Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «πέτομαι»
Οριστική
πέτομαι, πέτῃ ή πέτει, πέτεται, πετόμεθα, πέτεσθε, πέτονται
πέτωμαι, πέτῃ, πέτηται, πετώμεθα, πέτησθε, πέτωνται
πετοίμην, πέτοιο, πέτοιτο, πετοίμεθα, πέτοισθε, πέτοιντο
Προστακτική
---, πέτου, πετέσθω, ---, πέτεσθε, πετέσθων ή πετέσθωσαν
Απαρέμφατο
πέτεσθαι
Μετοχή
πετόμενος
πετομένη
πετόμενον
Οριστική
ἐπετόμην, ἐπέτου, ἐπέτετο, ἐπετόμεθα, ἐπέτεσθε, ἐπέτοντο
Οριστική
πτήσομαι, πτήσῃ ή πτήσει, πτήσεται, πτησόμεθα, πτήσεσθε, πτήσονται
πτησοίμην, πτήσοιο, πτήσοιτο, πτησοίμεθα, πτήσοισθε, πτήσοιντο
Απαρέμφατο
πτήσεσθαι
Μετοχή
πτησόμενος
πτησομένη
πτησόμενον
Οριστική
ἐπτόμην, ἔπτου, ἔπτετο, ἐπτόμεθα, ἔπτεσθε, ἔπτοντο
---, ---, πήται, ---, ---, ----
Ευκτική
---, ---, πτῆτο, ---, ---, ---
---
Απαρέμφατο
πτέσθαι
Μετοχή
πτόμενος, πτομένη, πτόμενον
Οριστική
ἐπετάσθην, ἐπετάσθης, ἐπετάσθη, ἐπετάσθημεν, ἐπετάσθητε, ἐπετάσθησαν
πετασθῶ, πετασθῇς, πετασθῇ, πετασθῶμεν, πετασθῆτε, πετασθῶσι(ν)
πετασθείην, πετασθείης, πετασθείη, πετασθείημεν ή πετασθεῖμεν, πετασθείητε ή πετασθεῖτε, πετασθείησαν ή πετασθεῖεν
---, πετάσθητι, πετασθήτω, ---, πετάσθητε, πετασθέντων ή πετασθήτωσαν
Απαρέμφατο
πετασθῆναι
πετασθείς
πετασθεῖσα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου