Εξεταστεα Υλη & Τροπος αξιολογησης 2025

Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «σείω»

Daniel Eskridge 

 
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «σείω» 
 
Ενεργητική Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
σείω, σείεις, σείει, σείομεν, σείετε, σείουσι(ν)
Υποτακτική
σείω, σείς, σεί, σείωμεν, σείητε, σείωσι(ν)
Ευκτική
σείοιμι, σείοις, σείοι, σείοιμεν, σείοιτε, σείοιεν
Προστακτική
---, σεε, σειέτω, ---, σείετε, σειόντων (ή σειέτωσαν)
Απαρέμφατο
σείειν
Μετοχή
σείων, σείουσα, σεον
 
Παρατατικός
Οριστική
σειον, σειες, σειε, σείομεν, σείετε, σειον
 
Αόριστος
Οριστική
σεισα, σεισας, σεισε(ν), σείσαμεν, σείσατε, σεισαν
Υποτακτική
σείσω, σείσς, σείσ, σείσωμεν, σείσητε, σείσωσι(ν)
Ευκτική
σείσαιμι, σείσαις ή σείσειας, σείσαι ή σείσειε(ν), σείσαιμεν, σείσαιτε, σείσαιεν ή σείσειαν
Προστακτική
---, σεσον, σεισάτω, ---, σείσατε, σεισάντων (ή σεισάτωσαν)
Απαρέμφατο
σεσαι
Μετοχή
σείσας, σείσασα, σεσαν
 
Μέση Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
σείομαι, σεί ή σείει, σείεται, σειόμεθα, σείεσθε, σείονται
Υποτακτική
σείωμαι, σεί, σείηται, σειώμεθα, σείησθε, σείωνται
Ευκτική
σειοίμην, σείοιο, σείοιτο, σειοίμεθα, σείοισθε, σείοιντο
Προστακτική
---, σείου, σειέσθω, ---, σείεσθε, σειέσθων ή σειέσθωσαν
Απαρέμφατο
σείεσθαι
Μετοχή
σειόμενος
σειομένη
σειόμενον
 
Αόριστος
Οριστική
σεισάμην, σείσω, σείσατο, σεισάμεθα, σείσασθε, σείσαντο
Υποτακτική
σείσωμαι, σείσ, σείσηται, σεισώμεθα, σείσησθε, σείσωνται
Ευκτική
σεισαίμην, σείσαιο, σείσαιτο, σεισαίμεθα, σείσαισθε, σείσαιντο
Προστακτική
---, σεσαι, σεισάσθω, ---, σείσασθε, σεισάσθων ή σεισάσθωσαν
Απαρέμφατο
σείσασθαι
Μετοχή
σεισάμενος
σεισαμένη
σεισάμενον
 
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
σείσθην, σείσθης, σείσθη, σείσθημεν, σείσθητε, σείσθησαν
Υποτακτική
σεισθ, σεισθς, σεισθ, σεισθμεν, σεισθτε, σεισθσι(ν)
Ευκτική
σεισθείην, σεισθείης, σεισθείη, σεισθείημεν ή σεισθεμεν, σεισθείητε ή σεισθετε, σεισθείησαν ή σεισθεεν
Προστακτική
---, σείσθητι, σεισθήτω, ---, σείσθητε, σεισθέντων ή σεισθήτωσαν
Απαρέμφατο
σεισθναι
Μετοχή
σεισθείς
σεισθεσα
σεισθέν
 
Παρακείμενος
Οριστική
σέσεισμαι, σέσεισαι, σέσεισται, σεσείσμεθα, σέσεισθε, σεσεισμένοι εσί(ν)
 
Υποτακτική
σεσεισμένος- σεσεισμένη- σεσεισμένον
σεσεισμένος- σεσεισμένη- σεσεισμένον ς
σεσεισμένος- σεσεισμένη- σεσεισμένον
σεσεισμένοι- σεσεισμέναι- σεσεισμένα μεν
σεσεισμένοι- σεσεισμέναι- σεσεισμένα τε
σεσεισμένοι- σεσεισμέναι- σεσεισμένα σι
 
Ευκτική
σεσεισμένος- σεσεισμένη- σεσεισμένον εην
σεσεισμένος- σεσεισμένη- σεσεισμένον εης
σεσεισμένος- σεσεισμένη- σεσεισμένον εη
σεσεισμένοι- σεσεισμέναι- σεσεισμένα εημεν (εμεν)
σεσεισμένοι- σεσεισμέναι- σεσεισμένα εητε (ετε)
σεσεισμένοι- σεσεισμέναι- σεσεισμένα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---, σέσεισο, σεσείσθω, --- σέσεισθε, σεσείσθων ή σεσείσθωσαν
 
Απαρέμφατο
σεσεσθαι
Μετοχή
σεσεισμένος,
σεσεισμένη,
σεσεισμένον

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου