Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ακούω» | Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ακούω»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Design Turnpike 

 
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ακούω»
 
Ενεργητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
ακούω, ακούς, ακούει, ακούμε, ακούτε, ακούν (ή ακούνε)
Υποτακτική
να ακούω, να ακούς, να ακούει, να ακούμε, να ακούτε, να ακούν (να ακούνε)  
Προστακτική
β΄ ενικό: άκουγε / άκου – β΄ πληθυντικό: ακούτε 
Μετοχή
ακούγοντας
 
Παρατατικός
Οριστική
άκουγα, άκουγες, άκουγε, ακούγαμε, ακούγατε, άκουγαν
 
Αόριστος
Οριστική
άκουσα, άκουσες, άκουσε, ακούσαμε, ακούσατε, άκουσαν
Υποτακτική
να ακούσω, να ακούσεις, να ακούσει, να ακούσουμε, να ακούσετε, να ακούσουν
Προστακτική
β΄ ενικό: άκουσε – β΄ πληθυντικό: ακούστε    
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα ακούω, θα ακούς, θα ακούει, θα ακούμε, θα ακούτε, θα ακούν (θα ακούνε)
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα ακούσω, θα ακούσεις, θα ακούσει, θα ακούσουμε, θα ακούσετε, θα ακούσουν
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω ακούσει, θα έχεις ακούσει, θα έχει ακούσει, θα έχουμε ακούσει, θα έχετε ακούσει, θα έχουν ακούσει
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω ακούσει, έχεις ακούσει, έχει ακούσει, έχουμε ακούσει, έχετε ακούσει, έχουν ακούσει
Υποτακτική
να έχω ακούσει, να έχεις ακούσει, να έχει ακούσει, να έχουμε ακούσει, να έχετε ακούσει, να έχουν ακούσει
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα ακούσει, είχες ακούσει, είχε ακούσει, είχαμε ακούσει, είχατε ακούσει, είχαν(ε) ακούσει
 
Παθητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
ακούγομαι, ακούγεσαι, ακούγεται, ακουγόμαστε, ακούγεστε, ακούγονται
Υποτακτική
να ακούγομαι, να ακούγεσαι, να ακούγεται, να ακουγόμαστε, να ακούγεστε, να ακούγονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: ακούγεστε
Μετοχή
---
 
Παρατατικός
Οριστική
ακουγόμουν, ακουγόσουν, ακουγόταν, ακουγόμαστε, ακουγόσαστε, ακούγονταν
(& ακουγόμουνα, ακουγόσουνα, ακουγότανε)
 
Αόριστος
Οριστική
ακούστηκα, ακούστηκες, ακούστηκε, ακουστήκαμε, ακουστήκατε, ακούστηκαν
Υποτακτική
να ακουστώ, να ακουστείς, να ακουστεί, να ακουστούμε, να ακουστείτε, να ακουστούν (ή να ακουστούνε)
Προστακτική
β΄ ενικού: --- β΄ πληθυντικό: ακουστείτε   
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα ακούγομαι, θα ακούγεσαι, θα ακούγεται, θα ακουγόμαστε, θα ακούγεστε, θα ακούγονται
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα ακουστώ, θα ακουστείς, θα ακουστεί, θα ακουστούμε, θα ακουστείτε, θα ακουστούν
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω ακουστεί, θα έχεις ακουστεί, θα έχει ακουστεί, θα έχουμε ακουστεί, θα έχετε ακουστεί, θα έχουν ακουστεί
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω ακουστεί, έχεις ακουστεί, έχει ακουστεί, έχουμε ακουστεί, έχετε ακουστεί, έχουν ακουστεί
Υποτακτική
να έχω ακουστεί, να έχεις ακουστεί, να έχει ακουστεί, να έχουμε ακουστεί, να έχετε ακουστεί, να έχουν ακουστεί
Μετοχή
ακουσμένος, ακουσμένη, ακουσμένο 
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα ακουστεί, είχες ακουστεί, είχε ακουστεί, είχαμε ακουστεί, είχατε ακουστεί, είχαν(ε) ακουστεί

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...