Εξεταστεα Υλη & Τροπος αξιολογησης 2025

Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «κατάγνυμι»

Dina Belenko 

 
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «κατάγνυμι»
 
κατάγνυμι = σπάω, τσακίζω
 
Ενεργητική Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
κατάγνυμι, κατάγνυς, κατάγνυσι, κατάγνυμεν, κατάγνυτε, καταγνύασι(ν)
Υποτακτική
καταγνύω, καταγνύς, καταγνύ, καταγνύωμεν, καταγνύητε, καταγνύωσι(ν)
Ευκτική
καταγνύοιμι, καταγνύοις, καταγνύοι, καταγνύοιμεν, καταγνύοιτε, καταγνύοιεν
Προστακτική
---, κατάγνυ, καταγνύτω, ---, κατάγνυτε, καταγνύντων (ή καταγνύτωσαν)
Απαρέμφατο
καταγνύναι
Μετοχή
καταγνύς, καταγνσα, καταγνύν
 
Μέλλοντας
Οριστική
κατάξω, κατάξεις, κατάξει, κατάξομεν, κατάξετε, κατάξουσι(ν)
Ευκτική
κατάξοιμι, κατάξοις, κατάξοι, κατάξοιμεν, κατάξοιτε, κατάξοιεν
Απαρέμφατο
κατάξειν
Μετοχή
κατάξων, κατάξουσα, κατξον
 
Αόριστος
Οριστική
κατέαξα, κατέαξας, κατέαξε(ν), κατεάξαμεν, κατεάξατε, κατέαξαν
Υποτακτική
κατάξω, κατάξς, κατάξ, κατάξωμεν, κατάξητε, κατάξωσι(ν)
Ευκτική
κατάξαιμι, κατάξαις ή κατάξειας, κατάξαι ή κατάξειε, κατάξαιμεν, κατάξαιτε, κατάξαιεν ή κατάξειαν
Προστακτική
---, κάταξον, καταξάτω, ---, κατάξατε, καταξάντων (ή καταξάτωσαν)
Απαρέμφατο
κατάξαι
Μετοχή
κατάξας, κατάξασα, κατξαν
 
Μέση Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
κατάγνυμαι, κατάγνυσαι, κατάγνυται, καταγνύμεθα, κατάγνυσθε, κατάγνυνται
Υποτακτική
καταγνύωμαι, καταγνύ, καταγνύηται, καταγνυώμεθα, καταγνύησθε, καταγνύωνται
Ευκτική
καταγνυοίμην, καταγνύοιο, καταγνύοιτο, καταγνυοίμεθα, καταγνύοισθε, καταγνύοιντο
Προστακτική
---, κατάγνυσο, καταγνύσθω, ---, κατάγνυσθε, καταγνύσθων ή καταγνύσθωσαν
Απαρέμφατο
κατάγνυσθαι
Μετοχή
καταγνύμενος
καταγνυμένη
καταγνύμενον
 
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
κατεάγην, κατεάγης, κατεάγη, κατεάγημεν, κατεάγητε, κατεάγησαν
Υποτακτική
καταγ, καταγς, καταγ, καταγμεν, καταγτε, καταγσι(ν)
Ευκτική
καταγείην, καταγείης, καταγείη, καταγείημεν ή καταγεμεν, καταγείητε ή καταγετε, καταγείησαν ή καταγεεν
Προστακτική
---, κατάγηθι, καταγήτω, ---, κατάγητε, καταγέντων ή καταγήτωσαν
Απαρέμφατο
καταγναι
Μετοχή
καταγείς
καταγεσα
καταγέν
 
Παρακείμενος
Οριστική
κατέαγα, κατέαγας, κατέαγε(ν), κατεάγαμεν, κατεάγατε, κατεάγασι(ν)
 
Υποτακτική
κατεαγώς- κατεαγυα- κατεαγός
κατεαγώς- κατεαγυα- κατεαγός ς
κατεαγώς- κατεαγυα- κατεαγός
κατεαγότες- κατεαγιυαι- κατεαγότα μεν
κατεαγότες- κατεαγιυαι- κατεαγότα τε
κατεαγότες- κατεαγιυαι- κατεαγότα σι
 
Ευκτική
κατεαγώς- κατεαγυα- κατεαγός εην
κατεαγώς- κατεαγυα- κατεαγός εης
κατεαγώς- κατεαγυα- κατεαγός εη
κατεαγότες- κατεαγιυαι- κατεαγότα εημεν (εμεν)
κατεαγότες- κατεαγιυαι- κατεαγότα εητε (ετε)
κατεαγότες- κατεαγιυαι- κατεαγότα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---
κατεαγώς- κατεαγυα- κατεαγός σθι
κατεαγώς- κατεαγυα- κατεαγός στω
---
κατεαγότες- κατεαγιυαι- κατεαγότα στε
κατεαγότες- κατεαγιυαι- κατεαγότα στων
 
Απαρέμφατο
κατεαγέναι
Μετοχή
κατεαγώς- κατεαγυα- κατεαγός

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου