Εξεταστεα Υλη & Τροπος αξιολογησης 2025

Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «σκυλεύω»

Jacques Louis David

 
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «σκυλεύω»
 
(σκυλεύω = απογυμνώνω, αφαιρώ τα όπλα ή τα ρούχα φονευθέντος εχθρού)
 
Ενεργητική Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
σκυλεύω, σκυλεύεις, σκυλεύει, σκυλεύομεν, σκυλεύετε, σκυλεύουσι(ν)
Υποτακτική
σκυλεύω, σκυλεύς, σκυλεύ, σκυλεύωμεν, σκυλεύητε, σκυλεύωσι(ν)
Ευκτική
σκυλεύοιμι, σκυλεύοις, σκυλεύοι, σκυλεύοιμεν, σκυλεύοιτε, σκυλεύοιεν
Προστακτική
---, σκύλευε, σκυλευέτω, ---, σκυλεύετε, σκυλευόντων (ή σκυλευέτωσαν)
Απαρέμφατο
σκυλεύειν
Μετοχή
σκυλεύων, σκυλεύουσα, σκυλεον
 
Παρατατικός
Οριστική
σκύλευον, σκύλευες, σκύλευε, σκυλεύομεν, σκυλεύετε, σκύλευον
 
Μέλλοντας
Οριστική
σκυλεύσω, σκυλεύσεις, σκυλεύσει, σκυλεύσομεν, σκυλεύσετε, σκυλεύσουσι(ν)
Ευκτική
σκυλεύσοιμι, σκυλεύσοις, σκυλεύσοι, σκυλεύσοιμεν, σκυλεύσοιτε, σκυλεύσοιεν
Απαρέμφατο
σκυλεύσειν
Μετοχή
σκυλεύσων, σκυλεύσουσα, σκυλεσον
 
Αόριστος
Οριστική
σκύλευσα, σκύλευσας, σκύλευσε(ν), σκυλεύσαμεν, σκυλεύσατε, σκύλευσαν
Υποτακτική
σκυλεύσω, σκυλεύσς, σκυλεύσ, σκυλεύσωμεν, σκυλεύσητε, σκυλεύσωσι(ν)
Ευκτική
σκυλεύσαιμι, σκυλεύσαις ή σκυλεύσειας, σκυλεύσαι ή σκυλεύσειε(ν), σκυλεύσαιμεν, σκυλεύσαιτε, σκυλεύσαιεν ή σκυλεύσειαν
Προστακτική
---, σκύλευσον, σκυλευσάτω, ---, σκυλεύσατε, σκυλευσάντων (ή σκυλευσάτωσαν)
Απαρέμφατο
σκυλεσαι
Μετοχή
σκυλεύσας, σκυλεύσασα, σκυλεσαν
 
Μέση Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
σκυλεύομαι, σκυλεύ ή σκυλεύει, σκυλεύεται, σκυλευόμεθα, σκυλεύεσθε, σκυλεύονται
Υποτακτική
σκυλεύωμαι, σκυλεύ, σκυλεύηται, σκυλευώμεθα, σκυλεύησθε, σκυλεύωνται
Ευκτική
σκυλευοίμην, σκυλεύοιο, σκυλεύοιτο, σκυλευοίμεθα, σκυλεύοισθε, σκυλεύοιντο
Προστακτική
---, σκυλεύου, σκυλευέσθω, ---, σκυλεύεσθε, σκυλευέσθων ή σκυλευέσθωσαν
Απαρέμφατο
σκυλεύεσθαι
Μετοχή
σκυλευόμενος
σκυλευομένη
σκυλευόμενον
 
Παρατατικός
Οριστική
σκυλευόμην, σκυλεύου, σκυλεύετο, σκυλευόμεθα, σκυλεύεσθε, σκυλεύοντο
 
Παθητικός Μέλλοντας
Οριστική
σκυλευθήσομαι, σκυλευθήσ ή σκυλευθήσει, σκυλευθήσεται, σκυλευθησόμεθα, σκυλευθήσεσθε, σκυλευθήσονται
Ευκτική
σκυλευθησοίμην, σκυλευθήσοιο, σκυλευθήσοιτο, σκυλευθησοίμεθα, σκυλευθήσοισθε, σκυλευθήσοιντο
Απαρέμφατο
σκυλευθήσεσθαι
Μετοχή
σκυλευθησόμενος
σκυλευθησομένη
σκυλευθησόμενον
 
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
σκυλεύθην, σκυλεύθης, σκυλεύθη, σκυλεύθημεν, σκυλεύθητε, σκυλεύθησαν
Υποτακτική
σκυλευθ, σκυλευθς, σκυλευθ, σκυλευθμεν, σκυλευθτε, σκυλευθσι(ν)
Ευκτική
σκυλευθείην, σκυλευθείης, σκυλευθείη, σκυλευθείημεν ή σκυλευθεμεν, σκυλευθείητε ή σκυλευθετε, σκυλευθείησαν ή σκυλευθεεν
Προστακτική
---, σκυλεύθητι, σκυλευθήτω, ---, σκυλεύθητε, σκυλευθέντων ή σκυλευθήτωσαν
Απαρέμφατο
σκυλευθναι
Μετοχή
σκυλευθείς
σκυλευθεσα
σκυλευθέν
 
Παρακείμενος
Οριστική
σκύλευμαι, σκύλευσαι, σκύλευται, σκυλεύμεθα, σκύλευσθε, σκύλευνται
 
Υποτακτική
σκυλευμένος- σκυλευμένη- σκυλευμένον
σκυλευμένος- σκυλευμένη- σκυλευμένον ς
σκυλευμένος- σκυλευμένη- σκυλευμένον
σκυλευμένοι- σκυλευμέναι- σκυλευμένα μεν
σκυλευμένοι- σκυλευμέναι- σκυλευμένα τε
σκυλευμένοι- σκυλευμέναι- σκυλευμένα σι
 
Ευκτική
σκυλευμένος- σκυλευμένη- σκυλευμένον εην
σκυλευμένος- σκυλευμένη- σκυλευμένον εης
σκυλευμένος- σκυλευμένη- σκυλευμένον εη
σκυλευμένοι- σκυλευμέναι- σκυλευμένα εημεν (εμεν)
σκυλευμένοι- σκυλευμέναι- σκυλευμένα εητε (ετε)
σκυλευμένοι- σκυλευμέναι- σκυλευμένα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---, σκύλευσο, σκυλεύσθω, --- σκύλευσθε, σκυλεύσθων ή σκυλεύσθωσαν
 
Απαρέμφατο
σκυλεσθαι
Μετοχή
σκυλευμένος,
σκυλευμένη,
σκυλευμένον
 
Υπερσυντέλικος
σκυλεύμην, σκύλευσο, σκύλευτο, σκυλεύμεθα, σκύλευσθε, σκύλευντο

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου