Jacques
Louis David
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «σκυλεύω»
(σκυλεύω = απογυμνώνω, αφαιρώ τα όπλα ή τα ρούχα φονευθέντος εχθρού)
Ενεργητική Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
σκυλεύω, σκυλεύεις, σκυλεύει, σκυλεύομεν, σκυλεύετε, σκυλεύουσι(ν)
σκυλεύω, σκυλεύῃς, σκυλεύῃ, σκυλεύωμεν, σκυλεύητε, σκυλεύωσι(ν)
σκυλεύοιμι, σκυλεύοις, σκυλεύοι, σκυλεύοιμεν, σκυλεύοιτε, σκυλεύοιεν
Προστακτική
---, σκύλευε, σκυλευέτω, ---, σκυλεύετε, σκυλευόντων (ή σκυλευέτωσαν)
Απαρέμφατο
σκυλεύειν
Μετοχή
σκυλεύων, σκυλεύουσα, σκυλεῦον
Παρατατικός
Οριστική
ἐσκύλευον, ἐσκύλευες, ἐσκύλευε, ἐσκυλεύομεν, ἐσκυλεύετε, ἐσκύλευον
Μέλλοντας
Οριστική
σκυλεύσω, σκυλεύσεις, σκυλεύσει, σκυλεύσομεν, σκυλεύσετε, σκυλεύσουσι(ν)
σκυλεύσοιμι, σκυλεύσοις, σκυλεύσοι, σκυλεύσοιμεν, σκυλεύσοιτε, σκυλεύσοιεν
Απαρέμφατο
σκυλεύσειν
Μετοχή
σκυλεύσων, σκυλεύσουσα, σκυλεῦσον
Αόριστος
Οριστική
ἐσκύλευσα, ἐσκύλευσας, ἐσκύλευσε(ν), ἐσκυλεύσαμεν, ἐσκυλεύσατε, ἐσκύλευσαν
σκυλεύσω, σκυλεύσῃς, σκυλεύσῃ, σκυλεύσωμεν, σκυλεύσητε, σκυλεύσωσι(ν)
σκυλεύσαιμι, σκυλεύσαις ή σκυλεύσειας, σκυλεύσαι ή σκυλεύσειε(ν), σκυλεύσαιμεν, σκυλεύσαιτε, σκυλεύσαιεν ή σκυλεύσειαν
Προστακτική
---, σκύλευσον, σκυλευσάτω, ---, σκυλεύσατε, σκυλευσάντων (ή σκυλευσάτωσαν)
Απαρέμφατο
σκυλεῦσαι
σκυλεύσας, σκυλεύσασα, σκυλεῦσαν
Μέση Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
σκυλεύομαι, σκυλεύῃ ή σκυλεύει, σκυλεύεται, σκυλευόμεθα, σκυλεύεσθε, σκυλεύονται
σκυλεύωμαι, σκυλεύῃ, σκυλεύηται, σκυλευώμεθα, σκυλεύησθε, σκυλεύωνται
σκυλευοίμην, σκυλεύοιο, σκυλεύοιτο, σκυλευοίμεθα, σκυλεύοισθε, σκυλεύοιντο
Προστακτική
---, σκυλεύου, σκυλευέσθω, ---, σκυλεύεσθε, σκυλευέσθων ή σκυλευέσθωσαν
Απαρέμφατο
σκυλεύεσθαι
Μετοχή
σκυλευόμενος
σκυλευομένη
σκυλευόμενον
Παρατατικός
Οριστική
ἐσκυλευόμην, ἐσκυλεύου, ἐσκυλεύετο, ἐσκυλευόμεθα, ἐσκυλεύεσθε, ἐσκυλεύοντο
Παθητικός Μέλλοντας
Οριστική
σκυλευθήσομαι, σκυλευθήσῃ ή σκυλευθήσει, σκυλευθήσεται, σκυλευθησόμεθα, σκυλευθήσεσθε, σκυλευθήσονται
σκυλευθησοίμην, σκυλευθήσοιο, σκυλευθήσοιτο, σκυλευθησοίμεθα, σκυλευθήσοισθε, σκυλευθήσοιντο
Απαρέμφατο
σκυλευθήσεσθαι
Μετοχή
σκυλευθησόμενος
σκυλευθησομένη
σκυλευθησόμενον
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
ἐσκυλεύθην, ἐσκυλεύθης, ἐσκυλεύθη, ἐσκυλεύθημεν, ἐσκυλεύθητε, ἐσκυλεύθησαν
σκυλευθῶ, σκυλευθῇς, σκυλευθῇ, σκυλευθῶμεν, σκυλευθῆτε, σκυλευθῶσι(ν)
σκυλευθείην, σκυλευθείης, σκυλευθείη, σκυλευθείημεν ή σκυλευθεῖμεν, σκυλευθείητε ή σκυλευθεῖτε, σκυλευθείησαν ή σκυλευθεῖεν
---, σκυλεύθητι, σκυλευθήτω, ---, σκυλεύθητε, σκυλευθέντων ή σκυλευθήτωσαν
Απαρέμφατο
σκυλευθῆναι
σκυλευθείς
σκυλευθεῖσα
Παρακείμενος
Οριστική
ἐσκύλευμαι, ἐσκύλευσαι, ἐσκύλευται, ἐσκυλεύμεθα, ἐσκύλευσθε, ἐσκύλευνται
Υποτακτική
ἐσκυλευμένος- ἐσκυλευμένη- ἐσκυλευμένον ὦ
ἐσκυλευμένος- ἐσκυλευμένη- ἐσκυλευμένον ᾖς
ἐσκυλευμένοι- ἐσκυλευμέναι- ἐσκυλευμένα ὦμεν
Ευκτική
ἐσκυλευμένος- ἐσκυλευμένη- ἐσκυλευμένον εἴην
Προστακτική
---, ἐσκύλευσο, ἐσκυλεύσθω, --- ἐσκύλευσθε, ἐσκυλεύσθων ή ἐσκυλεύσθωσαν
Απαρέμφατο
ἐσκυλεῦσθαι
ἐσκυλευμένος,
Υπερσυντέλικος
ἐσκυλεύμην, ἐσκύλευσο, ἐσκύλευτο, ἐσκυλεύμεθα, ἐσκύλευσθε, ἐσκύλευντο
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου