις παγιωμένες και εγκεκριμένες συμπεριφορές προέκυψε
τελικά το δίκαιο. Με την παράλληλη λειτουργία των δύο
αυτών εννοιών οι άνθρωποι κατανόησαν την αξία της ηθικής συμπεριφοράς, κυρίως
μέσα από το αίσθημα ικανοποίησης που λάμβαναν κάθε φορά που οι πράξεις τους
κινούνταν στα πλαίσια του δικαίου και του αλληλοσεβασμού. Η ηθική αυτή επιβράβευση,
η εσώτερη αναγνώριση πως οι πράξεις τους αποτελούν ορθές επιλογές, οδήγησε
σταδιακά σε μια εξισορρόπηση την πληθώρα προσωπικοτήτων που συναποτελούσαν την
οργανωμένη κοινωνία και συγχρόνως έδωσε στις φιλικές επαφές το αναγκαίο
υπόβαθρο αλληλοσεβασμού για να ευδοκιμήσουν. Στην πλατωνική πολιτεία η διασφάλιση της
αρμονικής συνύπαρξης ανατίθεται στον νόμο (συναρμόττων τοὺς πολίτας πειθοῖ τε καὶἀνάγκῃ, ποιῶν μεταδιδόναι ἀλλήλοις τῆς ὠφελίας ἣν ἂν ἕκαστοι τὸ κοινὸν δυνατοὶὦσιν ὠφελεῖν). Η πόλη αποτελεί ένα οργανικό
σύνολο, έναν οργανισμό που προϋποθέτει τη συνύπαρξη και συλλειτουργία των μελών
του. Μέλη της πολιτείας είναι οι πολίτες· εφόσον η πόλη επιδιώκει τη συλλογική
ευτυχία, θεωρείται αναγκαίο να υπάρχουν μεταξύ των πολιτών ισχυροί δεσμοί. Η μη
διάσπαση του κοινωνικού ιστού αλλά και η ισχύς του αποτελούν για τον Πλάτωνα
ύψιστο ζητούμενο. Γ.
Για τη γλώσσα του κειμένου 1. Να
μελετήσετε τις διάφορες χρήσεις του ἂν στο
απόσπασμα. μήτε τοὺς ἀπαιδεύτους καὶἀληθείας ἀπείρους ἱκανῶς ἄν ποτε πόλιν ἐπιτροπεῦσαι: Το ἄν στη συγκεκριμένη πρόταση είναι
δυνητικό και συνοδεύει το απαρέμφατο ἐπιτροπεῦσαι, για να δηλωθεί το γεγονός πως οι
απαίδευτοι δεν θα μπορούσαν να διοικήσουν / δεν θα τους ήταν δυνατό. ἃἂν πράττωσινἰδίᾳ τε καὶ δημοσίᾳ: Στην πρόταση αυτή το ἂν είναι αοριστολογικό και συνοδεύει την
υποτακτική έγκλιση. Μεταφραστικά αποδίδεται με το «τυχόν» ή το «ίσως» και
προσδίδει στην αναφορική πρόταση, στην οποία εντάσσεται, το στοιχείο της υπόθεσης
(όσα τυχόν κάνουν στην ιδιωτική και στη δημόσια ζωή). ἣν ἂνἕκαστοι τὸ κοινὸν δυνατοὶὦσινὠφελεῖν: Στην πρόταση αυτή το ἂν είναι αοριστολογικό και συνοδεύει την
υποτακτική έγκλιση. Μεταφραστικά αποδίδεται με το «τυχόν» ή το «ίσως» και
προσδίδει στην αναφορική πρόταση, στην οποία εντάσσεται, το στοιχείο της
υπόθεσης (την ωφέλεια που τυχόν/ίσως μπορεί καθένας από αυτούς να προσφέρει). Ας σημειωθεί ότι το αοριστολογικό ἂν μένει συχνά αμετάφραστο, χωρίς αυτό
να αναιρεί το στοιχείο της υπόθεσης που το συνοδεύει. 2. μήτε τοὺς ἐν παιδείᾳἐωμένους διατρίβειν διὰ τέλους: Οι δύο μεταφραστές απέδωσαν διαφορετικά το συγκεκριμένο τμήμα της
περιόδου. Ποια μετάφραση θεωρείτε
ορθότερη; (Θα χρειαστεί να κάνετε
λεπτομερή σύνταξη της περιόδου.) οὐκ εἰκός (ἐστίν) ἄν ποτε πόλιν ἐπιτροπεῦσαι, μήτε τοὺς ἐν παιδείᾳἐωμένους διατρίβειν διὰ τέλους; εἰκός (ἐστίν): Ρήμα (απρόσωπη έκφραση). ἐπιτροπεῦσαι: Υποκείμενο απρόσωπης έκφρασης,
τελικό απαρέμφατο. τοὺς
ἐωμένους: Υποκείμενο απαρεμφάτου
(ετεροπροσωπία), επιθετική μετοχή. πόλιν: Αντικείμενο απαρεμφάτουἐπιτροπεῦσαι. διατρίβειν: Αντικείμενο επιθετικής
μετοχής, τελικό απαρέμφατο. ἐν
παιδείᾳ: Εμπρόθετος προσδιορισμός που δηλώνει
τη στάση σε τόπο (μεταφορική χρήση του λόγου). διὰ τέλους: Εμπρόθετος προσδιορισμός που
δηλώνει χρονικά διάρκεια (έως). Ορθότερη είναι η 2η
μετάφραση, του Γρυπάρη: «μήτε εκείνοι που τους αφήνουν να περνούν ως το τέλος
τη ζωή τους με την παιδεία», καθώς αποδίδει πιο πιστά το νόημα του κειμένου. Η 1η μετάφραση, του
Σκουτερόπουλου: «ούτε, επίσης, άνθρωποι αφημένοι να περνούν ως το τέλος τη ζωή
τους μελετώντας», αν και σωστή, είναι πιο ελεύθερη. 3.
Στο απόσπασμα συναντιούνται πολλές και διαφορετικές συντακτικές χρήσεις του
απαρεμφάτου (έναρθρου και κυρίως άναρθρου).
Να καταγράψετε τέσσερις από αυτές. ἀφικέσθαι: Τελικό απαρέμφατο, ως αντικείμενο
του απαρεμφάτου «ἀναγκάσαι». Ως υποκείμενο του απαρεμφάτου
λειτουργεί το ουσιαστικό «τάς
φύσεις». εἶναι: Ειδικό απαρέμφατο, ως αντικείμενο
του λεκτικού ρήματος «ἔφαμεν».
Ως υποκείμενο του απαρεμφάτου τίθεται το ουσιαστικό «τὸ μάθημα». Τὸ καταμένειν: Έναρθρο απαρέμφατο ως αντικείμενο
του εννοούμενου ρήματος «ἐπιτρέπομεν». μεταδιδόναι: Τελικό απαρέμφατο, ως αντικείμενο της
μετοχής «ποιῶν». Ως
υποκείμενο του απαρεμφάτου τίθεται το ουσιαστικό «τοὺς πολίτας». 4. Τα
απρόσωπα ρήματα σχηματίζουν απόλυτη μετοχή σε πτώση αιτιατική (και όχι γενική).
Αυτή συχνά έχει εναντιωματική λειτουργία.
Να εντοπίσετε στο κείμενο ένα παράδειγμα. δυνατὸν
αὐτοῖς ὂνἄμεινον; Η μετοχή του ρήματος εἰμί βρίσκεται σε αυτό το χωρίο σε
απρόσωπη χρήση (δυνατόν ὂν) σε αιτιατική πτώση και έχει
εναντιωματική λειτουργία («ενώ τους είναι δυνατό = ενώ μπορούν»). Παράλληλα
κείμενα 1. ΤΟΜΑΣ ΜΟΡ Ουτοπία Ο συγγραφέας και πολιτικός Thomas More
(1478-1535) εισάγει στην πολιτική σκέψη τη λέξη “ουτοπία” με το ομώνυμο έργο
του Utopia (1516). Πρόκειται για την περιγραφή μιας επινοημένης αυτάρκους
κοινωνίας, οργανωμένης σε ένα νησί που κατοικείται από ανθρώπους με την ίδια
κουλτούρα και τον ίδιο τρόπο ζωής. Ένα κεντρικό ερώτημα τίθεται (όπως και στον
Πλάτωνα): μπορεί μια τέτοια ιδανική κοινωνία να πραγματοποιηθεί; Από την άλλη, καταλήγω να συγκρίνω την
Ουτοπία με πολλές άλλες χώρες, που φτιάχνουν συνεχώς νέους νόμους και καμιά
τους δεν είναι καλυμμένη από νομοθετικής πλευράς. Στις χώρες αυτές, όπου ο
καθένας μιλάει για την ατομική του ιδιοκτησία, όσους νόμους κι αν φτιάχνουν καθημερινά,
ποτέ δεν θα καταφέρουν να προσφέρουν στον καθένα την απόκτηση, τη διαφύλαξη ή τον
ασφαλή διαχωρισμό της ιδιοκτησίας που ονομάζεται ατομική. Κάτι που οδηγεί σε
αδιάκοπες νομικές αντιφάσεις καθημερινά. Όλα αυτά, συλλογίζομαι, λοιπόν, πως
δηλώνουν κάτι αληθινό: ο Πλάτων είχε δίκιο και δεν είναι περίεργο που δεν ήθελε
να φτιάξει νόμους για μια πολιτεία που θα αρνιόταν να νομοθετηθεί στη βάση της
ισότητας και της κοινοκτημοσύνης. Γιατί ο σοφός αυτός άνθρωπος προέβλεψε
με ευκολία πως η κοινοκτημοσύνη ήταν ο ένας και μοναδικός δρόμος για μια υγιή
κοινωνία. Κάτι που δεν μπορεί να γίνει όταν τα αγαθά του καθενός αποτελούν
ατομική ιδιοκτησία. Όταν ο καθένας χρησιμοποιεί τίτλους και αξιώματα για να αρπάζει
και να ιδιοποιείται όσα μπορεί, ώστε μια δράκα ανθρώπων να μοιράζεται όλα τα
πλούτη του κόσμου, όσα κι αν είναι, τότε στους υπόλοιπους απομένει η ένδεια και
η φτώχεια. (μετάφραση Γ. Κονδύλης) Ενδεικτικές
Δραστηριότητες 1. Να
συγκρίνετε την άποψη του Μορ για τους νόμους και την κοινοκτημοσύνη με όσα
αναφέρονται στο πλατωνικό χωρίο (Κείμενο Αναφοράς) για τον νόμο και την
ευπραγία (ευημερία) ενός μόνο γένους. Ο Πλάτωνας έχει πράγματι αναφερθεί στην
κοινοκτημοσύνη, καθορίζοντάς τη ως αναγκαία προϋπόθεση για τις δύο ανώτερες
κοινωνικές τάξεις, τους φύλακες και τους άρχοντες. Απώτερος στόχος του
φιλοσόφου ήταν να αποφευχθούν οι κίνδυνοι που προέρχονται από το προσωπικό
συμφέρον. Τη σκέψη αυτή αξιοποιεί ο Moreδιευρύνοντάς τη όμως σημαντικά, εφόσον
τη θεωρεί ως αναγκαία κατάσταση για όλα τα μέλη της κοινωνίας κι όχι μόνο για τις
ανώτερες κοινωνικές τάξεις. Πέρα από τη διαφοροποίηση αυτή, ο Moreδιατυπώνει
μια θέση, η οποία έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την οπτική του Πλάτωνα. Κατά τον
More, ο νόμος δεν είναι σε θέση να επιλύσει
τις διαφορές μεταξύ των πολιτών, ιδίως σε ό,τι αφορά τα ζητήματα της ιδιοκτησίας.
Κατά τον Πλάτωνα, ωστόσο, ο νόμος διαδραματίζει τον σημαντικότερο ρόλο για την -εξαναγκαστική
έστω- αρμονική συνύπαρξη των πολιτών. Χάρη στον νόμο οι πολίτες θα είναι
αναγκασμένοι να προσφέρουν ο καθένας ανάλογα με τις δυνατότητές του το καλύτερο
που μπορεί στην κοινή προσπάθεια για την ευτυχία και την επιτυχία της πόλης.
Κοινή, πάντως, είναι η προσδοκία και αξίωση των δύο φιλοσόφων για τη διασφάλιση
της συλλογικής ευημερίας και όχι της ατομικής. 2. Θεωρείτε
ότι είναι σήμερα πραγματοποιήσιμη μια κοινωνία σαν αυτή που περιγράφει ο Μορ
και σαν αυτή που επιδιώκει ο νόμος στο πλατωνικό απόσπασμα της Πολιτείας; Η κοινωνία που παρουσιάζεται από τον Moreείναι,
όπως εύστοχα τιτλοφορείται το βιβλίο του, ουτοπική, διότι η κοινοκτημοσύνη και
η απουσία ατομικής ιδιοκτησίας δεν μπορούν να αποτελέσουν βιώσιμες επιλογές. Οι
άνθρωποι τείνουν να είναι πιο αποδοτικοί, όταν επιδιώκουν την προσωπική τους ευημερία,
γι’ αυτό και δεν θα μπορούσαν να δεχτούν την απουσία προσωπικής ανταμοιβής για
τον κόπο και την εργασία τους. Το αίσθημα της ατομικότητας και η κτητική
διάθεση συνιστούν εγγενείς τάσεις των ανθρώπων, οπότε οτιδήποτε αντιτίθεται σε
αυτές είναι μη πραγματοποιήσιμο. Αντιστοίχως, η στόχευση του Πλάτωνα να
εξαναγκάζει τους ανθρώπους να συνεργάζονται για το κοινό όφελος, χωρίς να
υπάρχει κάποια ευνοούμενη κοινωνική τάξη, δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί. Ακόμη
κι αν μέσω των νόμων είναι δυνατό να προσαρμοστεί, ως ένα βαθμό, η συμπεριφορά
των ανθρώπων, αυτό δεν επεκτείνεται μέχρι τον βαθμό της εξάλειψης των μεταξύ τους
ανισοτήτων, όπως και της ύπαρξης μιας οικονομικά ισχυρότερης τάξης. Το ανέφικτο
μιας τέτοιας επιδίωξης διαφαίνεται από το γεγονός πως ουδέποτε στην ανθρώπινη
ιστορία υπήρξε η δυνατότητα πλήρους εξίσωσης όλων των ατόμων. 2. ΙΜΜΑΝΟΥΕΛ ΚΑΝΤ Θεμελίωση της
μεταφυσικής των ηθών O Γερμανός Immanuel Kant (1724-1804),
από τους σημαντικότερους φιλοσόφους της νεότερης εποχής, στη Θεμελίωση (1785)
θέτει ως σκοπό της ηθικής του όχι την ατομική εγωιστική ευτυχία, αλλά μια ζωή σύμφωνη
με τον ορθό λόγο. Έτσι ο άνθρωπος θα επιτύχει να ανταποκριθεί στη φύση του και
να αξιωθεί την ευδαιμονία. Ένα ερώτημα που τίθεται αφορά τα κριτήρια με βάση τα
οποία θα θεωρήσουμε μια πράξη ηθική. Η ηθική αξία της πράξης δεν έγκειται
λοιπόν στο αποτέλεσμα που προσδοκάται από αυτήν, επομένως ούτε και σε
οποιαδήποτε αρχή της πράξης, η οποία αρχή χρειάζεται να αντλήσει το κίνητρό της
από το προσδοκώμενο τούτο αποτέλεσμα. Πράγματι, όλα τούτα τα αποτελέσματα (η
άνεση της κατάστασής μας, μάλιστα ακόμη και η προαγωγή της ευδαιμονίας των
άλλων) μπορούσαν να επιτευχθούν και από άλλα αίτια, και άρα δεν χρειαζόταν γι’
αυτό η θέληση ενός ελλόγου όντος, στην οποία εντούτοις μονάχα μπορεί να
ευρίσκεται το ύψιστο και απόλυτο αγαθό. Για τούτο, τίποτε άλλο δεν μπορεί να
αποτελεί το τόσο εξαίρετο αγαθό που αποκαλούμε ηθικό παρά μόνον η παράσταση
[έννοια] του νόμου καθ’ αυτήν, η οποία βέβαια απαντά μόνο στο έλλογο ον, εφ’
όσον είναι αυτή, και όχι το ελπιζόμενο αποτέλεσμα, ο καθοριστικός λόγος της
θέλησης⸱ το αγαθό τούτο είναι ήδη παρόν στο
ίδιο το πρόσωπο που πράττει με τον τρόπο αυτόν, και δεν επιτρέπεται να
προσδοκάται για πρώτη φορά από το αποτέλεσμα. (μετάφραση Κ. Ανδρουλιδάκης) Ενδεικτική
Δραστηριότητα Σε
τι διαφέρει ο ηθικός νόμος για τον οποίο μιλά ο Καντ από τον νόμο που αναφέρει
ο Πλάτων στο Κείμενο Αναφοράς που μελετήσατε; Ο ηθικός νόμος στον οποίο αναφέρεται ο
Καντ συνιστά μια ουσιαστική ενδογενή και αυτόβουλη επιθυμία του ατόμου να
αποδίδει μια συγκεκριμένη ποιότητα στη δράση του, χωρίς να αναμένει κάποιο
συγκεκριμένο αποτέλεσμα ή όφελος. Πρόκειται για την ανιδιοτελή θέληση του
σκεπτόμενου ατόμου να δρα με γνώμονα το ανώτερο δυνατό ήθος, χωρίς να
χρειάζεται εξωγενή πίεση ή το δέλεαρ του κέρδους. Μια ηθικοποίηση αυτού του
βαθμού μπορεί να προκύψει μόνο μέσα από βαθιά πνευματική και ψυχική καλλιέργεια
του ατόμου, ώστε από μόνο του πλέον να μη δέχεται οποιαδήποτε παρέκκλιση από τις
ηθικές του αξίες. Η ηθικότητα αυτή, ωστόσο, διαφέρει σημαντικά από τον ρόλο του
νόμου, όπως τον παρουσιάζει ο Πλάτωνας. Κατά τον Έλληνα φιλόσοφο, ο νόμος
οφείλει να εξωθεί τα άτομα στην επίτευξη ενός συγκεκριμένου αποτελέσματος -την
αρμονική συνύπαρξη και συνεργασία μεταξύ των πολιτών- έστω κι αν απαιτηθεί
εξαναγκασμός μέσω ποινών και κυρώσεων προκειμένου αυτά να σεβαστούν τις επιταγές
του. Πρόκειται, άρα, για έναν έξωθεν επιβεβλημένο νόμο, ο οποίος δεν βασίζεται
στο αυτόβουλο των ατόμων, μήτε στη θετική τους προαίρεση. Σε αντίθεση, έτσι, με
την ηθικότητα που επιζητά ο Καντ, η οποία δεν αποσκοπεί σε κάποιο αποτέλεσμα
και δεν επιβάλλεται έξωθεν στο άτομο, αλλά αποτελεί αυτόβουλη πνευματική και
ψυχική επιδίωξη του ίδιου του ατόμου, ο νόμος του Πλάτωνα λειτουργεί με
αυστηρότητα και με απόλυτο τρόπο επιδιώκοντας συγκεκριμένα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου