Εξεταστεα Υλη & Τροπος αξιολογησης 2025

Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ἀλέω-ῶ»


Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «λέω-»
 
λ = αλέθω
 
Ενεργητική Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
λ, λες, λε, λομεν, λετε, λοσι(ν)
Υποτακτική
λ, λς, λ, λμεν, λτε, λσι(ν)
Ευκτική
λομι, λος, λο, ή λοίην, λοίης, λοίη, λομεν, λοτε, λοεν
Προστακτική
---, λει, λείτω, ---, λετε, λούντων (ή λείτωσαν)
Απαρέμφατο
λεν
Μετοχή
λν, λοσα, λον
 
Παρατατικός
Οριστική
λουν, λεις, λει, λομεν, λετε, λουν
 
Αόριστος
Οριστική
λεσα, λεσας, λεσε(ν), λέσαμεν, λέσατε, λεσαν
Υποτακτική
λέσω, λέσς, λέσ, λέσωμεν, λέσητε, λέσωσι(ν)
Ευκτική
λέσαιμι, λέσαις ή λέσειας, λέσαι ή λέσαιε(ν) λέσαιμεν, λέσαιτε, λέσαιεν ή λέσειαν
Προστακτική
---, λεσον, λεσάτω, ---, λέσατε, λεσάντων (ή λεσάτωσαν)
Απαρέμφατο
λέσαι
Μετοχή
λέσας, λέσασα, λέσαν
 
Παρακείμενος
Οριστική
λήλεκα, λήλεκας, λήλεκε, ληλέκαμεν, ληλέκατε, ληλέκασι(ν)
 
Υποτακτική
ληλεκώς- ληλεκυα- ληλεκός
ληλεκώς- ληλεκυα- ληλεκός ς
ληλεκώς- ληλεκυα- ληλεκός
ληλεκότες- ληλεκυαι- ληλεκότα μεν
ληλεκότες- ληλεκυαι- ληλεκότα τε
ληλεκότες- ληλεκυαι- ληλεκότα σι
 
Ευκτική
ληλεκώς- ληλεκυα- ληλεκός εην
ληλεκώς- ληλεκυα- ληλεκός εης
ληλεκώς- ληλεκυα- ληλεκός εη
ληλεκότες- ληλεκυαι- ληλεκότα εημεν (εμεν)
ληλεκότες- ληλεκυαι- ληλεκότα εητε (ετε)
ληλεκότες- ληλεκυαι- ληλεκότα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---
ληλεκώς- ληλεκυα- ληλεκός σθι
ληλεκώς- ληλεκυα- ληλεκός στω
---
ληλεκότες- ληλεκυαι- ληλεκότα στε
ληλεκότες- ληλεκυαι- ληλεκότα στων
 
Απαρέμφατο
ληλεκέναι
Μετοχή
ληλεκώς- ληλεκυα- ληλεκός
 
Μέση Φωνή
 
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
λέσθην, λέσθης, λέσθη, λέσθημεν, λέσθητε, λέσθησαν
Υποτακτική
λεσθ, λεσθς, λεσθ, λεσθμεν, λεσθτε, λεσθσι(ν)
Ευκτική
λεσθείην, λεσθείης, λεσθείη, λεσθείημεν ή λεσθεμεν, λεσθείητε ή λεσθετε, λεσθείησαν ή λεσθεεν
Προστακτική
---, λέσθητι, λεσθήτω, ---, λέσθητε, λεσθέντων ή λεσθήτωσαν
Απαρέμφατο
λεσθναι
Μετοχή
λεσθείς
λεσθεσα
λεσθέν
 
Παρακείμενος
Οριστική
λήλεσμαι, λήλεσαι, λήλεσται, ληλέσμεθα, λήλεσθε, ληλεσμένοι εσί(ν)
 
Υποτακτική
ληλεσμένος- ληλεσμένη- ληλεσμένον
ληλεσμένος- ληλεσμένη- ληλεσμένον ς
ληλεσμένος- ληλεσμένη- ληλεσμένον
ληλεσμένοι- ληλεσμέναι- ληλεσμένα μεν
ληλεσμένοι- ληλεσμέναι- ληλεσμένα τε
ληλεσμένοι- ληλεσμέναι- ληλεσμένα σι
 
Ευκτική
ληλεσμένος- ληλεσμένη- ληλεσμένον εην
ληλεσμένος- ληλεσμένη- ληλεσμένον εης
ληλεσμένος- ληλεσμένη- ληλεσμένον εη
ληλεσμένοι- ληλεσμέναι- ληλεσμένα εημεν (εμεν)
ληλεσμένοι- ληλεσμέναι- ληλεσμένα εητε (ετε)
ληλεσμένοι- ληλεσμέναι- ληλεσμένα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---, λήλεσο, ληλέσθω, --- λήλεσθε, ληλέσθων ή ληλέσθωσαν
 
Απαρέμφατο
ληλέσθαι
Μετοχή
ληλεσμένος,
ληλεσμένη,
ληλεσμένον

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου