Mario Sanchez Nevado
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «δυστυχέω - δυστυχῶ»
Οριστική
δυστυχῶ, δυστυχεῖς, δυστυχεῖ, δυστυχοῦμεν, δυστυχεῖτε, δυστυχοῦσι(ν)
δυστυχῶ, δυστυχῇς, δυστυχῇ, δυστυχῶμεν, δυστυχῆτε, δυστυχῶσι(ν)
δυστυχοῖμι, δυστυχοῖς, δυστυχοῖ (ή δυστυχοίην, δυστυχοίης, δυστυχοίη), δυστυχοῖμεν, δυστυχοῖτε, δυστυχοῖεν
---, δυστύχει, δυστυχείτω, ---, δυστυχεῖτε, δυστυχούντων
δυστυχεῖν
δυστυχῶν, δυστυχοῦσα, δυστυχοῦν
Παρατατικός
Οριστική
ἐδυστύχουν, ἐδυστύχεις, ἐδυστύχει, ἐδυστυχοῦμεν, ἐδυστυχεῖτε, ἐδυστύχουν
Οριστική
δυστυχήσω, δυστυχήσεις, δυστυχήσει, δυστυχήσομεν, δυστυχήσετε, δυστυχήσουσι(ν)
δυστυχήσοιμι, δυστυχήσοις, δυστυχήσοι, δυστυχήσοιμεν, δυστυχήσοιτε, δυστυχήσοιεν
Απαρέμφατο
δυστυχήσειν
Μετοχή
δυστυχήσων, δυστυχήσουσα, δυστυχῆσον
Αόριστος
Οριστική
ἐδυστύχησα, ἐδυστύχησας, ἐδυστύχησε(ν), ἐδυστυχήσαμεν, ἐδυστυχήσατε, ἐδυστύχησαν
δυστυχήσω, δυστυχήσῃς, δυστυχήσῃ, δυστυχήσωμεν, δυστυχήσητε, δυστυχήσωσι(ν)
δυστυχήσαιμι, δυστυχήσαις ή δυστυχήσειας, δυστυχήσαι ή δυστυχήσειε(ν), δυστυχήσαιμεν, δυστυχήσαιτε, δυστυχήσαιεν ή δυστυχήσειαν
Προστακτική
---, δυστύχησον, δυστυχησάτω, ---, δυστυχήσατε, δυστυχησάντων (ή δυστυχησάτωσαν)
Απαρέμφατο
δυστυχῆσαι
δυστυχήσας, δυστυχήσασα, δυστυχῆσαν
Παρακείμενος
Οριστική
δεδυστύχηκα, δεδυστύχηκας, δεδυστύχηκε, δεδυστυχήκαμεν, δεδυστυχήκατε, δεδυστυχήκασι(ν)
Υποτακτική
δεδυστυχηκώς- δεδυστυχηκυῖα- δεδυστυχηκός ὦ
δεδυστυχηκώς- δεδυστυχηκυῖα- δεδυστυχηκός ᾖς
δεδυστυχηκότες- δεδυστυχηκυῖαι- δεδυστυχηκότα ὦμεν
Ευκτική
δεδυστυχηκώς- δεδυστυχηκυῖα- δεδυστυχηκός εἴην
Προστακτική
---
δεδυστυχηκώς- δεδυστυχηκυῖα- δεδυστυχηκός ἴσθι
δεδυστυχηκότες- δεδυστυχηκυῖαι- δεδυστυχηκότα ἔστε
Απαρέμφατο
δεδυστυχηκέναι
Μετοχή
δεδυστυχηκώς- δεδυστυχηκυῖα- δεδυστυχηκός
Υπερσυντέλικος
Οριστική
ἐδεδυστυχήκειν, ἐδεδυστυχήκεις, ἐδεδυστυχήκει, ἐδεδυστυχήκεμεν, ἐδεδυστυχήκετε, ἐδεδυστυχήκεσαν
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου