Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ἀγανακτέω- ἀγανακτῶ»
Ενεστώτας
Οριστική
ἀγανακτῶ, ἀγανακτεῖς, ἀγανακτεῖ, ἀγανακτοῦμεν, ἀγανακτεῖτε, ἀγανακτοῦσι(ν)
ἀγανακτῶ, ἀγανακτῇς, ἀγανακτῇ, ἀγανακτῶμεν, ἀγανακτῆτε, ἀγανακτῶσι(ν)
ἀγανακτοῖμι, ἀγανακτοῖς, ἀγανακτοῖ (ή ἀγανακτοίην, ἀγανακτοίης, ἀγανακτοίη), ἀγανακτοῖμεν, ἀγανακτοῖτε, ἀγανακτοῖεν
---, ἀγανάκτει, ἀγανακτείτω, ---, ἀγανακτεῖτε, ἀγανακτούντων ή ἀγανακτείτωσαν
ἀγανακτεῖν
ἀγανακτῶν, ἀγανακτοῦσα, ἀγανακτοῦν
Παρατατικός
Οριστική
ἠγανάκτουν, ἠγανάκτεις, ἠγανάκτει, ἠγανακτοῦμεν, ἠγανακτεῖτε, ἠγανάκτουν
Μέλλοντας
Οριστική
ἀγανακτήσω, ἀγανακτήσεις, ἀγανακτήσει, ἀγανακτήσομεν, ἀγανακτήσετε, ἀγανακτήσουσι(ν)
ἀγανακτήσοιμι, ἀγανακτήσοις, ἀγανακτήσοι, ἀγανακτήσοιμεν, ἀγανακτήσοιτε, ἀγανακτήσοιεν
ἀγανακτήσειν
ἀγανακτήσων, ἀγανακτήσουσα, ἀγανακτῆσον
Αόριστος
Οριστική
ἠγανάκτησα, ἠγανάκτησας, ἠγανάκτησε(ν), ἠγανακτήσαμεν, ἠγανακτήσατε, ἠγανάκτησαν
ἀγανακτήσω, ἀγανακτήσῃς, ἀγανακτήσῃ, ἀγανακτήσωμεν, ἀγανακτήσητε, ἀγανακτήσωσι(ν)
ἀγανακτήσαιμι, ἀγανακτήσαις ή ἀγανακτήσειας, ἀγανακτήσαι ή ἀγανακτήσειε(ν), ἀγανακτήσαιμεν, ἀγανακτήσαιτε, ἀγανακτήσαιεν ή ἀγανακτήσειαν
---, ἀγανάκτησον, ἀγανακτησάτω, ---, ἀγανακτήσατε, ἀγανακτησάντων (ή ἀγανακτησάτωσαν)
ἀγανακτῆσαι
ἀγανακτήσας, ἀγανακτήσασα, ἀγανακτῆσαν
Οριστική
ἠγανάκτηκα, ἠγανάκτηκας, ἠγανάκτηκε, ἠγανακτήκαμεν, ἠγανακτήκατε, ἠγανακτήκασι(ν)
Υποτακτική
ἠγανακτηκώς- ἠγανακτηκυῖα- ἠγανακτηκός ὦ
ἠγανακτηκώς- ἠγανακτηκυῖα- ἠγανακτηκός ᾖς
ἠγανακτηκότες- ἠγανακτηκυῖαι- ἠγανακτηκότα ὦμεν
Ευκτική
ἠγανακτηκώς- ἠγανακτηκυῖα- ἠγανακτηκός εἴην
Προστακτική
---
ἠγανακτηκώς- ἠγανακτηκυῖα- ἠγανακτηκός ἴσθι
ἠγανακτηκότες- ἠγανακτηκυῖαι- ἠγανακτηκότα ἔστε
Απαρέμφατο
ἠγανακτηκέναι
ἠγανακτηκώς- ἠγανακτηκυῖα- ἠγανακτηκός
Υπερσυντέλικος
Οριστική
ἠγανακτήκειν, ἠγανακτήκεις, ἠγανακτήκει, ἠγανακτήκεμεν, ἠγανακτήκετε, ἠγανακτήκεσαν
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου