Design Turnpike
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ακούω»
Ενεργητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
ακούω, ακούς, ακούει, ακούμε, ακούτε, ακούν (ή ακούνε)
να ακούω, να ακούς, να ακούει, να ακούμε, να ακούτε, να ακούν (να ακούνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: άκουγε / άκου – β΄ πληθυντικό: ακούτε
Μετοχή
ακούγοντας
Παρατατικός
Οριστική
άκουγα, άκουγες, άκουγε, ακούγαμε, ακούγατε, άκουγαν
Οριστική
άκουσα, άκουσες, άκουσε, ακούσαμε, ακούσατε, άκουσαν
να ακούσω, να ακούσεις, να ακούσει, να ακούσουμε, να ακούσετε, να ακούσουν
Προστακτική
β΄ ενικό: άκουσε – β΄ πληθυντικό: ακούστε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα ακούω, θα ακούς, θα ακούει, θα ακούμε, θα ακούτε, θα ακούν (θα ακούνε)
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα ακούσω, θα ακούσεις, θα ακούσει, θα ακούσουμε, θα ακούσετε, θα ακούσουν
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω ακούσει, θα έχεις ακούσει, θα έχει ακούσει, θα έχουμε ακούσει, θα έχετε ακούσει, θα έχουν ακούσει
Παρακείμενος
Οριστική
έχω ακούσει, έχεις ακούσει, έχει ακούσει, έχουμε ακούσει, έχετε ακούσει, έχουν ακούσει
να έχω ακούσει, να έχεις ακούσει, να έχει ακούσει, να έχουμε ακούσει, να έχετε ακούσει, να έχουν ακούσει
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα ακούσει, είχες ακούσει, είχε ακούσει, είχαμε ακούσει, είχατε ακούσει, είχαν(ε) ακούσει
Παθητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
ακούγομαι, ακούγεσαι, ακούγεται, ακουγόμαστε, ακούγεστε, ακούγονται
να ακούγομαι, να ακούγεσαι, να ακούγεται, να ακουγόμαστε, να ακούγεστε, να ακούγονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: ακούγεστε
Μετοχή
---
Οριστική
ακουγόμουν, ακουγόσουν, ακουγόταν, ακουγόμαστε, ακουγόσαστε, ακούγονταν
Αόριστος
Οριστική
ακούστηκα, ακούστηκες, ακούστηκε, ακουστήκαμε, ακουστήκατε, ακούστηκαν
να ακουστώ, να ακουστείς, να ακουστεί, να ακουστούμε, να ακουστείτε, να ακουστούν (ή να ακουστούνε)
β΄ ενικού: --- β΄ πληθυντικό: ακουστείτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα ακούγομαι, θα ακούγεσαι, θα ακούγεται, θα ακουγόμαστε, θα ακούγεστε, θα ακούγονται
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα ακουστώ, θα ακουστείς, θα ακουστεί, θα ακουστούμε, θα ακουστείτε, θα ακουστούν
Οριστική
θα έχω ακουστεί, θα έχεις ακουστεί, θα έχει ακουστεί, θα έχουμε ακουστεί, θα έχετε ακουστεί, θα έχουν ακουστεί
Οριστική
έχω ακουστεί, έχεις ακουστεί, έχει ακουστεί, έχουμε ακουστεί, έχετε ακουστεί, έχουν ακουστεί
να έχω ακουστεί, να έχεις ακουστεί, να έχει ακουστεί, να έχουμε ακουστεί, να έχετε ακουστεί, να έχουν ακουστεί
Μετοχή
ακουσμένος, ακουσμένη, ακουσμένο
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα ακουστεί, είχες ακουστεί, είχε ακουστεί, είχαμε ακουστεί, είχατε ακουστεί, είχαν(ε) ακουστεί
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου