Nilendu Banerjee
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «στρώννυμι»
στρώννυμι = στρώνω
Ενεργητική Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
στρώννυμι, στρώννυς, στρώννυσι, στρώννυμεν, στρώννυτε, στρωννύασι(ν)
στρωννύω, στρωννύῃς, στρωννύῃ, στρωννύωμεν, στρωννύητε, στρωννύωσι(ν)
στρωννύοιμι, στρωννύοις, στρωννύοι, στρωννύοιμεν, στρωννύοιτε, στρωννύοιεν
Προστακτική
---, στρώννυ, στρωννύτω, ---, στρώννυτε, στρωννύντων (ή στρωννύτωσαν)
Απαρέμφατο
στρωννύναι
Μετοχή
στρωννύς, στρωννῦσα, στρωννύν
Οριστική
ἐστρώννυν, ἐστρώννυς, ἐστρώννυ, ἐστρώννυμεν, ἐστρώννυτε, ἐστρώννυσαν
Οριστική
ἐστόρεσα, ἐστόρεσας, ἐστόρεσε(ν), ἐστορέσαμεν, ἐστοσέσατε, ἐστόρεσαν
στορέσω, στορέσῃς, στορέσῃ, στορέσωμεν, στορέσητε, στορέσωσι(ν)
στορέσαιμι, στορέσαις ή στορέσειας, στορέσαι ή στορέσειε(ν), στορέσαιμεν, στορέσαιτε, στορέσαιεν ή στορέσειαν
Προστακτική
---, στόρεσον, στορεσάτω, ---, στορέσατε, στορεσάντων (ή στορεσάτωσαν)
Απαρέμφατο
στορέσαι
Μετοχή
στορέσας, στορέσασα, στορέσαν
Ενεστώτας
Οριστική
στόρνυμαι, στόρνυσαι, στόρνυται, στορνύμεθα, στόρνυσθε, στόρνυνται
στορνύωμαι, στορνύῃ, στορνύηται, στορνυώμεθα, στορνύησθε, στορνύωνται
στορνυοίμην, στορνύοιο, στορνύοιτο, στορνυοίμεθα, στορνύοισθε, στορνύοιντο
Προστακτική
---, στόρνυσο, στορνύσθω, ---, στόρνυσθε, στορνύσθων ή στορνύσθωσαν
Απαρέμφατο
στόρνυσθαι
Μετοχή
στορνύμενος
στορνυμένη
στορνύμενον
Οριστική
ἔστρωμαι, ἔστρωσαι, ἔστρωται, ἐστρώμεθα, ἔστρωσθε, ἔστρωνται
Υποτακτική
ἐστρωμένος- ἐστρωμένη- ἐστρωμένον ὦ
ἐστρωμένος- ἐστρωμένη- ἐστρωμένον ᾖς
ἐστρωμένοι- ἐστρωμέναι- ἐστρωμένα ὦμεν
Ευκτική
ἐστρωμένος- ἐστρωμένη- ἐστρωμένον εἴην
Προστακτική
---, ἔστρωσο, ἐστρώσθω, --- ἔστρωσθε, ἐστρώσθων ή ἐστρώσθωσαν
Απαρέμφατο
ἐστρῶσθαι
ἐστρωμένος,
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου