Εξεταστεα Υλη & Τροπος αξιολογησης 2025

Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ἀθροίζω»

Leon Zernitsky

 
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «θροίζω»
 
(θροίζω = συναθροίζω, συγκεντρώνω)
 
Ενεργητική Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
θροίζω, θροίζεις, θροίζει, θροίζομεν, θροίζετε, θροίζουσι(ν)
Υποτακτική
θροίζω, θροίζς, θροίζ, θροίζωμεν, θροίζητε, θροίζωσι(ν)
Ευκτική
θροίζοιμι, θροίζοις, θροίζοι, θροίζοιμεν, θροίζοιτε, θροίζοιεν
Προστακτική
---, θροιζε, θροιζέτω, ---, θροίζετε, θροιζόντων (ή θροιζέτωσαν)
Απαρέμφατο
θροίζειν
Μετοχή
θροίζων, θροίζουσα, θροζον
 
Παρατατικός
Οριστική
θροιζον, θροιζες, θροιζε, θροίζομεν, θροίζετε, θροιζον
 
Μέλλοντας
Οριστική
θροίσω, θροίσεις, θροίσει, θροίσομεν, θροίσετε, θροίσουσι(ν)
Ευκτική
θροίσοιμι, θροίσοις, θροίσοι, θροίσοιμεν, θροίσοιτε, θροίσοιεν
Απαρέμφατο
θροίσειν
Μετοχή
θροίσων, θροίσουσα, θροσον
 
Αόριστος
Οριστική
θροισα, θροισας, θροισε(ν), θροίσαμεν, θροίσατε, θροισαν
Υποτακτική
θροίσω, θροίσς, θροίσ, θροίσωμεν, θροίσητε, θροίσωσι(ν)
Ευκτική
θροίσαιμι, θροίσαις ή θροίσειας, θροίσαι ή θροίσειε(ν), θροίσαιμεν, θροίσαιτε, θροίσαιεν ή θροίσειαν
Προστακτική
---, θροισον, θροισάτω, ---, θροίσατε, θροισάντων (ή θροισάτωσαν)
Απαρέμφατο
θροσαι
Μετοχή
θροίσας, θροίσασα, θροσαν
 
Παρακείμενος
Οριστική
θροικα, θροικας, θροικε, θροίκαμεν, θροίκατε, θροίκασι(ν)
 
Υποτακτική
θροικώς- θροικυα- θροικός
θροικώς- θροικυα- θροικός ς
θροικώς- θροικυα- θροικός
θροικότες- θροικυαι- θροικότα μεν
θροικότες- θροικυαι- θροικότα τε
θροικότες- θροικυαι- θροικότα σι
 
Ευκτική
θροικώς- θροικυα- θροικός εην
θροικώς- θροικυα- θροικός εης
θροικώς- θροικυα- θροικός εη
θροικότες- θροικυαι- θροικότα εημεν (εμεν)
θροικότες- θροικυαι- θροικότα εητε (ετε)
θροικότες- θροικυαι- θροικότα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---
θροικώς- θροικυα- θροικός σθι
θροικώς- θροικυα- θροικός στω
---
θροικότες- θροικυαι- θροικότα στε
θροικότες- θροικυαι- θροικότα στων
 
Απαρέμφατο
θροικέναι
Μετοχή
θροικώς- θροικυα- θροικός
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
θροίκειν, θροίκεις, θροίκει, θροίκεμεν, θροίκετε, θροίκεσαν
 
Μέση Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
θροίζομαι, θροίζ ή θροίζει, θροίζεται, θροιζόμεθα, θροίζεσθε, θροίζονται
Υποτακτική
θροίζωμαι, θροίζ, θροίζηται, θροιζώμεθα, θροίζησθε, θροίζωνται
Ευκτική
θροιζοίμην, θροίζοιο, θροίζοιτο, θροιζοίμεθα, θροίζοισθε, θροίζοιντο
Προστακτική
---, θροίζου, θροιζέσθω, ---, θροίζεσθε, θροιζέσθων ή θροιζέσθωσαν
Απαρέμφατο
θροίζεσθαι
Μετοχή
θροιζόμενος
θροιζομένη
θροιζόμενον
 
Παρατατικός
Οριστική
θροιζόμην, θροίζου, θροίζετο, θροιζόμεθα, θροίζεσθε, θροίζοντο
 
Παθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θροισθήσομαι, θροισθήσ ή θροισθήσει, θροισθήσεται, θροισθησόμεθα, θροισθήσεσθε, θροισθήσονται
Ευκτική
θροισθησοίμην, θροισθήσοιο, θροισθήσοιτο, θροισθησοίμεθα, θροισθήσοισθε, θροισθήσοιντο
Απαρέμφατο
θροισθήσεσθαι
Μετοχή
θροισθησόμενος
θροισθησομένη
θροισθησόμενον
 
Αόριστος
Οριστική
θροισάμην, θροίσω, θροίσατο, θροισάμεθα, θροίσασθε, θροίσαντο
Υποτακτική
θροίσωμαι, θροίσ, θροίσηται, θροισώμεθα, θροίσησθε, θροίσωνται
Ευκτική
θροισαίμην, θροίσαιο, θροίσαιτο, θροισαίμεθα, θροίσαισθε, θροίσαιντο
Προστακτική
---, θροισαι, θροισάσθω, ----, θροίσασθε, θροισάσθων ή θροισάσθωσαν
Απαρέμφατο
θροίσασθαι
Μετοχή
θροισάμενος, θροισαμένη, θροισάμενον
 
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
θροίσθην, θροίσθης, θροίσθη, θροίσθημεν, θροίσθητε, θροίσθησαν
Υποτακτική
θροισθ, θροισθς, θροισθ, θροισθμεν, θροισθτε, θροισθσι(ν)
Ευκτική
θροισθείην, θροισθείης, θροισθείη, θροισθείημεν ή θροισθεμεν, θροισθείητε ή θροισθετε, θροισθείησαν ή θροισθεεν
Προστακτική
---, θροίσθητι, θροισθήτω, ---, θροισθητε, θροισθέντων ή θροισθήτωσαν
Απαρέμφατο
θροισθναι
Μετοχή
θροισθείς
θροισθεσα
θροισθέν
 
Παρακείμενος
Οριστική
Οριστική
θροισμαι, θροισαι, θροισται, θροίσμεθα, θροισθε, θροισμένοι εσί(ν)
 
Υποτακτική
θροισμένος- θροισμένη- θροισμένον
θροισμένος- θροισμένη- θροισμένον ς
θροισμένος- θροισμένη- θροισμένον
θροισμένοι- θροισμέναι- θροισμένα μεν
θροισμένοι- θροισμέναι- θροισμένα τε
θροισμένοι- θροισμέναι- θροισμένα σι
 
Ευκτική
θροισμένος- θροισμένη- θροισμένον εην
θροισμένος- θροισμένη- θροισμένον εης
θροισμένος- θροισμένη- θροισμένον εη
θροισμένοι- θροισμέναι- θροισμένα εημεν (εμεν)
θροισμένοι- θροισμέναι- θροισμένα εητε (ετε)
θροισμένοι- θροισμέναι- θροισμένα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---, θροισο, θροίσθω, --- θροισθε, θροίσθων ή θροίσθωσαν
 
Απαρέμφατο
θροσθαι
Μετοχή
θροισμένος,
θροισμένη,
θροισμένον
 
Υπερσυντέλικος
θροίσμην, θροισο, θροιστο, θροίσμεθα, θροισθε, θροισμένοι σαν

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου