Εξεταστεα Υλη & Τροπος αξιολογησης 2025

Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «καλύπτω»

Jenny Newland 

 
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «καλύπτω»
 
Ενεργητική Φωνή
(Το υ του ρήματος είναι βραχύχρονο)
 
Ενεστώτας
Οριστική
καλύπτω, καλύπτεις, καλύπτει, καλύπτομεν, καλύπτετε, καλύπτουσι(ν)
Υποτακτική
καλύπτω, καλύπτς, καλύπτ, καλύπτωμεν, καλύπτητε, καλύπτωσι(ν)
Ευκτική
καλύπτοιμι, καλύπτοις, καλύπτοι, καλύπτοιμεν, καλύπτοιτε, καλύπτοιεν
Προστακτική
---, κάλυπτε, καλυπτέτω, ---, καλύπτετε, καλυπτόντων (ή καλυπτέτωσαν)
Απαρέμφατο
καλύπτειν
Μετοχή
καλύπτων, καλύπτουσα, καλύπτον
 
Παρατατικός
Οριστική
κάλυπτον, κάλυπτες, κάλυπτε, καλύπτομεν, καλύπτετε, κάλυπτον
 
Μέλλοντας
Οριστική
καλύψω, καλύψεις, καλύψει, καλύψομεν, καλύψετε, καλύψουσι(ν)
Ευκτική
καλύψοιμι, καλύψοις, καλύψοι, καλύψοιμεν, καλύψοιτε, καλύψοιεν
Απαρέμφατο
καλύψειν
Μετοχή
καλύψων, καλύψουσα, καλύψον
 
Αόριστος
Οριστική
κάλυψα, κάλυψας, κάλυψε(ν), καλύψαμεν, καλύψατε, κάλυψαν
Υποτακτική
καλύψω, καλύψς, καλύψ, καλύψωμεν, καλύψητε, καλύψωσι(ν)
Ευκτική
καλύψαιμι, καλύψαις ή καλύψειας, καλύψαι ή καλύψειε(ν), καλύψαιμεν, καλύψαιτε, καλύψαιεν ή καλύψειαν
Προστακτική
---, κάλυψον, καλυψάτω, ---, καλύψατε, καλυψάντων (ή καλυψάτωσαν)
Απαρέμφατο
καλύψαι
Μετοχή
καλύψας, καλύψασα, καλύψαν
 
Παρακείμενος
Οριστική
κεκάλυφα, κεκάλυφας, κεκάλυφε, κεκαλύφαμεν, κεκαλύφατε, κεκαλύφασι(ν)
 
Υποτακτική
κεκαλυφώς- κεκαλυφυα- κεκαλυφός
κεκαλυφώς- κεκαλυφυα- κεκαλυφός ς
κεκαλυφώς- κεκαλυφυα- κεκαλυφός
κεκαλυφότες- κεκαλυφυαι- κεκαλυφότα μεν
κεκαλυφότες- κεκαλυφυαι- κεκαλυφότα τε
κεκαλυφότες- κεκαλυφυαι- κεκαλυφότα σι
 
Ευκτική
κεκαλυφώς- κεκαλυφυα- κεκαλυφός εην
κεκαλυφώς- κεκαλυφυα- κεκαλυφός εης
κεκαλυφώς- κεκαλυφυα- κεκαλυφός εη
κεκαλυφότες- κεκαλυφυαι- κεκαλυφότα εημεν (εμεν)
κεκαλυφότες- κεκαλυφυαι- κεκαλυφότα εητε (ετε)
κεκαλυφότες- κεκαλυφυαι- κεκαλυφότα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---
κεκαλυφώς- κεκαλυφυα- κεκαλυφός σθι
κεκαλυφώς- κεκαλυφυα- κεκαλυφός στω
---
κεκαλυφότες- κεκαλυφυαι- κεκαλυφότα στε
κεκαλυφότες- κεκαλυφυαι- κεκαλυφότα στων
 
Απαρέμφατο
κεκαλυφέναι
Μετοχή
κεκαλυφώς- κεκαλυφυα- κεκαλυφός
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
κεκαλύφειν, κεκαλύφεις, κεκαλύφει, κεκαλύφεμεν, κεκαλύφετε, κεκαλύφεσαν
 
Μέση Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
καλύπτομαι, καλύπτ ή καλύπτει, καλύπτεται, καλυπτόμεθα, καλύπτεσθε, καλύπτονται
Υποτακτική
καλύπτωμαι, καλύπτ, καλύπτηται, καλυπτώμεθα, καλύπτησθε, καλύπτωνται
Ευκτική
καλυπτοίμην, καλύπτοιο, καλύπτοιτο, καλυπτοίμεθα, καλύπτοισθε, καλύπτοιντο
Προστακτική
---, καλύπτου, καλυπτέσθω, ---, καλύπτεσθε, καλυπτέσθων ή καλυπτέσθωσαν
Απαρέμφατο
καλύπτεσθαι
Μετοχή
καλυπτόμενος
καλυπτομένη
καλυπτόμενον
 
Παρατατικός
Οριστική
καλυπτόμην, καλύπτου, καλύπτετο, καλυπτόμεθα, καλύπτεσθε, καλύπτοντο
 
Μέλλοντας
Οριστική
καλύψομαι, καλύψ ή καλύψει, καλύψεται, καλυψόμεθα, καλύψεσθε, καλύψονται
Ευκτική
καλυψοίμην, καλύψοιο, καλύψοιτο, καλυψοίμεθα, καλύψοισθε, καλύψοιντο
Απαρέμφατο
καλύψεσθαι
Μετοχή
καλυψόμενος
καλυψομένη
καλυψόμενον
 
Παθητικός Μέλλοντας
Οριστική
καλυφθήσομαι, καλυφθήσ ή καλυφθήσει, καλυφθήσεται, καλυφθησόμεθα, καλυφθήσεσθε, καλυφθήσονται
Ευκτική
καλυφθησοίμην, καλυφθήσοιο, καλυφθήσοιτο, καλυφθησοίμεθα, καλυφθήσοισθε, καλυφθήσοιντο
Απαρέμφατο
καλυφθήσεσθαι
Μετοχή
καλυφθησόμενος
καλυφθησομένη
καλυφθησόμενον
 
Αόριστος
Οριστική
καλυψάμην, καλύψω, καλύψατο, καλυψάμεθα, καλύψασθε, καλύψαντο
Υποτακτική
καλύψωμαι, καλύψ, καλύψηται, καλυψώμεθα, καλύψησθε, καλύψωνται
Ευκτική
καλυψαίμην, καλύψαιο, καλύψαιτο, καλυψαίμεθα, καλύψαισθε, καλύψαιντο
Προστακτική
---, κάλυψαι, καλυψάσθω, ---, καλύψασθε, καλυψάσθων ή καλυψάσθωσαν
Απαρέμφατο
καλύψασθαι
Μετοχή
καλυψάμενος
καλυψαμένη
καλυψάμενον
 
Παθητικός Αόριστος Α΄
Οριστική
καλύφθην, καλύφθης, καλύφθη, καλύφθημεν, καλύφθητε, καλύφθησαν
Υποτακτική
καλυφθ, καλυφθς, καλυφθ, καλυφθμεν, καλυφθτε, καλυφθσι(ν)
Ευκτική
καλυφθείην, καλυφθείης, καλυφθείη, καλυφθείημεν ή καλυφθεμεν, καλυφθείητε ή καλυφθετε, καλυφθείησαν ή καλυφθεεν
Προστακτική
---, καλύφθητι, καλυφθήτω, ---, καλύφθητε, καλυφθέντων ή καλυφθήτωσαν
Απαρέμφατο
καλυφθναι
Μετοχή
καλυφθείς
καλυφθεσα
καλυφθέν
 
Παρακείμενος
Οριστική
κεκάλυμμαι, κεκάλυψαι, κεκάλυπται, κεκαλύμμεθα, κεκάλυφθε, κεκαλυμμένοι εσί(ν)
 
Υποτακτική
κεκαλυμμένος- κεκαλυμμένη- κεκαλυμμένον
κεκαλυμμένος- κεκαλυμμένη- κεκαλυμμένον ς
κεκαλυμμένος- κεκαλυμμένη- κεκαλυμμένον
κεκαλυμμένοι- κεκαλυμμέναι- κεκαλυμμένα μεν
κεκαλυμμένοι- κεκαλυμμέναι- κεκαλυμμένα τε
κεκαλυμμένοι- κεκαλυμμέναι- κεκαλυμμένα σι
 
Ευκτική
κεκαλυμμένος- κεκαλυμμένη- κεκαλυμμένον εην
κεκαλυμμένος- κεκαλυμμένη- κεκαλυμμένον εης
κεκαλυμμένος- κεκαλυμμένη- κεκαλυμμένον εη
κεκαλυμμένοι- κεκαλυμμέναι- κεκαλυμμένα εημεν (εμεν)
κεκαλυμμένοι- κεκαλυμμέναι- κεκαλυμμένα εητε (ετε)
κεκαλυμμένοι- κεκαλυμμέναι- κεκαλυμμένα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---, κεκάλυψο, κεκαλύφθω, --- κεκάλυφθε, κεκαλύφθων ή κεκαλύφθωσαν
 
Απαρέμφατο
κεκαλύφθαι
Μετοχή
κεκαλυμμένος,
κεκαλυμμένη,
κεκαλυμμένον
 
Υπερσυντέλικος
κεκαλύμμην, κεκάλυψο, κεκάλυπτο, κεκαλύμμεθα, κεκάλυφθε, κεκαλυμμένοι σαν

1 σχόλιο: