Εξεταστεα Υλη & Τροπος αξιολογησης 2025

Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «πιστεύω»


Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «πιστεύω»
 
(πιστεύω = έχω εμπιστοσύνη σε κάποιον, πιστεύω)
 
Ενεργητική Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
πιστεύω, πιστεύεις, πιστεύει, πιστεύομεν, πιστεύετε, πιστεύουσι(ν)
Υποτακτική
πιστεύω, πιστεύς, πιστεύ, πιστεύωμεν, πιστεύητε, πιστεύωσι(ν)
Ευκτική
πιστεύοιμι, πιστεύοις, πιστεύοι, πιστεύοιμεν, πιστεύοιτε, πιστεύοιεν
Προστακτική
---, πίστευε, πιστευέτω, ---, πιστεύετε, πιστευόντων (ή πιστευέτωσαν)
Απαρέμφατο
πιστεύειν
Μετοχή
πιστεύων, πιστεύουσα, πιστεον
 
Παρατατικός
Οριστική
πίστευον, πίστευες, πίστευε, πιστεύομεν, πιστεύετε, πίστευον
 
Μέλλοντας
Οριστική
πιστεύσω, πιστεύσεις, πιστεύσει, πιστεύσομεν, πιστεύσετε, πιστεύσουσι(ν)
Ευκτική
πιστεύσοιμι, πιστεύσοις, πιστεύσοι, πιστεύσοιμεν, πιστεύσοιτε, πιστεύσοιεν
Απαρέμφατο
πιστεύσειν
Μετοχή
πιστεύσων, πιστεύσουσα, πιστεσον
 
Αόριστος
Οριστική
πίστευσα, πίστευσας, πίστευσε(ν), πιστεύσαμεν, πιστεύσατε, πίστευσαν
Υποτακτική
πιστεύσω, πιστεύσς, πιστεύσ, πιστεύσωμεν, πιστεύσητε, πιστεύσωσι(ν)
Ευκτική
πιστεύσαιμι, πιστεύσαις ή πιστεύσειας, πιστεύσαι ή πιστεύσειε(ν), πιστεύσαιμεν, πιστεύσαιτε, πιστεύσαιεν ή πιστεύσειαν
Προστακτική
---, πίστευσον, πιστευσάτω, ---, πιστεύσατε, πιστευσάντων (ή πιστευσάτωσαν)
Απαρέμφατο
πιστεσαι
Μετοχή
πιστεύσας, πιστεύσασα, πιστεσαν
 
Παρακείμενος
Οριστική
πεπίστευκα, πεπίστευκας, πεπίστευκε, πεπιστεύκαμεν, πεπιστεύκατε, πεπιστεύκασι(ν)
 
Υποτακτική
πεπιστευκώς- πεπιστευκυα- πεπιστευκός
πεπιστευκώς- πεπιστευκυα- πεπιστευκός ς
πεπιστευκώς- πεπιστευκυα- πεπιστευκός
πεπιστευκότες- πεπιστευκυαι- πεπιστευκότα μεν
πεπιστευκότες- πεπιστευκυαι- πεπιστευκότα τε
πεπιστευκότες- πεπιστευκυαι- πεπιστευκότα σι
 
Ευκτική
πεπιστευκώς- πεπιστευκυα- πεπιστευκός εην
πεπιστευκώς- πεπιστευκυα- πεπιστευκός εης
πεπιστευκώς- πεπιστευκυα- πεπιστευκός εη
πεπιστευκότες- πεπιστευκυαι- πεπιστευκότα εημεν (εμεν)
πεπιστευκότες- πεπιστευκυαι- πεπιστευκότα εητε (ετε)
πεπιστευκότες- πεπιστευκυαι- πεπιστευκότα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---
πεπιστευκώς- πεπιστευκυα- πεπιστευκός σθι
πεπιστευκώς- πεπιστευκυα- πεπιστευκός στω
---
πεπιστευκότες- πεπιστευκυαι- πεπιστευκότα στε
πεπιστευκότες- πεπιστευκυαι- πεπιστευκότα στων
 
Απαρέμφατο
πεπιστευκέναι
Μετοχή
πεπιστευκώς- πεπιστευκυα- πεπιστευκός
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
πεπιστεύκειν, πεπιστεύκεις, πεπιστεύκει, πεπιστεύκεμεν, πεπιστεύκετε, πεπιστεύκεσαν
 
Μέση Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
πιστεύομαι, πιστεύ ή πιστεύει, πιστεύεται, πιστευόμεθα, πιστεύεσθε, πιστεύονται
Υποτακτική
πιστεύωμαι, πιστεύ, πιστεύηται, πιστευώμεθα, πιστεύησθε, πιστεύωνται
Ευκτική
πιστευοίμην, πιστεύοιο, πιστεύοιτο, πιστευοίμεθα, πιστεύοισθε, πιστεύοιντο
Προστακτική
---, πιστεύου, πιστευέσθω, ---, πιστεύεσθε, πιστευέσθων ή πιστευέσθωσαν
Απαρέμφατο
πιστεύεσθαι
Μετοχή
πιστευόμενος
πιστευομένη
πιστευόμενον
 
Παρατατικός
Οριστική
πιστευόμην, πιστεύου, πιστεύετο, πιστευόμεθα, πιστεύεσθε, πιστεύοντο
 
Παθητικός Μέλλοντας
Οριστική
πιστευθήσομαι, πιστευθήσ ή πιστευθήσει, πιστευθήσεται, πιστευθησόμεθα, πιστευθήσεσθε, πιστευθήσονται
Ευκτική
πιστευθησοίμην, πιστευθήσοιο, πιστευθήσοιτο, πιστευθησοίμεθα, πιστευθήσοισθε, πιστευθήσοιντο
Απαρέμφατο
πιστευθήσεσθαι
Μετοχή
πιστευθησόμενος
πιστευθησομένη
πιστευθησόμενον
 
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
πιστεύθην, πιστεύθης, πιστεύθη, πιστεύθημεν, πιστεύθητε, πιστεύθησαν
Υποτακτική
πιστευθ, πιστευθς, πιστευθ, πιστευθμεν, πιστευθτε, πιστευθσι(ν)
Ευκτική
πιστευθείην, πιστευθείης, πιστευθείη, πιστευθείημεν ή πιστευθεμεν, πιστευθείητε ή πιστευθετε, πιστευθείησαν ή πιστευθεεν
Προστακτική
---, πιστεύθητι, πιστευθήτω, ---, πιστεύθητε, πιστευθέντων ή πιστευθήτωσαν
Απαρέμφατο
πιστευθναι
Μετοχή
πιστευθείς
πιστευθεσα
πιστευθέν
 
Παρακείμενος
Οριστική
πεπίστευμαι, πεπίστευσαι, πεπίστευται, πεπιστεύμεθα, πεπίστευσθε, πεπίστευνται
 
Υποτακτική
πεπιστευμένος- πεπιστευμένη- πεπιστευμένον
πεπιστευμένος- πεπιστευμένη- πεπιστευμένον ς
πεπιστευμένος- πεπιστευμένη- πεπιστευμένον
πεπιστευμένοι- πεπιστευμέναι- πεπιστευμένα μεν
πεπιστευμένοι- πεπιστευμέναι- πεπιστευμένα τε
πεπιστευμένοι- πεπιστευμέναι- πεπιστευμένα σι
 
Ευκτική
πεπιστευμένος- πεπιστευμένη- πεπιστευμένον εην
πεπιστευμένος- πεπιστευμένη- πεπιστευμένον εης
πεπιστευμένος- πεπιστευμένη- πεπιστευμένον εη
πεπιστευμένοι- πεπιστευμέναι- πεπιστευμένα εημεν (εμεν)
πεπιστευμένοι- πεπιστευμέναι- πεπιστευμένα εητε (ετε)
πεπιστευμένοι- πεπιστευμέναι- πεπιστευμένα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---, πεπίστευσο, πεπιστεύσθω, --- πεπίστευσθε, πεπιστεύσθων ή πεπιστεύσθωσαν
 
Απαρέμφατο
πεπιστεσθαι
Μετοχή
πεπιστευμένος,
πεπιστευμένη,
πεπιστευμένον

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου