Εξεταστεα Υλη & Τροπος αξιολογησης 2025

Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «σβέννυμι»

Antonio Grambone

 
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «σβέννυμι»
 
σβέννυμι = σβήνω
 
Ενεργητική Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
σβέννυμι, σβέννυς, σβέννυσι, σβέννυμεν, σβέννυτε, σβεννύασι(ν)
Υποτακτική
σβεννύω, σβεννύς, σβεννύ, σβεννύωμεν, σβεννύητε, σβεννύωσι(ν)
Ευκτική
σβεννύοιμι, σβεννύοις, σβεννύοι, σβεννύοιμεν, σβεννύοιτε, σβεννύοιεν
Προστακτική
---, σβέννυ, σβεννύτω, ---, σβέννυτε, σβεννύντων (ή σβεννύτωσαν)
Απαρέμφατο
σβεννύναι
Μετοχή
σβεννύς, σβεννσα, σβεννύν
 
Αόριστος
Οριστική
σβεσα, σβεσας, σβεσε(ν), σβέσαμεν, σβέσατε, σβεσαν
Υποτακτική
σβέσω, σβέσς, σβέσ, σβέσωμεν, σβέσητε, σβέσωσι(ν)
Ευκτική
σβέσαιμι, σβέσαις ή σβέσειας, σβέσαι ή σβέσειε(ν), σβέσαιμεν, σβέσαιτε, σβέσαιεν ή σβέσειαν
Προστακτική
---, σβέσον, σβεσάτω, ---, σβέσατε, σβεσάντων (ή σβεσάτωσαν)
Απαρέμφατο
σβέσαι
Μετοχή
σβέσας, σβέσασα, σβέσαν
 
Μέση Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
σβέννυμαι, σβέννυσαι, σβέννυται, σβεννύμεθα, σβέννυσθε, σβέννυνται
Υποτακτική
σβεννύωμαι, σβεννύ, σβεννύηται, σβεννυώμεθα, σβεννύησθε, σβεννύωνται
Ευκτική
σβεννυοίμην, σβεννύοιο, σβεννύοιτο, σβεννυοίμεθα, σβεννύοισθε, σβεννύοιντο
Προστακτική
---, σβέννυσο, σβεννύσθω, ---, σβέννυσθε, σβεννύσθων ή σβεννύσθωσαν
Απαρέμφατο
σβέννυσθαι
Μετοχή
σβεννύμενος
σβεννυμένη
σβεννύμενον
 
Παρατατικός
Οριστική
σβεννύμην, σβέννυσο, σβέννυτο, σβεννύμεθα, σβέννυσθε, σβέννυντο
 
Μέλλοντας
Οριστική
σβήσομαι, σβήσ ή σβήσει, σβήσεται, σβησόμεθα, σβήσεσθε, σβήσονται
Ευκτική
σβησοίμην, σβήσοιο, σβήσοιτο, σβησοίμεθα, σβήσοισθε, σβήσοιντο
Απαρέμφατο
σβήσεσθαι
Μετοχή
σβησόμενος
σβησομένη
σβησόμενον
 
Αόριστος Β΄
Οριστική
σβην, σβης, σβη, σβημεν, σβητε, σβησαν
Υποτακτική
σβ, σβς, σβ, σβμεν, σβτε, σβσι(ν)
Ευκτική
σβείην, σβείης, σβείη, σβείημεν ή σβεμεν, σβείητε ή σβετε, σβείησαν ή σβεεν
Προστακτική
---, σβθι, σβήτω, ---, σβτε, σβέντων
Απαρέμφατο
σβναι
Μετοχή
σβείς, σβεσα, σβέν
 
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
σβέσθην, σβέσθης, σβέσθη, σβέσθημεν, σβέσθητε, σβέσθησαν
Υποτακτική
σβεσθ, σβεσθς, σβεσθ, σβεσθμεν, σβεσθτε, σβεσθσι(ν)
Ευκτική
σβεσθείην, σβεσθείης, σβεσθείη, σβεσθείημεν ή σβεσθεμεν, σβεσθείητε ή σβεσθετε, σβεσθείησαν ή σβεσθεεν
Προστακτική
---, σβέσθητι, σβεσθήτω, ---, σβέσθητε, σβεσθέντων ή σβεσθήτωσαν
Απαρέμφατο
σβεσθναι
Μετοχή
σβεσθείς
σβεσθεσα
σβεσθέν
 
Παρακείμενος
Οριστική
σβηκα, σβηκας, σβηκε(ν), σβήκαμεν, σβήκατε, σβήκασι(ν)
 
Υποτακτική
σβηκώς- σβηκυα- σβηκός
σβηκώς- σβηκυα- σβηκός ς
σβηκώς- σβηκυα- σβηκός
σβηκότες- σβηκυαι- σβηκότα μεν
σβηκότες- σβηκυαι- σβηκότα τε
σβηκότες- σβηκυαι- σβηκότα σι
 
Ευκτική
σβηκώς- σβηκυα- σβηκός εην
σβηκώς- σβηκυα- σβηκός εης
σβηκώς- σβηκυα- σβηκός εη
σβηκότες- σβηκυαι- σβηκότα εημεν (εμεν)
σβηκότες- σβηκυαι- σβηκότα εητε (ετε)
σβηκότες- σβηκυαι- σβηκότα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---
σβηκώς- σβηκυα- σβηκός σθι
σβηκώς- σβηκυα- σβηκός στω
---
σβηκότες- σβηκυαι- σβηκότα στε
σβηκότες- σβηκυαι- σβηκότα στων
 
Απαρέμφατο
σβηκέναι
Μετοχή
σβηκώς- σβηκυα- σβηκός
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
σβήκειν, σβήκεις, σβήκει, σβήκεμεν, σβήκετε, σβήκεσαν

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου