Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «αναδεικνύω»
Ενεργητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
αναδεικνύω, αναδεικνύεις, αναδεικνύει, αναδεικνύουμε, αναδεικνύετε, αναδεικνύουν (ή αναδεικνύουνε)
να αναδεικνύω, να αναδεικνύεις, να αναδεικνύει, να αναδεικνύουμε, να αναδεικνύετε, να αναδεικνύουν (ή να αναδεικνύουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: αναδείκνυε – β΄ πληθυντικό: αναδεικνύετε
Μετοχή
αναδεικνύοντας
Παρατατικός
Οριστική
αναδείκνυα, αναδείκνυες, αναδείκνυε, αναδεικνύαμε, αναδεικνύατε, αναδείκνυαν (ή αναδεικνύανε)
Οριστική
ανέδειξα, ανέδειξες, ανέδειξε, αναδείξαμε, αναδείξατε, ανέδειξαν (ή αναδείξανε)
Υποτακτική
να αναδείξω, να αναδείξεις, να αναδείξει, να αναδείξουμε, να αναδείξετε, να αναδείξουν
Προστακτική
β΄ ενικό: ανάδειξε – β΄ πληθυντικό: αναδείξτε ή αναδείξετε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα αναδεικνύω, θα αναδεικνύεις, θα αναδεικνύει, θα αναδεικνύουμε, θα αναδεικνύετε, θα αναδεικνύουν (ή θα αναδεικνύουνε)
Οριστική
θα αναδείξω, θα αναδείξεις, θα αναδείξει, θα αναδείξουμε, θα αναδείξετε, θα αναδείξουν
Οριστική
θα έχω αναδείξει, θα έχεις αναδείξει, θα έχει αναδείξει, θα έχουμε αναδείξει, θα έχετε αναδείξει, θα έχουν αναδείξει
Παρακείμενος
Οριστική
έχω αναδείξει, έχεις αναδείξει, έχει αναδείξει, έχουμε αναδείξει, έχετε αναδείξει, έχουν αναδείξει
να έχω αναδείξει, να έχεις αναδείξει, να έχει αναδείξει, να έχουμε αναδείξει, να έχετε αναδείξει, να έχουν αναδείξει
Οριστική
είχα αναδείξει, είχες αναδείξει, είχε αναδείξει, είχαμε αναδείξει, είχατε αναδείξει, είχαν/είχανε αναδείξει
Ενεστώτας
Οριστική
αναδεικνύομαι, αναδεικνύεσαι, αναδεικνύεται, αναδεικνυόμαστε, αναδεικνύεστε, αναδεικνύονται
να αναδεικνύομαι, να αναδεικνύεσαι, να αναδεικνύεται, να αναδεικνυόμαστε, να αναδεικνύεστε, να αναδεικνύονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: αναδεικνύεστε
Μετοχή
αναδεικνυόμενος, αναδεικνυόμενη, αναδεικνυόμενο
Οριστική
αναδεικνυόμουν, αναδεικνυόσουν, αναδεικνυόταν, αναδεικνυόμαστε, αναδεικνυόσαστε, αναδεικνύονταν
Αόριστος
Οριστική
αναδείχτηκα, αναδείχτηκες, αναδείχτηκε, αναδειχτήκαμε, αναδειχτήκατε, αναδείχτηκαν
Υποτακτική
να αναδειχτώ, να αναδειχτείς, να αναδειχτεί, να αναδειχτούμε, να αναδειχτείτε, να αναδειχτούν (ή να αναδειχτούνε)
Προστακτική
β΄ ενικού: αναδείξου β΄ πληθυντικό: αναδειχθείτε /αναδειχτείτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα αναδεικνύομαι, θα αναδεικνύεσαι, θα αναδεικνύεται, θα αναδεικνυόμαστε, θα αναδεικνύεστε, θα αναδεικνύονται
Οριστική
θα αναδειχτώ, θα αναδειχτείς, θα αναδειχτεί, θα αναδειχτούμε, θα αναδειχτείτε, θα αναδειχτούν (ή θα αναδειχτούνε)
Οριστική
θα έχω αναδειχτεί, θα έχεις αναδειχτεί, θα έχει αναδειχτεί, θα έχουμε αναδειχτεί, θα έχετε αναδειχτεί, θα έχουν αναδειχτεί
Οριστική
έχω αναδειχτεί, έχεις αναδειχτεί, έχει αναδειχτεί, έχουμε αναδειχτεί, έχετε αναδειχτεί, έχουν αναδειχτεί
Υποτακτική
να έχω αναδειχτεί, να έχεις αναδειχτεί, να έχει αναδειχτεί, να έχουμε αναδειχτεί, να έχετε αναδειχτεί, να έχουν αναδειχτεί
(& να έχω αναδειχθεί, να έχεις αναδειχθεί, να έχει αναδειχθεί, να έχουμε αναδειχθεί, να έχετε αναδειχθεί, να έχουν αναδειχθεί)
Μετοχή
αναδειγμένος, αναδειγμένη, αναδειγμένο
Οριστική
είχα αναδειχτεί, είχες αναδειχτεί, είχε αναδειχτεί, είχαμε αναδειχτεί, είχατε αναδειχτεί, είχαν(ε) αναδειχτεί
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου