Εξεταστεα Υλη & Τροπος αξιολογησης 2025

Αρχαία Ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «γελάω / γελῶ»

Svetlana Bekyarova 
 
Αρχαία Ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «γελάω / γελ»
 
γελ = γελάω, περιπαίζω, χλευάζω  
 
Ενεργητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
γελ, γελς, γελ, γελμεν, γελτε, γελσι(ν)
Υποτακτική
γελ, γελς, γελ, γελμεν, γελτε, γελσι(ν)
Ευκτική
γελμι, γελς, γελ ή γελην, γελης, γελη, γελμεν, γελτε, γελεν
Προστακτική
---, γέλα, γελάτω, ---, γελτε, γελώντων ή γελάτωσαν
Απαρέμφατο
γελν
Μετοχή
γελν, γελσα, γελν
 
Παρατατικός
γέλων, γέλας, γέλα, γελμεν, γελτε, γέλων
 
Μέλλοντας
Οριστική
γελάσομαι, γελάσ ή γελάσει, γελάσεται, γελασόμεθα, γελάσεσθε, γελάσονται
Ευκτική
γελασοίμην, γελάσοιο, γελάσοιτο, γελασοίμεθα, γελάσοισθε, γελάσοιντο
Απαρέμφατο
γελάσεσθαι
Μετοχή
γελασόμενος
γελασομένη
γελασόμενον
 
Αόριστος
Οριστική
γέλασα, γέλασας, γέλασε(ν), γελάσαμεν, γελάσατε, γέλασαν
Υποτακτική
γελάσω, γελάσς, γελάσ, γελάσωμεν, γελάσητε, γελάσωσι(ν)
Ευκτική
γελάσαιμι, γελάσαις ή γελάσειας, γελάσαι ή γελάσειε(ν), γελάσαιμεν, γελάσαιτε, γελάσαιεν ή γελάσειαν
Προστακτική
---, γέλασον, γελασάτω, ---, γελάσατε, γελασάντων (ή γελασάτωσαν)
Απαρέμφατο
γελσαι
Μετοχή
γελάσας, γελάσασα, γελσαν
 
Μέση φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
γελμαι, γελ, γελται, γελώμεθα, γελσθε, γελνται
Υποτακτική
γελμαι, γελ, γελται, γελώμεθα, γελσθε, γελνται
Ευκτική
γελμην, γελο, γελτο, γελμεθα, γελσθε, γελντο
Προστακτική
--- γελ, γελάσθω, --- γελσθε, γελάσθων ή γελάσθωσαν
Απαρέμφατο
γελσθαι
Μετοχή
γελώμενος, γελωμένη, γελώμενον
 
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
γελάσθην, γελάσθης, γελάσθη, γελάσθημεν, γελάσθητε, γελάσθησαν
Υποτακτική
γελασθ, γελασθς, γελασθ, γελασθμεν, γελασθτε, γελασθσι(ν)
Ευκτική
γελασθείην, γελασθείης, γελασθείη, γελασθείημεν ή γελασθεμεν, γελασθείητε ή γελασθετε, γελασθείησαν ή γελασθεεν
Προστακτική
---, γελάσθητι, γελασθήτω, ---, γελάσθητε, γελασθέντων ή γελασθήτωσαν
Απαρέμφατο
γελασθναι
Μετοχή
γελασθείς
γελασθεσα
γελασθέν
 
Παρακείμενος
Οριστική
γεγέλασμαι, γεγέλασαι, γεγέλασται, γεγελάσμεθα, γεγέλασθε, γεγελασμένοι εσί
 
Υποτακτική
γεγελασμένος- γεγελασμένη- γεγελασμένον
γεγελασμένος- γεγελασμένη- γεγελασμένον ς
γεγελασμένος- γεγελασμένη- γεγελασμένον
γεγελασμένοι- γεγελασμέναι- γεγελασμένα μεν
γεγελασμένοι- γεγελασμέναι- γεγελασμένα τε
γεγελασμένοι- γεγελασμέναι- γεγελασμένα σι(ν)
 
Ευκτική
γεγελασμένος- γεγελασμένη- γεγελασμένον εην
γεγελασμένος- γεγελασμένη- γεγελασμένον εης
γεγελασμένος- γεγελασμένη- γεγελασμένον εη
γεγελασμένοι- γεγελασμέναι- γεγελασμένα εημεν/ εμεν
γεγελασμένοι- γεγελασμέναι- γεγελασμένα εητε/ ετε
γεγελασμένοι- γεγελασμέναι- γεγελασμένα εησαν/ εεν
 
Προστακτική
---, γεγέλασο, γεγελάσθω, ---, γεγέλασθε, γεγελάσθων ή γεγελάσθωσαν
 
Απαρέμφατο
γεγελσθαι
 
Μετοχή
γεγελασμένος- γεγελασμένη- γεγελασμένον

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου