Mario Pejakovic
Τάσος
Λειβαδίτης «Καντάτα» [απόσπασμα]
Η Καντάτα είναι ένα συνθετικό ποίημα με
θεατρική, θα λέγαμε, σύνθεση. Ο ίδιος ο ποιητής δίνει στην αρχή το σκηνικό και
τα πρόσωπα. Σκηνικό: Συνοικιακός δρόμος σύγχρονης πόλης. Αρχίζει να βραδιάζει.
Πρόσωπα: Ποιητής. Ο άνθρωπος με το κασκέτο. Διάφοροι περαστικοί. Χορός από
γυναίκες και άνδρες (οι γυναίκες μαζεμένες σε μια εξώπορτα· οι άντρες αριστερά,
πλάι στη σκαλωσιά μιας οικοδομής). Στο απόσπασμά μας μιλάει ο άνθρωπος με το
κασκέτο. Είναι η δεύτερη φορά που παίρνει το λόγο. Την πρώτη φορά αφηγήθηκε τη
σύλληψη ενός φτωχού ανθρώπου — «επιγραφοποιός το επάγγελμα». «Συχνά» λέει ο
ποιητής, «του αρέσει να μιλάει σε ύφος βιβλικό».
Ο
ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΜΕ ΤΟ ΚΑΣΚΕΤΟ
16. Και την πρώτη νύχτα μπήκε μες στο
κελί ένας άνθρωπος που ‘χε χάσει το πρόσωπο του, κι ακούμπησε το φανάρι που
κρατούσε κάτω στο πάτωμα.
17. Κι ο ίσκιος του μεγάλωσε πάνω στον
τοίχο.
18. Και τον ερώτησε: πού έχεις κρυμμένα
τα όπλα;
19. Κι εκείνος, κανείς δεν ξέρει αν από
σύμπτωση, ή ίσως για ν’ απαντήσει,
20. έβαλε το χέρι πάνω στην καρδιά του.
21. Και τότε τον χτύπησε. Ύστερα μπήκε
άλλος άνθρωπος που ‘χε χάσει το πρόσωπό του και τον χτύπησε κι αυτός.
22. Κι οι άνθρωποι που ‘χαν χάσει το
πρόσωπό τους, ήσαν πολλοί.
23. Και ξημέρωσε. Και βράδιασε.
24. Ημέρες σαράντα.
25. Κι ήρθαν στιγμές που φοβήθηκε πως
θα χάσει το λογικό του.
26. Και τον έσωσε μια μικρή αράχνη στη
γωνιά, που την έβλεπε
ακούραστη κι υπομονετική να υφαίνει τον ιστό της.
27. Και κάθε μέρα τής τον χάλαγαν με
τις μπότες τους μπαίνοντας.
28. Κι εκείνη τον ξανάρχιζε κάθε μέρα. Και
της τον χάλαγαν πάλι. Και τ’ άρχιζε ξανά.
29. Εις τους αιώνας των αιώνων.
[Καντάτα:
Φωνητική σύνθεση, με χαρακτηριστικό της ότι τραγουδιέται από έναν ή
περισσότερους σολίστες ή και χορωδία, κατά κανόνα με συνοδεία οργάνων·
αναπτύχθηκε στον 17ο αι. και διαμορφώθηκε στη μορφή που τη
γνωρίζουμε σήμερα, δηλαδή ως είδος μικρού ορατορίου, τον 18ο αι.,
κυρίως με τις καντάτες του Μπαχ· τα θέματά της είναι συνήθως εκκλησιαστικά,
αλλά υπάρχουν και κοσμικές καντάτες.]
Η Καντάτα (1960) είναι μια εκτενής
ποιητική σύνθεση του Τάσου Λειβαδίτη, στο πλαίσιο της οποίας εντάσσεται η
διήγηση του ανθρώπου με το κασκέτο, σχετικά με τη σύλληψη και την εκτέλεση ενός
φτωχού επιγραφοποιού, που μας μεταφέρει στα χρόνια του εμφυλίου (ή τα πρώτα
μετεμφυλιακά χρόνια). Περιληπτικά το
περιεχόμενο της ιστορίας έχει ως εξής:
Ο φτωχός επιγραφοποιός, σύμφωνα με τη
διήγηση του ανθρώπου με το κασκέτο, είχε αφιερώσει τη ζωή του στο να διακηρύττει
στους άλλους ανθρώπους τις ιδέες της αριστεράς. Μάζευε κοντά του τους φτωχούς
και αδικημένους συνανθρώπους του και τους μιλούσε για την ελπίδα ενός καλύτερου
μέλλοντος. Αυτό ήταν και το μοναδικό του αδίκημα, το οποίο άρκεσε, εντούτοις,
για να εκδοθεί διαταγή για τη σύλληψή του. Οι ανακριτές τον αντιμετωπίζουν με
εξαιρετική σκληρότητα, όχι τόσο για τις ιδέες που πρέσβευε, αλλά για τα
υποτιθέμενα όπλα που είχε κάπου κρυμμένα, και τα οποία θα του χρησίμευαν, ίσως,
για κάποιο μελλοντικό χτύπημα ενάντια στην «εξουσία». Τον ανακρίνουν συνεχώς με
ολοένα αυξανόμενη σκληρότητα, τον χτυπούν και τον αφήνουν απομονωμένο στο κελί
του: «36. Και τον αφίναν ύστερα μονάχο, με τη σιωπή και το αίμα του που έτρεχε».
Μόνος μέσα στο κελί του ο φτωχός
επιγραφοποιός λυγίζει ψυχικά, μέχρι που τη 13η νύχτα ακούει από το
διπλανό κελί κάποιον να βογκάει, και τότε συνειδητοποιεί πως δεν είναι εντελώς
μόνος σ’ αυτό του το μαρτύριο: «44. Κι όταν έφτασε, τέλος, σήκωσε το ανήμπορο
χέρι του κι άρχισε να χτυπάει τον τοίχο. 45. Όπως, αιώνες τώρα, συνηθούν μέσα
στην ερημιά τους οι τρελλοί κι οι φυλακισμένοι. 46. Και μονομιάς το βογγητό
έπαψε. Κι ένα σπασμένο χτύπημα ακούστηκε στον τοίχο του άλλου κελιού. 47. Προς
δόξαν του ανθρώπου.»
Στη συνέχεια, ο άνθρωπος με το κασκέτο
διηγείται τα σχετικά με τη δίκη του επιγραφοποιού: «49. Ήταν δε η φρουρά
αμούστακα, φτωχά παιδιά που αισχρολογούσαν και βρίζανε. 50. Για να ξεχάσουν πως
κάποτε τα φώναζαν: της πλύστρας ο γιος.», για να περάσει αμέσως μετά στα
συναισθήματά του, όταν έφτασε το τελευταίο απόγευμα της ζωής του: «Κι ένιωσε
μέσα του τον ίδιο γλυκό λυγμό, όπως όταν ήταν παιδί, και κάποιος του άπλωνε
εγκάρδια το χέρι του, ή τούλεγε μια παρήγορη λέξη. 70. Και ψιθύρισε σιγανά:
σύντροφοι.»
Η διήγηση έπειτα περνά στο πρωινό της
εκτέλεσης, όπου ο αφηγητής εντάσσει με εύστοχο
σαρκασμό και την τελευταία επιθυμία ενός από τους τρεις προς εκτέλεση να του
φέρουν μια μεγάλη πέτρα: «80. Τότε αυτός πήρε την πέτρα που ζήτησε και την
ακούμπησε κάτου, στο χώμα, ανάμεσα στους δύο άλλους συντρόφους του. Κι ανέβηκε
πάνω. 81. Γιατί ήταν κοντός.» Ενώ, εμφανής είναι κι η πικρή ειρωνεία της ίδιας
της εκτέλεσης: «91. Πυρ!. 92. Κι ήταν η ώρα που κάθε μέρα βγαίνει ο ολόλαμπρος
ήλιος. 93. Κι αρχίζει η ζωή.»
Ο άνθρωπος με το κασκέτο συνεχίζει και
ολοκληρώνει την ιστορία του με την αμέσως επόμενη σύλληψη των διωκτικών αρχών.
Αυτή τη φορά στα χέρια τους πέφτει ένας μαρμαράς, ο οποίος έχει -κατά σύμπτωση!-
το ίδιο όνομα με τον επιγραφοποιό: «104. Κι αναρωτιόντουσαν μεταξύ τους: τι
συμβαίνει λοιπόν; μην τάχα αναστήθηκε; 105. Κι ύστερα γέλασαν, πως τάχα δεν
γίνονται στον αιώνα μας θαύματα – ένα γέλιο αβέβαιο.»
Ερμηνευτική
προσέγγιση
16. Και την πρώτη νύχτα μπήκε μες στο
κελί ένας άνθρωπος που ‘χε χάσει το πρόσωπο του, κι ακούμπησε το φανάρι που
κρατούσε κάτω στο πάτωμα.
17. Κι ο ίσκιος του μεγάλωσε πάνω στον
τοίχο.
18. Και τον ερώτησε: πού έχεις κρυμμένα
τα όπλα;
19. Κι εκείνος, κανείς δεν ξέρει αν από
σύμπτωση, ή ίσως για ν’ απαντήσει,
20. έβαλε το χέρι πάνω στην καρδιά του.
21. Και τότε τον χτύπησε. Ύστερα μπήκε
άλλος άνθρωπος που ‘χε χάσει το πρόσωπό του και τον χτύπησε κι αυτός.
Η βίαιη ανάκριση του επιγραφοποιού -ενός
ανθρώπου που το μόνο του αδίκημα ήταν πως οραματιζόταν μια δικαιότερη κοινωνία-
έχει τη δική της σημασία, αφού οι συλλήψεις αντιφρονούντων δεν μπορούσαν να
σταθούν μόνο στο γεγονός ότι οι άνθρωποι αυτοί πρέσβευαν διαφορετικές ιδέες.
Διατηρούνταν έτσι, -έστω και χωρίς καμία βάσιμη στήριξη-, το πρόσχημα πως η
σύλληψη έγινε για την προστασία της πολιτείας από κάποια ενδεχόμενη εγκληματική
ενέργεια (Αναγκαστικός νόμος 375/1936). Κι ενώ ο επιγραφοποιός διώκεται ακριβώς
γιατί υπερασπίζεται απόψεις που έρχονται σε αντίθεση με τα συμφέροντα των
κρατούντων, ανακρίνεται με βιαιότητα για τα υποτιθέμενα όπλα που έχει κάπου
κρυμμένα.
Οι ανακριτές αναφέρονται ως άνθρωποι που
έχουν χάσει το πρόσωπό τους, για να δηλωθεί η αίσθηση της πλήρους αποκτήνωσής
τους, αφού καθημερινοί άνθρωποι του λαού κι οι ίδιοι δέχονται να λειτουργήσουν
ως όργανα μιας ισχυρής εξουσίας, που εκμεταλλεύεται την αφοσίωσή τους. Άνθρωποι
χωρίς πρόσωπο, λοιπόν, καθώς έχουν χάσει την ανθρωπιά, την ευαισθησία και το
σεβασμό για τα βάσανα και τις ταλαιπωρίες των φτωχών συνανθρώπων τους· άνθρωποι
χωρίς πρόσωπο, διότι δρουν ως άβουλα πιόνια μιας σκληρής και απρόσωπης
εξουσίας, που επιδιώκει να συντρίψει οποιαδήποτε σκέψη για την προάσπιση των
δικαιωμάτων του απλού πολίτη και την αναμόρφωση της κοινωνίας κατά τρόπο που να
υπηρετεί, όχι πια τους πλούσιους και ισχυρούς, μα τους φτωχούς και αδύναμους
πολίτες.
Ο ίσκιος του ανακριτή που μεγαλώνει
στον τοίχο αποδίδει έξοχα τον τρόμο που προκαλεί η παρουσία ενός τέτοιου
ανθρώπου που δεν διστάζει να κακοποιήσει έναν συνάνθρωπό του μόνο και μόνο
επειδή εκείνος θέλησε να αλλάξει την κοινωνία, κάνοντάς τη πιο δίκαιη και πιο
ανθρώπινη. Ο φτωχός επιγραφοποιός αφήνεται κυριολεκτικά στο «έλεος» ανθρώπων
δίχως πρόσωπο και δίχως σεβασμό για την αξία της ανθρώπινης ζωής.
Ο συμβολισμός της κίνησης του
επιγραφοποιού, που ακουμπά το χέρι στην καρδιά, όταν ρωτάται για τα κρυμμένα
όπλα, είναι ιδιαίτερα σημαντικός, καθώς αποκαλύπτει ακριβώς την πηγή της
δύναμης, αλλά και το μόνο όπλο, του φτωχού αυτού ανθρώπου. Ο επιγραφοποιός δεν
έχει όπλα ή τουλάχιστον δεν έχει υλικά όπλα, όπως αυτά για τα οποία τον
κατηγορούν· έχει, όμως, ιδέες που μπορούν να επιφέρουν πολύ πιο σημαντικά
χτυπήματα στους κρατούντες, αφού είναι ιδέες που μιλούν για δικαιοσύνη, για
κοινωνική ισότητα, για εξάλειψη των αδικιών, μα και για ένα μοίρασμα του
πλούτου, που τόσο διψαλέα αποζητούν και κατακρατούν οι άνθρωποι της εξουσίας.
22. Κι οι άνθρωποι που ‘χαν χάσει το
πρόσωπό τους, ήσαν πολλοί.
23. Και ξημέρωσε. Και βράδιασε.
24. Ημέρες σαράντα.
25. Κι ήρθαν στιγμές που φοβήθηκε πως
θα χάσει το λογικό του.
26. Και τον έσωσε μια μικρή αράχνη στη
γωνιά, που την έβλεπε
ακούραστη κι υπομονετική να υφαίνει τον ιστό της.
27. Και κάθε μέρα τής τον χάλαγαν με
τις μπότες τους μπαίνοντας.
28. Κι εκείνη τον ξανάρχιζε κάθε μέρα.
Και της τον χάλαγαν πάλι. Και τ’ άρχιζε ξανά.
29. Εις τους αιώνας των αιώνων.
Παρά το γεγονός πως οι ιδέες που
πρεσβεύει ο επιγραφοποιός έρχονται να υπερασπιστούν τα δίκαια κάθε απλού
εργαζόμενου, εντούτοις οι άνθρωποι εκείνοι που έχουν χάσει το πρόσωπό τους, οι
άνθρωποι εκείνοι που έρχονται να τον χτυπήσουν και να τον βασανίσουν, είναι
πολλοί. Πρόκειται, βέβαια, για εκείνους τους ανθρώπους που, φροντίζοντας μόνο
για το προσωπικό τους συμφέρον, θεωρούν πως έχουν να κερδίσουν πολύ περισσότερα
αν εξυπηρετούν την εξουσία, αδιαφορώντας τελείως για τα δεινά όλων των άλλων
συνανθρώπων τους που εξαθλιώνονται απ’ την απληστία των κρατούντων.
Σαράντα ημέρες κρατά η απάνθρωπη
ανάκριση του επιγραφοποιού κι είναι τέτοια η απόγνωσή του, ώστε φτάνει στο
σημείο να φοβάται πως θα χάσει το λογικό του. Καταφέρνει, όμως, να αντέξει τα
βασανιστήρια που του γίνονται, χάρη σε μια υπομονετική αράχνη, η οποία κάθε
μέρα φτιάχνει από την αρχή τον ιστό της που τον χαλάνε οι ανακριτές με τις
μπότες τους. Η επιμονή της μικρής αράχνης υπενθυμίζει στον επιγραφοποιό πως
οτιδήποτε αξίζει και έχει ιδιαίτερη σημασία χρειάζεται υπομονή και αντοχή,
διότι ακόμη κι αν υπάρξουν -και σίγουρα θα υπάρξουν- πάμπολλες αντιξοότητες,
μόνο η επίμονη προσπάθεια είναι αυτή που εγγυάται την τελική επιτυχία. Συνειδητοποιεί
με αυτό τον τρόπο ο επιγραφοποιός πως η προσπάθεια αναμόρφωσης της κοινωνίας
δεν μπορεί να επιτευχθεί ούτε αμέσως, μα ούτε και εύκολα. Μπορεί, όμως, να
επιτευχθεί, αν οι άνθρωποι που την επιδιώκουν συνεχίσουν το έργο τους, χωρίς να
κάμπτονται από την λυσσαλέα αντίδραση των κρατούντων.
Έτσι, το επίμονο έργο της μικρής
αράχνης -αναγκαίο για την επιβίωσή της- λειτουργεί ως ακούσιο μήνυμα για τον
επιγραφοποιό, ο οποίος αντιλαμβάνεται και αποδέχεται το ακούραστο και το
άκαμπτο που απαιτείται για την εκπλήρωση της σπουδαίας αποστολής που έχει
αναλάβει. Άλλωστε, όταν μετά τη δική του εκτέλεση, οι ανακριτές συλλαμβάνουν
έναν μαρμαρά, που έχει το ίδιο όνομα με τον επιγραφοποιό, η πρόθεση του ποιητή
καθίσταται σαφής. Όσους κι αν σκοτώσουν, όσους κι αν εξορίσουν οι άνθρωποι της
εξουσίας, πάντοτε θα υπάρχουν κι άλλοι άνθρωποι με την ίδια άσβεστη επιθυμία
στην καρδιά. Με την επιθυμία να δουν την κοινωνία να αποκτά ένα πιο ανθρώπινο
πρόσωπο, που θα υπηρετεί επιτέλους τους απλούς πολίτες, και όχι τους ισχυρούς
και συνεχώς ευνοημένους.
Ερωτήσεις
1. Να
παρακολουθήσετε τα διαδραματιζόμενα μέσα στο απόσπασμα με τη βοήθεια των λέξεων
«νύχτα», «κελί», «τον ρώτησε», «τον χτύπησε», «τον έσωσε».
Τα βασανιστήρια του επιγραφοποιού
ξεκινούν από την πρώτη κιόλας νύχτα που οδηγείται στο κελί της απομόνωσης. Οι
δίχως πρόσωπο ανακριτές του τον χτυπούν ανελέητα για 40 μέρες και νύχτες, χωρίς
οι ίδιοι να κουράζονται, αφού ήταν πολλοί οι πρόθυμοι να βασανίσουν έναν φτωχό
άνθρωπο. Τον ρωτούν επανειλημμένα για το που έχει κρύψει τα όπλα, έστω κι αν
στην πραγματικότητα γνωρίζουν πως δεν υπάρχουν κρυμμένα όπλα. Υπάρχει μόνο η
ελπίδα και η θέληση αυτού του ανθρώπου να δει την κοινωνία να αλλάζει προς το
καλύτερο και το δικαιότερο.
Οι συνεχείς κακουχίες φέρνουν τον
επιγραφοποιό σε οριακό σημείο, μα εκείνο που κατορθώνει να τον σώσει απ’ το να
χάσει το λογικό του ήταν μια μικρή επίμονη αράχνη, που ακούραστα ξεκινούσε από
την αρχή τον ιστό της, κάθε φορά που οι ανακριτές τον χαλούσαν με τις μπότες
τους.
2. Γιατί
ο ποιητής χαρακτηρίζει τους βασανιστές του φυλακισμένου με τη φράση «είχαν
χάσει το πρόσωπό τους»;
Οι βασανιστές του επιγραφοποιού
χαρακτηρίζονται ως άνθρωποι που είχαν χάσει το πρόσωπό τους, για να τονιστεί το
γεγονός πως ήταν επί της ουσίας άβουλα όντα που λειτουργούσαν ως πιόνια της
εξουσίας. Δεν είχαν πρόσωπο, γιατί δεν είχαν δική τους ταυτότητα· όλοι φέρονταν
με τον ίδιο απάνθρωπο τρόπο, εκτελώντας τις ίδιες ακριβώς εντολές. Κανείς τους
δεν ξεχώριζε, διότι κανείς τους δεν είχε διατηρήσει την ανθρωπιά του και τον
σεβασμό απέναντι στον αδύναμο κρατούμενο.
Οι βασανιστές αυτοί, άλλωστε, όταν
βρίσκονταν στον έξω κόσμο, μακριά από τα σκοτεινά κελιά, δεν αποκάλυπταν την
πραγματική τους δράση. Έκρυβαν την αλήθεια για το ποιοι ήταν πραγματικά, γιατί
γνώριζαν πως θα προκαλούσαν την αποστροφή των γύρω τους.
3. Ποιος
είναι ο ρόλος της αράχνης μέσα στο απόσπασμά μας; Τι εννοεί ο ποιητής λέγοντας
ότι «τον έσωσε μια αράχνη»;
Η αράχνη, με την ακούραστη επιμονή της
να ξεκινά κάθε μέρα από την αρχή τον ιστό της που καταστρέφουν με τις μπότες
τους οι ανακριτές, δίνει κουράγιο στον επιγραφοποιό, καθώς του υπενθυμίζει πως
για να πετύχει αυτό που θέλει θα πρέπει να μην εγκαταλείψει ποτέ την προσπάθειά
του.
Συνειδητοποιεί, λοιπόν, ο επιγραφοποιός,
παρακολουθώντας την αράχνη να αρχίζει ξανά και ξανά το έργο της, πως η
προσπάθεια αναμόρφωσης της κοινωνίας δεν μπορεί να επιτευχθεί ούτε αμέσως, μα
ούτε και εύκολα. Μπορεί, όμως, να επιτευχθεί, αν οι άνθρωποι που την επιδιώκουν
συνεχίσουν το έργο τους, χωρίς να κάμπτονται από την λυσσαλέα αντίδραση των κρατούντων.
4. Να
επισημάνετε τα στοιχεία του βιβλικού ύφους και να δείξετε τη σημασία τους για
το ποίημα.
Το αφηγηματικό ύφος της ιστορίας μας
παραπέμπει σε κείμενα της Αγίας Γραφής, όπως είναι για παράδειγμα η Αποκάλυψη
του Ιωάννη, όπου ακολουθείται παρόμοια λιτότητα στην απόδοση των αφηγουμένων,
καθώς και σταθερή χρήση του συμπλεκτικού συνδέσμου (και) στην αρχή κάθε
παραγράφου. Η αφήγηση αποκτά, έτσι, κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, όπως είναι
η πεζολογική χροιά -κατάλληλη για την αφήγηση γεγονότων που θέλουν να μοιάζουν
ιστορικά-, η γοργή εξέλιξη της δράσης, ώστε το κείμενο να μην κουράζει και να
διατηρεί το ενδιαφέρον του αναγνώστη, αλλά και μια προφητική διάσταση -μέσα από
τη συσχέτισή του με την Αποκάλυψη-, μιας και θέληση του ποιητή είναι να
υποδηλώσει την πεποίθηση ή την ελπίδα του πως θα υπάρξει δικαίωση για τις
θυσίες αυτών των ανθρώπων.
Ενδεικτικές ως προς το βιβλικό ύφος -πέρα
από τη συνεχή χρήση του και- είναι εκφράσεις όπως: «Και ξημέρωσε. Και βράδιασε. Ημέρες σαράντα / Εις
τους αιώνας των αιώνων.»
Συγκριτικά γίνεται αντιληπτή η
ομοιότητα ύφους με το ακόλουθο χωρίο της Αποκάλυψης: «καὶ πᾶν κτίσμα ὃ ἐν τῷ οὐρανῷ καὶ ἐπὶ τῆς γῆς καὶ ὑποκάτω τῆς γῆς καὶ ἐπὶ τῆς θαλάσσης ἐστί, καὶ τὰ ἐν αὐτοῖς πάντα, ἤκουσα λέγοντας· τῷ καθημένῳ ἐπὶ τοῦ θρόνου καὶ τῷ ἀρνίῳ ἡ εὐλογία καὶ ἡ τιμὴ καὶ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων.»
Αποσπάσματα
από το ποίημα
Για τον άνθρωπο με το κασκέτο ο ποιητής
γράφει τα ακόλουθα στην εισαγωγή του ποιήματος: «ψηλός, βλογιοκομένος άντρας. Περνάει
συχνά απ’ αυτό το δρόμο, πάντα κατά το ηλιοβασίλεμα – και κανείς δεν ξέρει από
που έρχεται, ούτε που πάει. Μόνο τα παιδιά που παίζουν, μόλις τον δουν,
σταματάνε το παιχνίδι και τον τριγυρίζουν. Εκείνος χαμογελάει. Κάθεται ύστερα σ’
ένα σκαλοπάτι κι αρχίζει κάθε φορά κι απόνα ωραίο παραμύθι. Και τα μάτια των
παιδιών, μεγάλα κι ερωτηματικά μέσα στο βράδι, τον κοιτάζουν. Σήμερα θα τους
πει μια ιστορία παλιά όσο κι ο κόσμος. Α, ναι – συχνά του αρέσει να μιλάει σε
ύφος βιβλικό.»
Την πρώτη φορά που μιλάει ο άνθρωπος με
το κασκέτο λέει τα ακόλουθα:
«1. Και τις ημέρες εκείνες οι άντρες με
τις καπαρντίνες
και τις χαμηλωμένες ρεπούμπλικες πήραν
το έγγραφο
της διαταγής.
2. Και πήγαν να τον συλλάβουν.
3. Ήταν δε αυτός άνθρωπος φτωχός,
επιγραφοποιός το
επάγγελμα.
4. Κι είχεν απαρνηθεί τη μητέρα του και
τα εργα-
λεία του,
5. κι ότι πιο άγιο και βαθύ έχει ο
άνθρωπος σε τούτον
τον κόσμο.
6. Και μάζευε, έλεγε η διαταγή, κρυφά
τους μεροκαμα-
τιάρηδες και τους χερομάχους,
7. και τους μιλούσε για την ελπίδα και
το μέλλον – κι
άλλες τέτοιες βλασφημίες.
8. Κι οι ταπεινοί χαμογέλαγαν, κι οι
τυφλοί σκιρτού-
σαν, κι οι φτωχοί πλουτίζαν από φιλία.
9. Οι διψασμένοι βρίσκαν έν’ αυλάκι
νερό. Κι οι κυνη-
γημένοι μια πόρτα.
10. Κι οι απελπισμένοι γυρίζαν τώρα
τραγουδώντας σι-
γά μέσα στη νύχτα
11. έναν παράξενο σκοπό.
12. Που ενώ μιλούσε για βάσανα,
ξαλάφρωνε όλο της
ψυχής σου το βάρος.
13. Και την άλλη μέρα, ώρα λύχνου, οι
άντρες με τις
χαμηλωμένες ρεπούμπλικες, (για να μη
φαίνονται τα
τυφλά τους μάτια), χτύπησαν τη μικρή
ξύλινη πόρτα,
δυτικά της πόλης, κοντά στα παλιά
βυρσοδεψεία.
14. Κι αυτός άνοιξε. Και τον ερώτησαν:
Πώς λέγεσαι;
Κι εκείνος απάντησε.
(Μικρή παύση)
15. Και τ’ όνομά του ήταν μεγάλο, σαν
οποιοδήποτε
ανθρώπινο όνομα.»
Ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα των λόγων
του ποιητή:
«Μια ζωή, αλήθεια, μπορεί να τελειώσει
στη μέση, μια
άλλη να μην αρχίσει ποτέ,
ένας άνθρωπος μπορεί να πεθάνει ξαφνικά
χωρίς ποτέ να βρει τον εαυτό του πίσω
από τόσα γε-
γονότα
και τόσα όνειρα. Μια χειρονομία που
κατέληξε να σκο-
τώσει
μπορεί να ξεκίνησε να χαϊδέψει –
παρεμβάλλονται τόσα
πράγματα
ανάμεσα σε δύο στιγμές. Τόσα αδιάφορα
πρόσωπα γε-
μίζουν τους δρόμους – πόσα χρόνια πάνε
χαμένα!
Στις παρόδους άρχισε η κίνηση. Οι
μισάνοιχτες πόρτες
με τη μικρή ταμπέλα καρφωμένη απ’ έξω –
αυτοί οι
δημόσιοι αποχετευτικοί αγωγοί
της θλιβερής αρσενικής κυριαρχίας – τα «κορίτσια»
φοράνε φτηνές, μπαμπακερές ρόμπες
ή σορτς, ανάλογα με την εποχή. Και
μερικές
δεν έχουν παρά πάνω απ’ τα χρόνια της
κόρης σας, α-
ξιότιμε κύριε,
εχτές ακόμα βαφτίζανε τις κούκλες τους,
με τα ίδια χέρια
που ψαχουλεύουν τώρα τα γεννητικά
όργανα των αν-
τρών, αδιάφορα,
όπως ένας γιατρός. Λογιώ - λογιώ τύποι
κάθονται γύ-
ρω στις καρέκλες ή περιμένουν όρθιοι,
έφηβοι, ναύτες, μπακαλόγατοι, ύποπτοι
κύριοι με μαύρα
παλτά, και κάποιοι
ξεθωριασμένοι απ’ το χρόνο ή ένα πάθος
που τους αφάνισε. Η ατμόσφαιρα είναι
βαρειά από
φτηνή κολώνια, καπνούς
και σεξουαλική αφθονία.
Κάθε που ανοίγει η μεσαία πόρτα, στο
βάθος της άλλης
κάμαρας φαίνεται το κρεβάτι,
σχεδόν απείραχτο – η δουλειά γίνεται
σύντομα,
όλα τελειώνουν γρήγορα στον αιώνα μας,
κι ο έρωτας,
κι η δόξα,
και μόνο ο πόνος κρατάει ακόμα εκείνη
την παλιά πα-
τριαρχική βραδύτητα.»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου