Dale Ziegler
Γεώργιος
Δροσίνης [Δε θέλω του κισσού το πλάνο ψήλωμα…]
Δε θέλω του κισσού το πλάνο ψήλωμα
σε ξένα αναστυλώματα δεμένο.
Ας είμαι ένα καλάμι, ένα χαμόδεντρο.
Μα όσο ανεβαίνω, μόνος ν’ ανεβαίνω.
Δε θέλω του γυαλιού το λαμπροφέγγισμα,
που δείχνεται άστρο με του ήλιου τη
χάρη.
Θέλω να δίνω φως από τη φλόγα μου,
κι ας είμαι κι ένα ταπεινό λυχνάρι.
([Δε θέλω του κισσού]. Φωτερά σκοτάδια.
Ι.Ν. Σιδέρης, 1915)
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
α.1. Το
ποίημα θεωρείτε ότι ανήκει στην παραδοσιακή ή στη μοντέρνα ποίηση;
Το ποίημα εντάσσεται στην παραδοσιακή
ποίηση.
α.2. Να
αιτιολογήσετε την απάντησή σας στο α.1. γράφοντας δύο (2) αντίστοιχα χαρακτηριστικά
της μορφής του ποιήματος.
Το ποίημα έχει οργανωμένη δομή, καθώς
αποτελείται από δύο τετράστιχες στροφές κι έχει ελεύθερη ομοιοκαταληξία, αφού ο
δεύτερος στίχος κάθε στροφής ομοιοκαταληκτεί με τον τέταρτο, και μερικώς
ομοιοκαταληκτούν μεταξύ τους οι πρώτοι στίχοι κάθε στροφής. Ενώ, τέλος, έχει
νοηματική αλληλουχία.
α.3. Οι
δύο πρώτες στροφές του ποιήματος (και ο τίτλος του) αρχίζουν με τον ίδιο τρόπο
(«Δε θέλω»). Τι εξυπηρετεί, κατά τη
γνώμη σας, η επιλογή αυτή του ποιητή;
Ο ποιητής με την επαναφορά της φράσης «Δε
θέλω» επιχειρεί να οριοθετήσει εμφατικά τους στόχους που θέτει στη ζωή του και
ειδικότερα την πρόθεσή του να βασιστεί αποκλειστικά στις δικές του δυνάμεις, έστω
κι αν δεν κατορθώσει να πετύχει εντυπωσιακά αποτελέσματα. Η επανάληψη,
επομένως, αυτής της φράσης εκφράζει την αποφασιστικότητα που χαρακτηρίζει τη
σχετική του θέληση.
β.1. Να
αναφέρετε το κύριο γραμματικό πρόσωπο των ρημάτων που αξιοποιείται στο ποίημα;
Τι εξυπηρετεί, κατά τη γνώμη σας, η
χρήση του από τον ποιητή;
Το γραμματικό πρόσωπο που κυριαρχεί
είναι το α΄, καθώς ο ποιητής επιθυμεί να υποδηλώσει πως όσα καταγράφει
αποτελούν προσωπική του αντίληψη και προσωπικό του βίωμα. Το α΄ πρόσωπο,
άλλωστε, προσδίδει ιδιαίτερη ζωντάνια και αμεσότητα στο κείμενο και κεντρίζει
το ενδιαφέρον του αναγνώστη, μιας κι έχει την αίσθηση πως ό,τι διαβάζει είναι
μια προσωπική, και άρα γνήσια, μαρτυρία του γράφοντος.
β.2. Να
εντοπίσετε τις δύο (2) βασικές αντιθέσεις του ποιήματος (μια για κάθε στροφή
του).
Στην πρώτη στροφή η αντίθεση αφορά το
εντυπωσιακό, αλλά επίπλαστο ψήλωμα του κισσού, αφού ως αναρριχητικό φυτό
βασίζεται σε ξένα στηρίγματα για να πραγματοποιήσει το ανέβασμά του, και την
ταπεινή πορεία ενός καλαμιού ή ενός χαμόδεντρου, που δεν φτάνουν ποτέ σε
ιδιαίτερο ύψος.
Μέσα από την αντίθεση αυτή ο ποιητής
θέλει να τονίσει πως επιθυμία και πρόθεσή του είναι να ανέβει στη ζωή του μόνο
όσο του επιτρέπουν οι δικές του δυνάμεις, έστω κι αν τελικά δεν φτάσει πολύ
ψηλά, παρά να καταδεχτεί να πατήσει πάνω σε άλλους για να επιτύχει ένα
εντυπωσιακό ανέβασμα, το οποίο όμως δεν θα αντανακλά τις πραγματικές του
δυνάμεις.
Στη δεύτερη στροφή η αντίθεση αφορά την
αστραφτερή λαμπρότητα του γιαλού που μοιάζει με λαμπερό αστέρι χάρη στο φως του
ήλιου που καθρεφτίζεται πάνω του, και το ταπεινό φως της φλόγας ενός λυχναριού.
Ο ποιητής εκ νέου επιχειρεί να τονίσει
πως θέλει να βασιστεί αποκλειστικά στις δικές του δυνάμεις -έστω κι αν το φως
που θα μπορούσε ποτέ να δημιουργήσει δεν ξεπερνά τη μικρή φλόγα ενός ταπεινού
λυχναριού-, παρά να είναι ετερόφωτος και να δημιουργεί μια εντυπωσιακή λάμψη
καθρεφτίζοντας το ισχυρό φως κάποιου άλλου. Το ελάχιστο φως της δικής του
φλόγας, άλλωστε, θα είναι γνήσιο, θα είναι δικό του, δεν θα είναι η αντανάκλαση
της πνευματικής ισχύος κάποιου άλλου.
β.3. Να
γράψετε δύο (2) λυρικές σύνθετες λέξεις του ποιήματος.
- χαμόδεντρο
- λαμπροφέγγισμα
Συγχαρητήρια.
ΑπάντησηΔιαγραφήΜακάρι τά εγγόνια μου να είχαν τέτοιους δασκάλους που να τούς δίδσκαν τέτοιους Ποιητές
παππούς Βασίλης.
Πηγή έμπνευσης... πολλά ευχαριστώ
ΑπάντησηΔιαγραφή