Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ἀλέω-ῶ»
ἀλῶ = αλέθω
Ενεργητική Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
ἀλῶ, ἀλεῖς, ἀλεῖ, ἀλοῦμεν, ἀλεῖτε, ἀλοῦσι(ν)
ἀλῶ, ἀλῇς, ἀλῇ, ἀλῶμεν, ἀλῆτε, ἀλῶσι(ν)
ἀλοῖμι, ἀλοῖς, ἀλοῖ, ή ἀλοίην, ἀλοίης, ἀλοίη, ἀλοῖμεν, ἀλοῖτε, ἀλοῖεν
---, ἄλει, ἀλείτω, ---, ἀλεῖτε, ἀλούντων (ή ἀλείτωσαν)
ἀλεῖν
ἀλῶν, ἀλοῦσα, ἀλοῦν
Παρατατικός
Οριστική
ἤλουν, ἤλεις, ἤλει, ἠλοῦμεν, ἠλεῖτε, ἤλουν
Οριστική
ἤλεσα, ἤλεσας, ἤλεσε(ν), ἠλέσαμεν, ἠλέσατε, ἤλεσαν
ἀλέσω, ἀλέσῃς, ἀλέσῃ, ἀλέσωμεν, ἀλέσητε, ἀλέσωσι(ν)
ἀλέσαιμι, ἀλέσαις ή ἀλέσειας, ἀλέσαι ή ἀλέσαιε(ν) ἀλέσαιμεν, ἀλέσαιτε, ἀλέσαιεν ή ἀλέσειαν
---, ἄλεσον, ἀλεσάτω, ---, ἀλέσατε, ἀλεσάντων (ή ἀλεσάτωσαν)
ἀλέσαι
ἀλέσας, ἀλέσασα, ἀλέσαν
Παρακείμενος
Οριστική
ἀλήλεκα, ἀλήλεκας, ἀλήλεκε, ἀληλέκαμεν, ἀληλέκατε, ἀληλέκασι(ν)
Υποτακτική
ἀληλεκώς- ἀληλεκυῖα- ἀληλεκός ὦ
ἀληλεκώς- ἀληλεκυῖα- ἀληλεκός ᾖς
ἀληλεκότες- ἀληλεκυῖαι- ἀληλεκότα ὦμεν
Ευκτική
ἀληλεκώς- ἀληλεκυῖα- ἀληλεκός εἴην
Προστακτική
---
ἀληλεκώς- ἀληλεκυῖα- ἀληλεκός ἴσθι
ἀληλεκότες- ἀληλεκυῖαι- ἀληλεκότα ἔστε
Απαρέμφατο
ἀληλεκέναι
ἀληλεκώς- ἀληλεκυῖα- ἀληλεκός
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
ἠλέσθην, ἠλέσθης, ἠλέσθη, ἠλέσθημεν, ἠλέσθητε, ἠλέσθησαν
ἀλεσθῶ, ἀλεσθῇς, ἀλεσθῇ, ἀλεσθῶμεν, ἀλεσθῆτε, ἀλεσθῶσι(ν)
ἀλεσθείην, ἀλεσθείης, ἀλεσθείη, ἀλεσθείημεν ή ἀλεσθεῖμεν, ἀλεσθείητε ή ἀλεσθεῖτε, ἀλεσθείησαν ή ἀλεσθεῖεν
---, ἀλέσθητι, ἀλεσθήτω, ---, ἀλέσθητε, ἀλεσθέντων ή ἀλεσθήτωσαν
ἀλεσθῆναι
ἀλεσθείς
Παρακείμενος
Οριστική
ἀλήλεσμαι, ἀλήλεσαι, ἀλήλεσται, ἀληλέσμεθα, ἀλήλεσθε, ἀληλεσμένοι εἰσί(ν)
Υποτακτική
ἀληλεσμένος- ἀληλεσμένη- ἀληλεσμένον ὦ
ἀληλεσμένος- ἀληλεσμένη- ἀληλεσμένον ᾖς
ἀληλεσμένοι- ἀληλεσμέναι- ἀληλεσμένα ὦμεν
Ευκτική
ἀληλεσμένος- ἀληλεσμένη- ἀληλεσμένον εἴην
Προστακτική
---, ἀλήλεσο, ἀληλέσθω, --- ἀλήλεσθε, ἀληλέσθων ή ἀληλέσθωσαν
Απαρέμφατο
ἀληλέσθαι
ἀληλεσμένος,
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου