Ο θάνατος στα πεζογραφήματα του Ιωάννου
Ψηλά στο Εσκί Ντελίκ
Στο διήγημα αυτό ο Ιωάννου μας παρουσιάζει με συνοπτικό τρόπο τη ζωή των ηρώων και με τον ίδιο τρόπο αναφέρεται και στο θάνατό τους. «Πρώτη και πολύ γρήγορα πέθανε η αλαφροΐσκιωτη.» Όπως δεν μπαίνει στη διαδικασία να μας δώσει τα ονόματά τους και να μας τους παρουσιάσει με μεγαλύτερη πληρότητα, έτσι και όταν φτάνει η στιγμή να μιλήσει για το τέλος τους, το κάνει με σύντομο τρόπο, χωρίς να καταφεύγει σε μελοδραματισμούς και εκτενείς περιγραφές. Ο θάνατος είναι αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής και για το λόγο αυτό δεν υπάρχει για το συγγραφέα ιδιαίτερος λόγος να αφιερώσει μεγάλο τμήμα της αφήγησής του σε αυτόν. Μας επιτρέπει παρ’ όλα αυτά να αντιληφθούμε τον καημό που επιφέρει ο χαμός της «αλαφροΐσκιωτης» αλλά και του «χτίστη», όταν μας μιλά για τη στενοχώρια που έχει ο μαραγκός και για το γεγονός ότι συνήθιζε μετά το θάνατό τους να πίνει και να τους θυμάται με μεγάλη συγκίνηση.
Ο θείος Βαγγέλης
Στο πεζογράφημα αυτό ο Ιωάννου μας δίνει μια διαφορετική εικόνα για το θάνατο. Αντί να βλέπουμε τη θλίψη και το θρήνο των γονιών για τον άδικο χαμό των παιδιών τους σ’ έναν μάταιο εμφύλιο πόλεμο, ερχόμαστε αντιμέτωποι με την τυποποιημένη διαδικασία του ενταφιασμού που επιφύλασσε ο ελληνικός στρατός για τους νέους που πέθαιναν μακριά από την ιδιαίτερη πατρίδα τους. Ο ήρωας του διηγήματος που έχει αναλάβει να διαβάζει τον επικήδειο λόγο κατά τη διάρκεια της κηδείας των στρατιωτών έχει τόσο πολύ συνηθίσει να παρευρίσκεται στις κηδείες αυτές που έχει πάψει πια να αισθάνεται συγκίνηση για τα παιδιά αυτά. Φτάνει, μάλιστα, στο σημείο να διαβάζει τους επικήδειους λόγους για να διασκεδάσει τους συγγενείς του, την ώρα που όλοι μαζί περιμένουν την αλλαγή του χρόνου.
Μας δίνεται για μια στιγμή η εντύπωση ότι ο θάνατος τόσων ανθρώπων δε σημαίνει τίποτα για το θείο Βαγγέλη. Εντύπωση που, όμως, ανατρέπεται όταν πεθαίνει η γυναίκα του και τον βλέπουμε ξαφνικά να καταρρέει από τον πόνο. «Αυτός που είχε θάψει και θάψει ξένους, ένιωθε τώρα στο πετσί του το θάνατο. Λέξη δεν ήταν σε θέση να προφέρει.»
Η μόνη κληρονομιά
Ο Ιωάννου στο κείμενο αυτό που είναι από τα πιο προσωπικά της συλλογής αναφέρεται στο θάνατο των μελών της οικογένειάς του, ελέγχοντας τους θανάτους αυτούς με ιδιαίτερο ενδιαφέρον καθώς αισθάνεται ότι ο πρόωρος θάνατος των παππούδων, των θείων αλλά και του πατέρα του, προδιαγράφουν έναν πρόωρο θάνατο και για τον ίδιο. Όπως μας λέει ο Ιωάννου «Παλιότερα, οι πρόωροι αυτοί θάνατοι είχαν συναισθηματική μόνο σημασία για μένα.» Τώρα, όμως, που ο συγγραφέας έχει μεγαλώσει, αντικρίζει για πρώτη φορά όλους αυτούς τους θανάτους ως γεγονότα που τον αφορούν πολύ πιο άμεσα, μιας και αποτελούν μια σημαντική ένδειξη ότι κι ο ίδιος ενδέχεται να έχει μια παρόμοια πρόωρη κατάληξη.
Στο ίδιο πάντως, διήγημα, έχει ξεχωριστή σημασία η αναφορά στο θάνατο του πατέρα του. Τη στιγμή που ο Ιωάννου μιλά για το θάνατο ενός από τα πιο αγαπημένα του πρόσωπα και θα μπορούσε να επιτρέψει στον εαυτό του να γίνει περισσότερο συναισθηματικός και να εκφράσει τον πόνο που αισθάνεται, προτιμά να προσπεράσει με συντομία το γεγονός αυτό. «Δεν πρόκειται να εξιστορήσω πώς πέθανε ο πατέρας μου.» Ο συγγραφέας αρνείται να μας μιλήσει για το θάνατο του πατέρα του και μας λέει μόνο «Πέθανε, βέβαια, νέος κι αυτός, αλλά στα ξαφνικά, πράγμα που είναι κάτι για μένα.»
Ομίχλη
Στο κείμενο αυτό που η αφήγηση σε ορισμένα σημεία κινείται ανάμεσα στην πραγματικότητα και τη φαντασία ο συγγραφέας βλέπει και ακολουθεί πρόσωπα της ζωής του που έχουν πια πεθάνει. Τα ακολουθεί κι εύχεται να ήταν αλήθεια η παλιά δοξασία ότι κάποτε θα τους ξαναβρούμε όλους, αλλά δεν θέλει να περάσει μαζί τους την Πορτάρα. Ο συγγραφέας δεν είναι έτοιμος να ακολουθήσει τους νεκρούς της ζωής του στην άλλη πλευρά. Φυλάει αυτή τη σκέψη για την εποχή που θα βρεθεί κάποιο αγαπημένο πρόσωπο να του ζητήσει να περάσει στην πλευρά των πεθαμένων.
Ευτυχούλα
Ο θάνατος αγαπημένων προσώπων, παρά το γεγονός ότι αποτελεί μια τραυματική εμπειρία που μας γεμίζει με πόνο και θλίψη, αντιμετωπίζεται κάποτε με συγκράτηση και αξιοπρέπεια. «Κάποτε έσβησε μαλακά και την κήδεψαν μέσα σε ακριβό και σοβαρό φέρετρο, μα χωρίς πολλά κλάματα και στεφάνια.» Η Ευτυχούλα που έχει μάθει να ζει αξιοπρεπώς, χωρίς πολλές εντάσεις και συγκινήσεις, αντιμετωπίζει το θάνατο της μητέρας της με τρόπο μετρημένο και ήπιο. Όπως ακριβώς έχει μάθει να μετριάζει τον ενθουσιασμό της και να περιορίζει τη ζωή της, έτσι περιορίζει και τη θλίψη της.
Ψηλά στο Εσκί Ντελίκ
Στο διήγημα αυτό ο Ιωάννου μας παρουσιάζει με συνοπτικό τρόπο τη ζωή των ηρώων και με τον ίδιο τρόπο αναφέρεται και στο θάνατό τους. «Πρώτη και πολύ γρήγορα πέθανε η αλαφροΐσκιωτη.» Όπως δεν μπαίνει στη διαδικασία να μας δώσει τα ονόματά τους και να μας τους παρουσιάσει με μεγαλύτερη πληρότητα, έτσι και όταν φτάνει η στιγμή να μιλήσει για το τέλος τους, το κάνει με σύντομο τρόπο, χωρίς να καταφεύγει σε μελοδραματισμούς και εκτενείς περιγραφές. Ο θάνατος είναι αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής και για το λόγο αυτό δεν υπάρχει για το συγγραφέα ιδιαίτερος λόγος να αφιερώσει μεγάλο τμήμα της αφήγησής του σε αυτόν. Μας επιτρέπει παρ’ όλα αυτά να αντιληφθούμε τον καημό που επιφέρει ο χαμός της «αλαφροΐσκιωτης» αλλά και του «χτίστη», όταν μας μιλά για τη στενοχώρια που έχει ο μαραγκός και για το γεγονός ότι συνήθιζε μετά το θάνατό τους να πίνει και να τους θυμάται με μεγάλη συγκίνηση.
Ο θείος Βαγγέλης
Στο πεζογράφημα αυτό ο Ιωάννου μας δίνει μια διαφορετική εικόνα για το θάνατο. Αντί να βλέπουμε τη θλίψη και το θρήνο των γονιών για τον άδικο χαμό των παιδιών τους σ’ έναν μάταιο εμφύλιο πόλεμο, ερχόμαστε αντιμέτωποι με την τυποποιημένη διαδικασία του ενταφιασμού που επιφύλασσε ο ελληνικός στρατός για τους νέους που πέθαιναν μακριά από την ιδιαίτερη πατρίδα τους. Ο ήρωας του διηγήματος που έχει αναλάβει να διαβάζει τον επικήδειο λόγο κατά τη διάρκεια της κηδείας των στρατιωτών έχει τόσο πολύ συνηθίσει να παρευρίσκεται στις κηδείες αυτές που έχει πάψει πια να αισθάνεται συγκίνηση για τα παιδιά αυτά. Φτάνει, μάλιστα, στο σημείο να διαβάζει τους επικήδειους λόγους για να διασκεδάσει τους συγγενείς του, την ώρα που όλοι μαζί περιμένουν την αλλαγή του χρόνου.
Μας δίνεται για μια στιγμή η εντύπωση ότι ο θάνατος τόσων ανθρώπων δε σημαίνει τίποτα για το θείο Βαγγέλη. Εντύπωση που, όμως, ανατρέπεται όταν πεθαίνει η γυναίκα του και τον βλέπουμε ξαφνικά να καταρρέει από τον πόνο. «Αυτός που είχε θάψει και θάψει ξένους, ένιωθε τώρα στο πετσί του το θάνατο. Λέξη δεν ήταν σε θέση να προφέρει.»
Η μόνη κληρονομιά
Ο Ιωάννου στο κείμενο αυτό που είναι από τα πιο προσωπικά της συλλογής αναφέρεται στο θάνατο των μελών της οικογένειάς του, ελέγχοντας τους θανάτους αυτούς με ιδιαίτερο ενδιαφέρον καθώς αισθάνεται ότι ο πρόωρος θάνατος των παππούδων, των θείων αλλά και του πατέρα του, προδιαγράφουν έναν πρόωρο θάνατο και για τον ίδιο. Όπως μας λέει ο Ιωάννου «Παλιότερα, οι πρόωροι αυτοί θάνατοι είχαν συναισθηματική μόνο σημασία για μένα.» Τώρα, όμως, που ο συγγραφέας έχει μεγαλώσει, αντικρίζει για πρώτη φορά όλους αυτούς τους θανάτους ως γεγονότα που τον αφορούν πολύ πιο άμεσα, μιας και αποτελούν μια σημαντική ένδειξη ότι κι ο ίδιος ενδέχεται να έχει μια παρόμοια πρόωρη κατάληξη.
Στο ίδιο πάντως, διήγημα, έχει ξεχωριστή σημασία η αναφορά στο θάνατο του πατέρα του. Τη στιγμή που ο Ιωάννου μιλά για το θάνατο ενός από τα πιο αγαπημένα του πρόσωπα και θα μπορούσε να επιτρέψει στον εαυτό του να γίνει περισσότερο συναισθηματικός και να εκφράσει τον πόνο που αισθάνεται, προτιμά να προσπεράσει με συντομία το γεγονός αυτό. «Δεν πρόκειται να εξιστορήσω πώς πέθανε ο πατέρας μου.» Ο συγγραφέας αρνείται να μας μιλήσει για το θάνατο του πατέρα του και μας λέει μόνο «Πέθανε, βέβαια, νέος κι αυτός, αλλά στα ξαφνικά, πράγμα που είναι κάτι για μένα.»
Ομίχλη
Στο κείμενο αυτό που η αφήγηση σε ορισμένα σημεία κινείται ανάμεσα στην πραγματικότητα και τη φαντασία ο συγγραφέας βλέπει και ακολουθεί πρόσωπα της ζωής του που έχουν πια πεθάνει. Τα ακολουθεί κι εύχεται να ήταν αλήθεια η παλιά δοξασία ότι κάποτε θα τους ξαναβρούμε όλους, αλλά δεν θέλει να περάσει μαζί τους την Πορτάρα. Ο συγγραφέας δεν είναι έτοιμος να ακολουθήσει τους νεκρούς της ζωής του στην άλλη πλευρά. Φυλάει αυτή τη σκέψη για την εποχή που θα βρεθεί κάποιο αγαπημένο πρόσωπο να του ζητήσει να περάσει στην πλευρά των πεθαμένων.
Ευτυχούλα
Ο θάνατος αγαπημένων προσώπων, παρά το γεγονός ότι αποτελεί μια τραυματική εμπειρία που μας γεμίζει με πόνο και θλίψη, αντιμετωπίζεται κάποτε με συγκράτηση και αξιοπρέπεια. «Κάποτε έσβησε μαλακά και την κήδεψαν μέσα σε ακριβό και σοβαρό φέρετρο, μα χωρίς πολλά κλάματα και στεφάνια.» Η Ευτυχούλα που έχει μάθει να ζει αξιοπρεπώς, χωρίς πολλές εντάσεις και συγκινήσεις, αντιμετωπίζει το θάνατο της μητέρας της με τρόπο μετρημένο και ήπιο. Όπως ακριβώς έχει μάθει να μετριάζει τον ενθουσιασμό της και να περιορίζει τη ζωή της, έτσι περιορίζει και τη θλίψη της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου