Karen Varnas
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «πωλέω - πωλῶ»
Ενεργητική Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
πωλῶ, πωλεῖς, πωλεῖ, πωλοῦμεν, πωλεῖτε, πωλοῦσι(ν)
πωλῶ, πωλῇς, πωλῇ, πωλῶμεν, πωλῆτε, πωλῶσι(ν)
πωλοῖμι, πωλοῖς, πωλοῖ, ή πωλοίην, πωλοίης, πωλοίη, πωλοῖμεν, πωλοῖτε, πωλοῖεν
---, πώλει, πωλείτω, ---, πωλεῖτε, πωλούντων (ή πωλείτωσαν)
πωλεῖν
πωλῶν, πωλοῦσα, πωλοῦν
Παρατατικός
Οριστική
ἐπώλουν, ἐπώλεις, ἐπώλει, ἐπωλοῦμεν, ἐπωλεῖτε, ἐπώλουν
Μέλλοντας
Οριστική
πωλήσω, πωλήσεις, πωλήσει, πωλήσομεν, πωλήσετε, πωλήσουσι(ν)
πωλήσοιμι, πωλήσοις, πωλήσοι, πωλήσοιμεν, πωλήσοιτε, πωλήσοιεν
Απαρέμφατο
πωλήσειν
Μετοχή
πωλήσων, πωλήσουσα, πωλῆσον
Ενεστώτας
Οριστική
πωλοῦμαι, πωλῇ ή πωλεῖ, πωλεῖται, πωλοῦμεθα, πωλεῖσθε, πωλοῦνται
πωλῶμαι, πωλῇ, πωλῆται, πωλώμεθα, πωλῆσθε, πωλῶνται
πωλοίμην, πωλοῖο, πωλοῖτο, πωλοίμεθα, πωλοῖσθε, πωλοῖντο
---, πωλοῦ, πωλείσθω, ---, πωλεῖσθε, πωλείσθων ή πωλείσθωσαν
πωλεῖσθαι
πωλούμενος
πωλουμένη
πωλούμενον
Παρατατικός
Οριστική
ἐπωλούμην, ἐπωλοῦ, ἐπωλεῖτο, ἐπωλούμεθα, ἐπωλεῖσθε, ἐπωλοῦντο
Οριστική
ἐπωλήθην, ἐπωλήθης, ἐπωλήθη, ἐπωλήθημεν, ἐπωλήθητε, ἐπωλήθησαν
πωληθῶ, πωληθῇς, πωληθῇ, πωληθῶμεν, πωληθῆτε, πωληθῶσι(ν)
πωληθείην, πωληθείης, πωληθείη, πωληθείημεν ή πωληθεῖμεν, πωληθείητε ή πωληθεῖτε, πωληθείησαν ή πωληθεῖεν
---, πωλήθητι, πωληθήτω, ---, πωλήθητε, πωληθέντων ή πωληθήτωσαν
Απαρέμφατο
πωληθῆναι
πωληθείς
πωληθεῖσα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου