Angela Treat Lyon
Η αλληγορία του σπηλαίου από την Πολιτεία του Πλάτωνα, ως παράλληλο κείμενο για τα Αντικλείδια του Παυλόπουλου
«-Ύστερα από αυτά, είπα, δοκίμασε να απεικονίσεις την ανθρώπινη φύση μας ως προς την παιδεία και την απαιδευσία της πλάθοντας με το νου σου μια κατάσταση όπως η ακόλουθη. Φαντάσου δηλαδή ανθρώπους σ’ ένα οίκημα υπόγειο, κάτι σαν σπηλιά, που το άνοιγμά της, ελεύθερο στο φως σε μεγάλη απόσταση, θα απλώνεται σε όλο το πλάτος της σπηλιάς, και τους ανθρώπους αυτούς να βρίσκονται μέσα εκεί από παιδιά αλυσοδεμένοι από τα σκέλια και τον αυχένα ώστε να μένουν ακινητοποιημένοι και να κοιτάζουν μόνο προς τα εμπρός χωρίς να μπορούν, έτσι αλυσοδεμένοι καθώς θα είναι, να στρέφουν γύρω το κεφάλι τους· κι ένα φως να τους έρχεται από ψηλά κι από μακριά, από μια φωτιά που θα καίει πίσω τους, κι ανάμεσα στη φωτιά και στους δεσμώτες, στην επιφάνεια του εδάφους, να περνάει ένας δρόμος· κι εκεί δίπλα φαντάσου ένα τειχάκι χτισμένο παράλληλα στο δρόμο σαν εκείνα τα χαμηλά παραπετάσματα που στήνουν οι ταχυδακτυλουργοί μπροστά στους θεατές για να δείχνουν από εκεί τα τεχνάσματά τους.
-Το φαντάζομαι, είπε.
-Φαντάσου ακόμη ότι κατά μήκος σ’ αυτό το τειχάκι κάποιοι άνθρωποι μεταφέρουν κάθε λογής κατασκευάσματα που εξέχουν από το τειχάκι, αγάλματα και άλλα ομοιώματα ζώων, από πέτρα, από ξύλο ή από οτιδήποτε άλλο, κι ότι, όπως είναι φυσικό, άλλοι από τους ανθρώπους που κουβαλάνε αυτά τα πράγματα μιλούν ενώ άλλοι είναι σιωπηλοί.
-Αλλόκοτη, είπε, η εικόνα που περιγράφεις, και οι δεσμώτες αλλόκοτοι κι αυτοί.
-Όμοιοι με εμάς, έκανα εγώ· γιατί πρώτα–πρώτα μήπως φαντάζεσαι ότι οι δεσμώτες αυτοί εκτός από τον εαυτό τους και τους διπλανούς τους βλέπουν ποτέ τους τίποτε άλλο πέρα από τις σκιές που ρίχνει το φως αντικρύ τους στον τοίχο της σπηλιάς;
-Μα πώς θα ήταν δυνατόν, είπε, αφού σ’ όλη τους τη ζωή είναι αναγκασμένοι να έχουν το κεφάλι τους ακίνητο;
-Και με τα πράγματα που περνούν μπροστά στο τειχάκι τι γίνεται; Τι άλλο εκτός από τις σκιές τους βλέπουν οι δεσμώτες:
-Σαν τι άλλο θα μπορούσαν να δουν;
-Αν, τώρα, είχαν τη δυνατότητα να συνομιλούν, δεν νομίζεις ότι θα πίστευαν πως αυτά για τα όποια μιλούν δεν είναι παρά οι σκιές που έβλεπαν να περνούν μπροστά από τα μάτια τους;
-Κατανάγκην, είπε.
-Κι αν υποθέσουμε ακόμη ότι στο δεσμωτήριο ερχόταν και αντίλαλος από τον αντικρυνό τοίχο; Κάθε φορά που θα μιλούσε κάποιος από όσους περνούσαν πίσω τους, φαντάζεσαι ότι οι δεσμώτες δεν θα πίστευαν ότι η φωνή βγαίνει από τη σκιά που θα έβλεπαν να περνά από μπροστά τους;
-Μα το Δία, είπε, και βέβαια.
-Ασφαλώς λοιπόν, είπα εγώ, οι άνθρωποι αυτοί δεν θα ήταν δυνατόν να πιστέψουν για αληθινό τίποτε άλλο παρά μονάχα τις σκιές των κατασκευασμάτων.
-Ανάγκη αδήριτη, είπε.»
Μετάφραση: Ν. Μ. Σκουτερόπουλος
Ο Πλάτωνας χρησιμοποιεί την αλληγορία του σπηλαίου για να δώσει παραστατικότερα τη διάκριση και τη διαφορά ανάμεσα στα δύο επίπεδα του κόσμου, ανάμεσα δηλαδή στον κόσμο των αισθητών πραγμάτων και στον κόσμο των ιδεών. Στα αισθητά πράγματα συμπεριλαμβάνονται όλα όσα μας περιβάλλουν και γίνονται αντιληπτά με τις αισθήσεις μας, ενώ στον κόσμο των ιδεών βρίσκονται οι ιδέες όλων των πραγμάτων, οι οποίες σε αντίθεση με τα πράγματα του αισθητού κόσμου είναι αιώνια σταθερές, αναλλοίωτες και άυλες. Τα πράγματα που οι άνθρωποι αντιλαμβάνονται με τις αισθήσεις τους δεν είναι παρά αντίγραφα των ιδεών, αντίγραφα των όντως όντων που υπάρχουν μόνο στον κόσμο των ιδεών.
Με την αλληγορία του σπηλαίου ο Πλάτωνας καθιστά σαφές πως τα αντικείμενα που οι άνθρωποι βλέπουν και θεωρούν ως πραγματικά, δεν είναι παρά απεικάσματα, σκιές των πραγματικών όντων. Οι άνθρωποι βρίσκονται σε πλάνη σχετικά με τη φύση των πραγμάτων που τους περιβάλλουν, αλλά δεν έχουν καμία συναίσθηση της πλάνης τους κι αυτό εντείνει περισσότερο την ανάγκη για το φωτισμό των ανθρώπων μέσω της παιδείας και της επαφής με τη φιλοσοφική σκέψη και αγωγή. Εκείνο, επομένως, που δημιουργεί προβληματισμό στον Πλάτωνα δεν είναι τόσο το γεγονός ότι οι άνθρωποι βρίσκονται σε πλήρη άγνοια σχετικά με τα πράγματα, αλλά το γεγονός ότι δεν έχουν καμία απολύτως συνείδηση της άγνοιάς τους. Παραδομένοι στον κόσμο των αισθητών πραγμάτων, αγνοούν πως υπάρχει ένας ιδανικός κόσμος που περιέχει τις αρχικές και άρτιες Ιδέες, η θέαση των οποίων θα αποκάλυπτε στους ανθρώπους πως έχουν περάσει τη ζωή τους συμβιβαζόμενοι με ατελή αντίγραφα.
Με μια δική του αλληγορία ο Γιώργης Παυλόπουλος επιχειρεί να τονίσει την αδυναμία των ποιητών να προσεγγίσουν την πραγματική φύση της Ποίησης, σχολιάζοντας χαρακτηριστικά πώς: «Ίσως τα ποιήματα που γράφτηκαν / από τότε που υπάρχει ο κόσμος / είναι μια ατέλειωτη αρμαθιά αντικλείδια / για ν’ ανοίξουμε την πόρτα της Ποίησης». Η πόρτα της Ποίησης που παραμένει επίμονα κλειστή, οδηγεί τον Παυλόπουλο στο εύλογο συμπέρασμα πως ίσως τα ποιήματα που έχουν γραφτεί μέχρι τώρα, δεν είναι παρά αντικλείδια, ατελείς προσπάθειες δηλαδή των ποιητών να προσεγγίσουν την αληθινή υπόσταση της ποίησης.
Μια παρόμοια πλάνη, μ’ εκείνη που παρουσιάζει ο Πλάτωνας για την άγνοια των ανθρώπων, χαρακτηρίζει και τους ανθρώπους σχετικά με τη φύση της ποίησης, καθώς τα ποιήματα που διαβάζουν και τα εκλαμβάνουν ως γνήσιες εκφάνσεις ποιητικού λόγου, δεν είναι στην πραγματικότητα παρά ατελέσφορες απόπειρες να ανοιχτεί η πόρτα της Ποιήσεως, ώστε να μας αποκαλυφθεί η πραγματική ουσία της τέχνης αυτής. Η αλήθεια είναι, όμως, ότι κανείς δεν έχει κατορθώσει να κατακτήσει πλήρως την ποιητική τέχνη, για να μπορέσει να μας παρουσιάσει γνήσιο ποιητικό έργο, με αποτέλεσμα οι άνθρωποι να έρχονται σ’ επαφή μόνο με τη μορφή που παίρνει ο ποιητικός λόγος, σύμφωνα με το πώς τον αντιλαμβάνεται κάθε ποιητής, αλλά ποτέ με την πραγματική υπόσταση της ποίησης.
Η ποίηση, επομένως, όπως παρουσιάζεται στους ανθρώπους μέσα από τα ποιήματα που έχουν ήδη γραφτεί δεν είναι παρά μια σκιά, ένα ατελές αντίγραφο, της πραγματικής ποίησης, που παραμένει σταθερά απρόσιτη, παρά τις προσπάθειες των ποιητών. Σε αντίθεση πάντως με την άγνοια που χαρακτηρίζει τους δεσμώτες του σπηλαίου, οι ποιητές γνωρίζουν ότι δεν έχουν κατορθώσει να προσεγγίσουν την ποίηση στην αληθινή της μορφή, γνωρίζουν ότι υπάρχει η ιδανική μορφή της ποίησης, αλλά παρά τις συνεχείς τους προσπάθειες αδυνατούν να την υλοποιήσουν. Οι ποιητές γνωρίζουν πως πάντοτε θα υπάρχει το τέλειο εκείνο ποίημα που θα τους διαφεύγει συνεχώς, όσο κι αν προσπαθούν, όσο κι αν επιθυμούν να το συνθέσουν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου