Κοινωνική καταπίεση της γυναίκας στο Αμάρτημα της Μητρός μου
Σε ποια σημεία του διηγήματος διακρίνετε την κοινωνική καταπίεση και τον κοινωνικό έλεγχο που υφίσταται η γυναίκα του περασμένου αιώνα και πώς αντιμετωπίζει η Δεσποινιώ η Μιχαλιέσσα αυτή την πραγματικότητα;
Οι γυναίκες εκείνη την εποχή όφειλαν να φροντίζουν την οικογένειά τους, απασχολούμενες με μια σειρά οικιακών εργασιών και παράλληλα όφειλαν να προστατεύουν την τιμή και το όνομά τους. Μια γυναίκα δεν μπορούσε να βγαίνει από το σπίτι χωρίς να συνοδεύεται από τον άντρα της, καθώς υπήρχε πάντοτε κίνδυνος να θεωρηθεί από την τοπική κοινωνία ότι δε σέβεται το σύζυγό της. Στις κλειστές κοινωνίες ήταν πολύ εύκολο να κατηγορηθεί μια γυναίκα για ανηθικότητα, έστω κι αν την έβλεπαν απλώς να μιλάει με κάποιον άντρα, ή να θεωρηθεί ασυνεπής απέναντι στις υποχρεώσεις της, αν δε βρισκόταν διαρκώς στο σπίτι της ασχολούμενη με τα οικιακά της καθήκοντα.
«Ἀφ' ὅτου ἀπέθανεν ὁ πατὴρ μας, δὲν εἶχεν ἐξέλθει τῆς οἰκίας. Διότι ἐχήρευσε πολὺ νέα καὶ ἐντρέπετο νὰ κάμῃ χρῆσιν τῆς ἐλευθερίας, ἥτις, καὶ ἐν αὐτῇ τῃ Τουρκίᾳ, ἰδιάζει εἰς πᾶσαν πολύτεκνον μητέρα. Ἀλλ' ἀφ' ἧς ἡμέρας ἔπεσεν ἡ Ἀννιὼ σπουδαίως εἰς τὸ στρῶμα, ἔβαλε τὴν ἐντροπὴν κατὰ μέρος.»
Όπως μας αναφέρει ο Βιζυηνός, οι γυναίκες που ήταν πολύτεκνες, αν έχαναν το σύζυγό τους, μπορούσαν να βγαίνουν από το σπίτι χωρίς να φοβούνται μήπως τις κατακρίνουν. Η κοινωνία δεν μπορούσε παρά να αναγνωρίσει σε μια μητέρα το δικαίωμα να εργαστεί, εφόσον δεν υπήρχαν άλλοι οικονομικοί πόροι για την επιβίωση της οικογένειάς της. Εντούτοις, η Δεσποινιώ παρά την απώλεια του συζύγου της και παρά το γεγονός ότι είχε τέσσερα παιδιά να μεγαλώσει ντρεπόταν να αξιοποιήσει την ελευθερία που της προσέφερε η χηρεία της. Η Δεσποινιώ έχοντας μεγαλώσει στα κοινωνικά αυτά πλαίσια γνωρίζει καλά ποιες είναι οι υποχρεώσεις της και γνωρίζει πόσο εύκολο είναι να σχηματιστεί αρνητική εντύπωση για μια γυναίκα, γι’ αυτό και διστάζει να βγει από το σπίτι. Όταν, βέβαια, η ασθένεια της Αννιώς επιδεινώθηκε, η μητέρα δεν έμεινε άλλο άπραγη μέσα στο σπίτι, έβαλε κατά μέρος τη ντροπή και τους ενδοιασμούς και ξεκίνησε την εναγώνια αναζήτηση μιας θεραπείας για το παιδί της.
Η αναφορά του αφηγητή πως ακόμη και στην ίδια την Τουρκία παραχωρούσαν περισσότερες ελευθερίες στις πολύτεκνες χήρες, γίνεται για να τονίσει το γεγονός ότι η μητέρα του είχε πλέον την ελευθερία να βγαίνει από το σπίτι, εφόσον ακόμη και οι Τούρκοι που ήταν πολύ πιο αυστηροί απέναντι στις γυναίκες, τους παραχωρούσαν αυτό το δικαίωμα.
Η διευκρίνιση ότι αυτή η συνήθεια επικρατούσε και στην ίδια την Τουρκία, γίνεται καθώς η Βιζύη βρισκόταν στην τουρκοκρατούμενη Ανατολική Θράκη και βρισκόταν άρα υπό την επιρροή των τουρκικών τρόπων ζωής. Στη Βιζύη, βέβαια, κατοικούσαν κυρίως Έλληνες, αλλά δεν έπαυε το χωριό αυτό να βρίσκεται επί τουρκικού εδάφους.
«Πολλοὶ εἶχον κατηγορήσει τὴν μητέρα μου, ὄτι ἐνῷ αἱ ξέναι γυναίκες ἐθρήνουν μεγαλοφώνως ἐπὶ τοῦ νεκροὺ τοῦ πατρός μου, ἐκείνη μόνη ἔχυνεν ἄφθονα, πλὴν σιγηλὰ δάκρυα. Ἡ δυστυχὴς τὸ ἔκαμνεν ἐκ φόβου μήπως παρεξηγηθῇ, μήπως παραβῇ τὰ ὅρια τῆς εἰς τὰς νέας ἀνηκούσης σεμνότητος. Διότι καθὼς εἶπον, ἡ μήτηρ μας ἐχήρευσε πολὺ νέα.»
Ο αφηγητής μας τονίζει πως η μητέρα του ακόμη και στις στιγμές του πένθους της, ανησυχούσε για το πως θα κρίνει ο κόσμος της συμπεριφοράς της, γι’ αυτό και προσπαθούσε να μην υπερβεί τα όρια και θρηνούσε όσο μπορούσε πιο σιωπηλά. Η μητέρα έχασε τον άντρα της όταν ήταν ακόμη νέα και δεν ήξερε πώς να διαχειριστεί τη νέα αυτή κατάσταση στη ζωή της, καθώς μέχρι τότε είχε ή τον πατέρα της ή τον άντρα της κοντά της. Τώρα που μένει για πρώτη φορά μόνη της, δε γνωρίζει ποια είναι η ενδεδειγμένη στάση και πώς θα έπρεπε να φέρεται μπροστά στον κόσμο. Στοιχείο που δείχνει πως η Δεσποινιώ προσπαθούσε πάντοτε να σέβεται τους κανόνες συμπεριφοράς του φύλου της και δεν ήθελε για κανένα λόγο να δώσει δικαίωμα στους συγχωριανούς της να την κρίνουν αρνητικά.
«Ο μακαρίτης ὁ πατέρας σου παράργησε τὸ γάμο τους, ὡς 'ποὺ ν' ἀποσαραντήσω ἐγὼ, γιὰ νὰ τοὺς στεφανώσουμε μαζὶ. Ἤθελε νὰ μὲ 'βγάλῃ καὶ μένα στὸν κόσμο, γιὰ νὰ χαρῶ 'σὰν 'πανδρευμένη, ἀφοῦ κορίτσι δὲν μ' ἀφῆκεν ἡ γιαγιά σου νὰ χαρῶ.»
Η ανάγκη της Δεσποινιώς να τηρεί πάντοτε τους κανόνες και να μη δίνει δικαιώματα στον κόσμο, οφειλόταν προφανώς στην αυστηρή αγωγή που της είχε δώσει η μητέρα της. Η γιαγιά του αφηγητή, όπως φαίνεται από το χωρίο αυτό, κρατούσε την κόρη της περιορισμένη και δεν της επέτρεπε να διασκεδάζει.
Η θέση που είχε η γυναίκα κατά τον περασμένο αιώνα μας παραπέμπει στις συνθήκες που επικρατούσαν για τις γυναίκες ακόμη και κατά τα χρόνια της αρχαιότητας, όπως αυτές γίνονται αντιληπτές μέσα από τον Επιτάφιο του Περικλή:
«Αν πρέπει να αναφερθώ και στη γυναικεία αρετή, για όσες τώρα θα μείνουν χήρες θα διατυπώσω μια σύντομη συμβουλή. Μεγάλη για σας θα είναι η δόξα να μη φανείτε κατώτερες από τη γυναικεία σας φύση. Και μεγάλη θα είναι η τιμή εκείνης που το όνομά της θα αναφέρεται λιγότερο μεταξύ των ανδρών, είτε πρόκειται για έπαινο είτε για συκοφαντία.»
[Μετάφραση: Φώτης Πέτρου]
Ενδιαφέρουσα είναι, επίσης, η εικόνα της ζωής των γυναικών όπως αυτή αποτυπώνεται από τη Διδώ Σωτηρίου στο βιβλίο της «Ματωμένα χώματα»:
«Στο σπίτι δυο εξουσίες υπολογίζαμε όλοι: του Θεού και του πατέρα, γιατί μ' αυτές είχαμε δέσει την ύπαρξή μας. Τη μάνα μας τήνε βλέπαμε σαν το σκεπασμένον ήλιο, που τόνε μαντεύεις, μα οι αχτίδες του δε φτάνουνε ίσαμε σένα να σε ζεστάνουνε. Ποτέ της δεν έβρισκε καιρό να μας χαϊδέψει, να μας πάρει στα γόνατά της και να μας πει ένα παραμύθι. Ξύπναγε ολοχρονίς χαράματα, άναβε φωτιά, έστηνε τσουκάλι, να προκάνει τόσα στόματα. Ύστερα είχε πάντα στην κούνια κ' ένα μυξάρικο να τσιρίζει. Είχε να φροντίσει τα ζωντανά, να βάλει σκάφη, να ζυμώσει, να πλύνει, να γυροφέρει το νοικοκυριό, να πιάσει βελόνι• όλο το χωριό μιλούσε για την πάστρα και τη νοικοκυροσύνη της.»
Σε ποια σημεία του διηγήματος διακρίνετε την κοινωνική καταπίεση και τον κοινωνικό έλεγχο που υφίσταται η γυναίκα του περασμένου αιώνα και πώς αντιμετωπίζει η Δεσποινιώ η Μιχαλιέσσα αυτή την πραγματικότητα;
Οι γυναίκες εκείνη την εποχή όφειλαν να φροντίζουν την οικογένειά τους, απασχολούμενες με μια σειρά οικιακών εργασιών και παράλληλα όφειλαν να προστατεύουν την τιμή και το όνομά τους. Μια γυναίκα δεν μπορούσε να βγαίνει από το σπίτι χωρίς να συνοδεύεται από τον άντρα της, καθώς υπήρχε πάντοτε κίνδυνος να θεωρηθεί από την τοπική κοινωνία ότι δε σέβεται το σύζυγό της. Στις κλειστές κοινωνίες ήταν πολύ εύκολο να κατηγορηθεί μια γυναίκα για ανηθικότητα, έστω κι αν την έβλεπαν απλώς να μιλάει με κάποιον άντρα, ή να θεωρηθεί ασυνεπής απέναντι στις υποχρεώσεις της, αν δε βρισκόταν διαρκώς στο σπίτι της ασχολούμενη με τα οικιακά της καθήκοντα.
«Ἀφ' ὅτου ἀπέθανεν ὁ πατὴρ μας, δὲν εἶχεν ἐξέλθει τῆς οἰκίας. Διότι ἐχήρευσε πολὺ νέα καὶ ἐντρέπετο νὰ κάμῃ χρῆσιν τῆς ἐλευθερίας, ἥτις, καὶ ἐν αὐτῇ τῃ Τουρκίᾳ, ἰδιάζει εἰς πᾶσαν πολύτεκνον μητέρα. Ἀλλ' ἀφ' ἧς ἡμέρας ἔπεσεν ἡ Ἀννιὼ σπουδαίως εἰς τὸ στρῶμα, ἔβαλε τὴν ἐντροπὴν κατὰ μέρος.»
Όπως μας αναφέρει ο Βιζυηνός, οι γυναίκες που ήταν πολύτεκνες, αν έχαναν το σύζυγό τους, μπορούσαν να βγαίνουν από το σπίτι χωρίς να φοβούνται μήπως τις κατακρίνουν. Η κοινωνία δεν μπορούσε παρά να αναγνωρίσει σε μια μητέρα το δικαίωμα να εργαστεί, εφόσον δεν υπήρχαν άλλοι οικονομικοί πόροι για την επιβίωση της οικογένειάς της. Εντούτοις, η Δεσποινιώ παρά την απώλεια του συζύγου της και παρά το γεγονός ότι είχε τέσσερα παιδιά να μεγαλώσει ντρεπόταν να αξιοποιήσει την ελευθερία που της προσέφερε η χηρεία της. Η Δεσποινιώ έχοντας μεγαλώσει στα κοινωνικά αυτά πλαίσια γνωρίζει καλά ποιες είναι οι υποχρεώσεις της και γνωρίζει πόσο εύκολο είναι να σχηματιστεί αρνητική εντύπωση για μια γυναίκα, γι’ αυτό και διστάζει να βγει από το σπίτι. Όταν, βέβαια, η ασθένεια της Αννιώς επιδεινώθηκε, η μητέρα δεν έμεινε άλλο άπραγη μέσα στο σπίτι, έβαλε κατά μέρος τη ντροπή και τους ενδοιασμούς και ξεκίνησε την εναγώνια αναζήτηση μιας θεραπείας για το παιδί της.
Η αναφορά του αφηγητή πως ακόμη και στην ίδια την Τουρκία παραχωρούσαν περισσότερες ελευθερίες στις πολύτεκνες χήρες, γίνεται για να τονίσει το γεγονός ότι η μητέρα του είχε πλέον την ελευθερία να βγαίνει από το σπίτι, εφόσον ακόμη και οι Τούρκοι που ήταν πολύ πιο αυστηροί απέναντι στις γυναίκες, τους παραχωρούσαν αυτό το δικαίωμα.
Η διευκρίνιση ότι αυτή η συνήθεια επικρατούσε και στην ίδια την Τουρκία, γίνεται καθώς η Βιζύη βρισκόταν στην τουρκοκρατούμενη Ανατολική Θράκη και βρισκόταν άρα υπό την επιρροή των τουρκικών τρόπων ζωής. Στη Βιζύη, βέβαια, κατοικούσαν κυρίως Έλληνες, αλλά δεν έπαυε το χωριό αυτό να βρίσκεται επί τουρκικού εδάφους.
«Πολλοὶ εἶχον κατηγορήσει τὴν μητέρα μου, ὄτι ἐνῷ αἱ ξέναι γυναίκες ἐθρήνουν μεγαλοφώνως ἐπὶ τοῦ νεκροὺ τοῦ πατρός μου, ἐκείνη μόνη ἔχυνεν ἄφθονα, πλὴν σιγηλὰ δάκρυα. Ἡ δυστυχὴς τὸ ἔκαμνεν ἐκ φόβου μήπως παρεξηγηθῇ, μήπως παραβῇ τὰ ὅρια τῆς εἰς τὰς νέας ἀνηκούσης σεμνότητος. Διότι καθὼς εἶπον, ἡ μήτηρ μας ἐχήρευσε πολὺ νέα.»
Ο αφηγητής μας τονίζει πως η μητέρα του ακόμη και στις στιγμές του πένθους της, ανησυχούσε για το πως θα κρίνει ο κόσμος της συμπεριφοράς της, γι’ αυτό και προσπαθούσε να μην υπερβεί τα όρια και θρηνούσε όσο μπορούσε πιο σιωπηλά. Η μητέρα έχασε τον άντρα της όταν ήταν ακόμη νέα και δεν ήξερε πώς να διαχειριστεί τη νέα αυτή κατάσταση στη ζωή της, καθώς μέχρι τότε είχε ή τον πατέρα της ή τον άντρα της κοντά της. Τώρα που μένει για πρώτη φορά μόνη της, δε γνωρίζει ποια είναι η ενδεδειγμένη στάση και πώς θα έπρεπε να φέρεται μπροστά στον κόσμο. Στοιχείο που δείχνει πως η Δεσποινιώ προσπαθούσε πάντοτε να σέβεται τους κανόνες συμπεριφοράς του φύλου της και δεν ήθελε για κανένα λόγο να δώσει δικαίωμα στους συγχωριανούς της να την κρίνουν αρνητικά.
«Ο μακαρίτης ὁ πατέρας σου παράργησε τὸ γάμο τους, ὡς 'ποὺ ν' ἀποσαραντήσω ἐγὼ, γιὰ νὰ τοὺς στεφανώσουμε μαζὶ. Ἤθελε νὰ μὲ 'βγάλῃ καὶ μένα στὸν κόσμο, γιὰ νὰ χαρῶ 'σὰν 'πανδρευμένη, ἀφοῦ κορίτσι δὲν μ' ἀφῆκεν ἡ γιαγιά σου νὰ χαρῶ.»
Η ανάγκη της Δεσποινιώς να τηρεί πάντοτε τους κανόνες και να μη δίνει δικαιώματα στον κόσμο, οφειλόταν προφανώς στην αυστηρή αγωγή που της είχε δώσει η μητέρα της. Η γιαγιά του αφηγητή, όπως φαίνεται από το χωρίο αυτό, κρατούσε την κόρη της περιορισμένη και δεν της επέτρεπε να διασκεδάζει.
Η θέση που είχε η γυναίκα κατά τον περασμένο αιώνα μας παραπέμπει στις συνθήκες που επικρατούσαν για τις γυναίκες ακόμη και κατά τα χρόνια της αρχαιότητας, όπως αυτές γίνονται αντιληπτές μέσα από τον Επιτάφιο του Περικλή:
«Αν πρέπει να αναφερθώ και στη γυναικεία αρετή, για όσες τώρα θα μείνουν χήρες θα διατυπώσω μια σύντομη συμβουλή. Μεγάλη για σας θα είναι η δόξα να μη φανείτε κατώτερες από τη γυναικεία σας φύση. Και μεγάλη θα είναι η τιμή εκείνης που το όνομά της θα αναφέρεται λιγότερο μεταξύ των ανδρών, είτε πρόκειται για έπαινο είτε για συκοφαντία.»
[Μετάφραση: Φώτης Πέτρου]
Ενδιαφέρουσα είναι, επίσης, η εικόνα της ζωής των γυναικών όπως αυτή αποτυπώνεται από τη Διδώ Σωτηρίου στο βιβλίο της «Ματωμένα χώματα»:
«Στο σπίτι δυο εξουσίες υπολογίζαμε όλοι: του Θεού και του πατέρα, γιατί μ' αυτές είχαμε δέσει την ύπαρξή μας. Τη μάνα μας τήνε βλέπαμε σαν το σκεπασμένον ήλιο, που τόνε μαντεύεις, μα οι αχτίδες του δε φτάνουνε ίσαμε σένα να σε ζεστάνουνε. Ποτέ της δεν έβρισκε καιρό να μας χαϊδέψει, να μας πάρει στα γόνατά της και να μας πει ένα παραμύθι. Ξύπναγε ολοχρονίς χαράματα, άναβε φωτιά, έστηνε τσουκάλι, να προκάνει τόσα στόματα. Ύστερα είχε πάντα στην κούνια κ' ένα μυξάρικο να τσιρίζει. Είχε να φροντίσει τα ζωντανά, να βάλει σκάφη, να ζυμώσει, να πλύνει, να γυροφέρει το νοικοκυριό, να πιάσει βελόνι• όλο το χωριό μιλούσε για την πάστρα και τη νοικοκυροσύνη της.»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου