Pol Ledent
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ανακτώ»
Ενεργητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
ανακτώ, ανακτάς, ανακτά, ανακτούμε, ανακτάτε, ανακτούν (ή ανακτούνε)
Υποτακτική
να ανακτώ, να ανακτάς, να ανακτά, να ανακτούμε, να ανακτάτε, να ανακτούν
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: ανακτάτε
Μετοχή
ανακτώντας
Παρατατικός
Οριστική
ανακτούσα, ανακτούσες, ανακτούσε, ανακτούσαμε, ανακτούσατε, ανακτούσαν
Αόριστος
Οριστική
ανέκτησα, ανέκτησες, ανέκτησε, ανακτήσαμε, ανακτήσατε, ανέκτησαν
Υποτακτική
να ανακτήσω, να ανακτήσεις, να ανακτήσει, να ανακτήσουμε, να ανακτήσετε, να ανακτήσουν
Προστακτική
β΄ ενικό: ανάκτησε β΄ πληθυντικό: ανακτήστε ή ανακτήσετε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα ανακτώ, θα ανακτάς, θα ανακτά, θα ανακτούμε, θα ανακτάτε, θα ανακτούν
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα ανακτήσω, θα ανακτήσεις, θα ανακτήσει, θα ανακτήσουμε, θα ανακτήσετε, θα ανακτήσουν
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω ανακτήσει, θα έχεις ανακτήσει, θα έχει ανακτήσει, θα έχουμε ανακτήσει, θα έχετε ανακτήσει, θα έχουν ανακτήσει
Παρακείμενος
Οριστική
έχω ανακτήσει, έχεις ανακτήσει, έχει ανακτήσει, έχουμε ανακτήσει, έχετε ανακτήσει, έχουν ανακτήσει
Υποτακτική
να έχω ανακτήσει, να έχεις ανακτήσει, να έχει ανακτήσει, να έχουμε ανακτήσει, να έχετε ανακτήσει, να έχουν ανακτήσει
Μετοχή
---
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα ανακτήσει, είχες ανακτήσει, είχε ανακτήσει, είχαμε ανακτήσει, είχατε ανακτήσει, είχαν(ε) ανακτήσει
Παθητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
ανακτώμαι, ανακτάσαι, ανακτάται, ανακτώμεθα, ανακτάσθε, ανακτώνται
Υποτακτική
να ανακτώμαι, να ανακτάσαι, να ανακτάται, να ανακτώμεθα, να ανακτάσθε, να ανακτώνται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: ανακτάσθε
Μετοχή
ανακτώμενος, ανακτώμενη, ανακτώμενο
Παρατατικός
Οριστική
---, ---, ανακτάτο, ---, ---, ανακτώντο
Αόριστος
Οριστική
ανακτήθηκα, ανακτήθηκες, ανακτήθηκε, ανακτηθήκαμε, ανακτηθήκατε, ανακτήθηκαν
Υποτακτική
να ανακτηθώ, να ανακτηθείς, να ανακτηθεί, να ανακτηθούμε, να ανακτηθείτε, να ανακτηθούν
Προστακτική
β΄ ενικού: ανακτήσου β΄ πληθυντικό: ανακτηθείτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα ανακτώμαι, θα ανακτάσαι, θα ανακτάται, θα ανακτώμεθα, θα ανακτάσθε, θα ανακτώνται
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα ανακτηθώ, θα ανακτηθείς, θα ανακτηθεί, θα ανακτηθούμε, θα ανακτηθείτε, θα ανακτηθούν
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω ανακτηθεί, θα έχεις ανακτηθεί, θα έχει ανακτηθεί, θα έχουμε ανακτηθεί, θα έχετε ανακτηθεί, θα έχουν ανακτηθεί
Παρακείμενος
Οριστική
έχω ανακτηθεί, έχεις ανακτηθεί, έχει ανακτηθεί, έχουμε ανακτηθεί, έχετε ανακτηθεί, έχουν ανακτηθεί
Υποτακτική
να έχω ανακτηθεί, να έχεις ανακτηθεί, να έχει ανακτηθεί, να έχουμε ανακτηθεί, να έχετε ανακτηθεί, να έχουν ανακτηθεί
Μετοχή
ανακτημένος, ανακτημένη, ανακτημένο
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα ανακτηθεί, είχες ανακτηθεί, είχε ανακτηθεί, είχαμε ανακτηθεί, είχατε ανακτηθεί, είχαν(ε) ανακτηθεί
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ανακτώ»
Ενεργητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
ανακτώ, ανακτάς, ανακτά, ανακτούμε, ανακτάτε, ανακτούν (ή ανακτούνε)
να ανακτώ, να ανακτάς, να ανακτά, να ανακτούμε, να ανακτάτε, να ανακτούν
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: ανακτάτε
Μετοχή
ανακτώντας
Παρατατικός
Οριστική
ανακτούσα, ανακτούσες, ανακτούσε, ανακτούσαμε, ανακτούσατε, ανακτούσαν
Αόριστος
Οριστική
ανέκτησα, ανέκτησες, ανέκτησε, ανακτήσαμε, ανακτήσατε, ανέκτησαν
να ανακτήσω, να ανακτήσεις, να ανακτήσει, να ανακτήσουμε, να ανακτήσετε, να ανακτήσουν
Προστακτική
β΄ ενικό: ανάκτησε β΄ πληθυντικό: ανακτήστε ή ανακτήσετε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα ανακτώ, θα ανακτάς, θα ανακτά, θα ανακτούμε, θα ανακτάτε, θα ανακτούν
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα ανακτήσω, θα ανακτήσεις, θα ανακτήσει, θα ανακτήσουμε, θα ανακτήσετε, θα ανακτήσουν
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω ανακτήσει, θα έχεις ανακτήσει, θα έχει ανακτήσει, θα έχουμε ανακτήσει, θα έχετε ανακτήσει, θα έχουν ανακτήσει
Παρακείμενος
Οριστική
έχω ανακτήσει, έχεις ανακτήσει, έχει ανακτήσει, έχουμε ανακτήσει, έχετε ανακτήσει, έχουν ανακτήσει
να έχω ανακτήσει, να έχεις ανακτήσει, να έχει ανακτήσει, να έχουμε ανακτήσει, να έχετε ανακτήσει, να έχουν ανακτήσει
Μετοχή
---
Οριστική
είχα ανακτήσει, είχες ανακτήσει, είχε ανακτήσει, είχαμε ανακτήσει, είχατε ανακτήσει, είχαν(ε) ανακτήσει
Παθητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
ανακτώμαι, ανακτάσαι, ανακτάται, ανακτώμεθα, ανακτάσθε, ανακτώνται
να ανακτώμαι, να ανακτάσαι, να ανακτάται, να ανακτώμεθα, να ανακτάσθε, να ανακτώνται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: ανακτάσθε
Μετοχή
ανακτώμενος, ανακτώμενη, ανακτώμενο
Παρατατικός
Οριστική
---, ---, ανακτάτο, ---, ---, ανακτώντο
Οριστική
ανακτήθηκα, ανακτήθηκες, ανακτήθηκε, ανακτηθήκαμε, ανακτηθήκατε, ανακτήθηκαν
Υποτακτική
να ανακτηθώ, να ανακτηθείς, να ανακτηθεί, να ανακτηθούμε, να ανακτηθείτε, να ανακτηθούν
Προστακτική
β΄ ενικού: ανακτήσου β΄ πληθυντικό: ανακτηθείτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα ανακτώμαι, θα ανακτάσαι, θα ανακτάται, θα ανακτώμεθα, θα ανακτάσθε, θα ανακτώνται
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα ανακτηθώ, θα ανακτηθείς, θα ανακτηθεί, θα ανακτηθούμε, θα ανακτηθείτε, θα ανακτηθούν
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω ανακτηθεί, θα έχεις ανακτηθεί, θα έχει ανακτηθεί, θα έχουμε ανακτηθεί, θα έχετε ανακτηθεί, θα έχουν ανακτηθεί
Παρακείμενος
Οριστική
έχω ανακτηθεί, έχεις ανακτηθεί, έχει ανακτηθεί, έχουμε ανακτηθεί, έχετε ανακτηθεί, έχουν ανακτηθεί
να έχω ανακτηθεί, να έχεις ανακτηθεί, να έχει ανακτηθεί, να έχουμε ανακτηθεί, να έχετε ανακτηθεί, να έχουν ανακτηθεί
Μετοχή
ανακτημένος, ανακτημένη, ανακτημένο
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα ανακτηθεί, είχες ανακτηθεί, είχε ανακτηθεί, είχαμε ανακτηθεί, είχατε ανακτηθεί, είχαν(ε) ανακτηθεί
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου