Εξεταστεα Υλη & Τροπος αξιολογησης 2025

Γιάννης Ρίτσος «Πρωινό άστρο»

Anne Geddes 
 
Γιάννης Ρίτσος «Πρωινό άστρο»
 
Σ’ ένα μαξιλάρι – φεγγαράκι
το παιδί μου αποκοιμήθηκε.
Όλη η πλάση στις μύτες των ποδιών
κοιτάζει απ’ το παράθυρό μας
κοιτάζει το παιδί μου που κοιμήθηκε.
 
Όλα τ’ αστέρια
μια μυγδαλιά ανθισμένη αστέρια
μπρος στο παράθυρό μας
κοιτάζει το παιδί μου που κοιμήθηκε.
 
Ο θεός των σπουργιτιών και των παιδιών
πίσω από μια κουρτίνα λουλουδένια
κοιτάζει το παιδί μου που κοιμήθηκε.
 
Σιγά, μανούλα,
σιγά.
Θα το ξυπνήσεις.
 
Τι θόρυβο που κάνει
η πορτούλα της καρδιάς σου
καθώς ανοιγοκλείνει
στον κήπο της χαράς.
 
Στην ποιητική σύνθεση του Γιάννη Ρίτσου «Πρωινό άστρο» προβάλλεται η γονική αγάπη και η αίσθηση βαθιάς ευδαιμονίας που αισθάνονται οι γονείς χάρη στην παρουσία του παιδιού τους. Το ποιητικό υποκείμενο, μάλιστα, προκειμένου να αναδείξει την ευτυχία που αισθάνεται παρουσιάζει στοιχεία του φυσικού περιβάλλοντος να τη μοιράζονται μαζί του και να νιώθουν τον ίδιο θαυμασμό για το μικρό παιδί του.
 
«Σ’ ένα μαξιλάρι – φεγγαράκι
το παιδί μου αποκοιμήθηκε.»
 
Η εισαγωγική εικόνα του ποιήματος προσδιορίζει το κεντρικό πρόσωπο -το μικρό παιδί του ποιητικού υποκειμένου- και εντάσσει τη φύση ως βασικό στοιχείο αναφοράς σε σχέση τόσο με την αγνή ύπαρξη του παιδιού όσο και με την τρυφερότητα και αγάπη που αισθάνεται για αυτό ο ποιητής-γονιός. Το μαξιλάρι, στο οποίο αποκοιμήθηκε το παιδί, χαρακτηρίζεται «φεγγαράκι», με τη χρήση του υποκοριστικού να υποδηλώνει τη μικρή ηλικία του παιδιού. Το μαξιλάρι φωτίζεται από την ομορφιά και την αγνότητα του παιδιού, λειτουργώντας ως το κέντρο της ύπαρξης του ποιητικού υποκειμένου. Στον «ουρανό» του ποιητικού υποκειμένου το μικρό του παιδί κατέχει κυρίαρχη θέση, εφόσον είναι πλέον το επίκεντρο της ζωής του.
 
«Όλη η πλάση στις μύτες των ποδιών
κοιτάζει απ’ το παράθυρό μας
κοιτάζει το παιδί μου που κοιμήθηκε.»
 
Το ξεχείλισμα της χαράς από την ψυχή του ποιητικού υποκειμένου διαφαίνεται μέσα από την πεποίθησή του πως το σύνολο της «πλάσης» επιζητά να αντικρίσει το μικρό του παιδί που κοιμάται. Σύσσωμο το προσωποποιημένο φυσικό περιβάλλον ανασηκώνεται στις μύτες των ποδιών του, για να κοιτάξει από το παράθυρο της οικογένειας του ποιητικού υποκειμένου. Με την επανάληψη, μάλιστα, του ρήματος «κοιτάζει» αισθητοποιείται η λαχτάρα και η έντονη επιθυμία της φύσης να χαρεί την ομορφιά και την σχεδόν ιερή τρυφερότητα που αποπνέει η εικόνα ενός μικρού παιδιού που κοιμάται.
Το ποιητικό υποκείμενο θεωρεί πως το πλεόνασμα της χαράς που αισθάνεται διαχέεται στον χώρο γύρω του και μεταδίδεται στο σύνολο της φύσης. Πώς θα μπορούσε, άλλωστε, η φύση να μην αισθάνεται θαυμασμό, περηφάνεια και αγάπη για ένα τόσο όμορφο δημιούργημά της, όπως είναι το αποκοιμισμένο παιδί του ποιητικού υποκειμένου.
 
«Όλα τ’ αστέρια
μια μυγδαλιά ανθισμένη αστέρια
μπρος στο παράθυρό μας
κοιτάζει το παιδί μου που κοιμήθηκε.»
 
Πέρα από το άμεσο φυσικό περιβάλλον, ακόμη και το σύνολο των αστεριών του ουρανού θέλει να δει και να θαυμάσει το παιδί που κοιμάται. Προκύπτει, έτσι, μια εξαίρετη μεταφορική εικόνα με τα αστέρια που έχουν συγκεντρωθεί στον ουρανό να μοιάζουν με μια ανθισμένη αμυγδαλιά, η οποία έχει ως λευκά, φωτεινά άνθη τα αστέρια. Η προσπάθεια των αστεριών να δουν το μικρό παιδί φανερώνει με εμφατικό τρόπο την πεποίθηση του ποιητικού υποκειμένου πως η φύση απ’ άκρη σ’ άκρη μοιράζεται τη χαρά του και επιθυμεί κι εκείνη να απολαύσει, όπως κι εκείνος, τη γαλήνια εικόνα του αποκοιμισμένου παιδιού.
 
«Ο θεός των σπουργιτιών και των παιδιών
πίσω από μια κουρτίνα λουλουδένια
κοιτάζει το παιδί μου που κοιμήθηκε.»
 
Το ενδιαφέρον της φύσης να δει το παιδί που κοιμάται κορυφώνεται, καθώς από τα ουράνια σώματα ο ποιητής περνά στο ανώτατο πνευματικό ον, τον Θεό, και ειδικότερα τον Θεό των πλέον αθώων πλασμάτων, όπως είναι τα παιδιά και τα σπουργίτια. Ο Θεός αυτός εμφανίζεται να κοιτάζει το μικρό παιδί πίσω από μια λουλουδένια κουρτίνα, τονίζοντας με το ενδιαφέρον του την καθολική αξία κάθε μικρού παιδιού, καθώς και το βαθμό θελκτικότητας της παρουσίας του, αφού κάθε στοιχείο της φύσης από το μικρότερο έως το σπουδαιότερο επιδιώκουν όλα να αντικρίσουν την εικόνα του.
 
«Σιγά, μανούλα,
σιγά.
Θα το ξυπνήσεις.»
 
Πολύ περισσότερο από τη φύση, βέβαια, το πρόσωπο εκείνο που συμμερίζεται απόλυτα τα συναισθήματα του ποιητικού υποκειμένου είναι η μητέρα του παιδιού∙ η «μανούλα», όπως χαϊδευτικά την προσφωνεί ο ποιητής, καθώς της απευθύνει το λόγο, για να τονιστεί η τρυφερότητα των συναισθημάτων του προς εκείνη. Με την επανάληψη του επιρρήματος «σιγά» το ποιητικό υποκείμενο προσδίδει έμφαση στην προτροπή που απευθύνει στη σύζυγό του, να κάνει ησυχία, για να μην ξυπνήσει το παιδί.
 
«Τι θόρυβο που κάνει
η πορτούλα της καρδιάς σου
καθώς ανοιγοκλείνει
στον κήπο της χαράς.»
 
Ο «θόρυβος» που προκαλείται από τη μητέρα του παιδιού δεν έχει να κάνει με κάποια εξωτερική εργασία, αλλά με μια εσωτερική κατάσταση. Πρόκειται για τον θόρυβο της καρδιάς της∙ για το έντονο καρδιοχτύπι της μητέρας λόγω του πλήθους των συναισθημάτων της για το μικρό παιδί. Η βαθιά αγάπη της, η χαρά που αισθάνεται, η συγκίνηση που της προκαλεί η εικόνα του μικρού παιδιού, μαζί με την ανυπομονησία της να το κρατήσει πάλι στην αγκαλιά της, δημιουργούν μια σημαντική αναστάτωση στην ψυχή της, με αποτέλεσμα να είναι έκδηλη η ευδαιμονία της. Τον πλούτο αυτό των συναισθημάτων της μητέρας, ο ποιητής τον αισθητοποιεί με μια μεταφορική εικόνα. Η «πορτούλα» της καρδιάς της θορυβεί καθώς ανοιγοκλείνει μέσα στον κήπο της χαράς∙ στον μεταφορικό αυτό χώρο, όπου βρίσκεται συναισθηματικά η μητέρα χάρη στην ύπαρξη του παιδιού της.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου